επιμέλεια : Σταυρούλα Τσούπρου (*)
Ο Άρης Μπερλής υπήρξε ο αγαπημένος μου δάσκαλος στην μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και από την ελληνική στην αγγλική, όταν έδινα τις αντίστοιχες εξετάσεις για να αποκτήσω το πτυχίο τού Cambridge Diploma (Αγγλική Γλώσσα και Λογοτεχνία) από το Βρετανικό Συμβούλιο, στην δεκαετία τού 1980. Τα μαθήματα γίνονταν στο γραφείο του, στις (βραχύβιες, 1980-1993, όσο και σημαντικές για τον χώρο τού βιβλίου) Εκδόσεις Κρύσταλλο, και στάθηκαν για εμένα η είσοδος σε έναν καινούργιο κόσμο και τρόπο αντίληψης της Λογοτεχνίας αλλά και του εαυτού μου. Η δική του βιωματική και, ταυτόχρονα, απολύτως επαγγελματική προσέγγιση των κειμένων με επηρέασε βαθύτατα και αναμφίβολα καθόρισε συγκεκριμένες δικές μου λογοτεχνικές προτιμήσεις. Έλαβα πλούσια πνευματικά δώρα, δοσμένα με ζεστή ανθρώπινη γενναιοδωρία, χαρακτηριστική ενός δασκάλου που τιμά, επειδή αγαπά, το λειτούργημά του. Δεν είχα, δυστυχώς, την δυνατότητα να τον αποχαιρετήσω όταν έφυγε από κοντά μας πριν από έναν χρόνο και θα ήθελα να αφιερώσω στην μνήμη του την αναδημοσίευση στον φιλόξενο ηλεκτρονικό anagnosti ενός δοκιμίου και μίας κριτικής, το καθένα από τα οποία αφορά τον Άρη Μπερλή με διαφορετικό τρόπο και για τα οποία με είχε τιμήσει με την ευμένεια και την ικανοποίησή του. Το δοκίμιο για τον Ιωάννη Κονδυλάκη, στην πραγματικότητα, του το οφείλω, καθώς το διήγημα «Ο Επικήδειος» το γνώρισα στο μάθημά μας της μετάφρασης και θυμάμαι πολύ έντονα τα τρανταχτά γέλια τού δασκάλου μου όταν επαναλάμβανε φωναχτά τα λόγια «Στήθος μάρμαρο!» από το διήγημα, συνοδευόμενα από το ξεκαρδισμένο χτύπημα του δικού του στέρνου. Την, ενίοτε φιλοπαίγμονα (κατά, ταπεινότατη, προσπάθεια απομίμησης του ύφους τού πρωτοτύπου αλλά και του μεταφράσματος), κριτική μου για την μετάφραση από τον Άρη Μπερλή τού βιβλίου τού Φλαν Ο’ Μπράιαν Ο τρίτος αστυφύλακας, την καταευχαριστήθηκα, αφού πρώτα, βέβαια, είχα αληθινά απολαύσει την ανάγνωση του έργου, το οποίο συνιστώ περισσότερο και από ανεπιφύλακτα. Μία άλλη κριτική η οποία τον είχε ιδιαιτέρως χαροποιήσει ήταν εκείνη τής έκδοσης του βιβλίου τού Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ Το σπίτι και ο κόσμος, έκδοση την οποία είχε ο ίδιος προλογίσει. Η κριτική μου εκείνη υπήρξε το συνακόλουθο μιας ιδιαιτέρως ωφέλιμης πνευματικής εμπειρίας για εμένα, την οποία θα είχα πιθανότατα στερηθεί, αν δεν μου είχε συστήσει το βιβλίο ο δάσκαλός μου. Διότι ο Άρης Μπερλής, όπως συμβαίνει, άλλωστε, με κάθε ταλαντούχο εκπαιδευτικό (ανεξαρτήτως των σχετικών τυπικών προσόντων, τα οποία, παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν αποδίδουν εάν δεν συνοδεύονται από πλούτο ψυχής) και ταυτόχρονα πνευματικό άνθρωπο, διατηρούσε, ίσως ανεπίγνωστα, την σχέση μαθητείας – προσφοράς με τον/ την πρώην μαθητή/ μαθήτριά του, όσα χρόνια και αν περνούσαν. Είμαι σίγουρη πως πολλοί σαν και εμένα θα είχαν να τον ευχαριστήσουν για παρόμοιες μεγάλες και μακροχρόνιες προσφορές.
Ιδού ένα δείγμα:
Η αδιάσειστη βεβαιότητα ενός ευκόλως χαρακτηριζόμενου ως δυσμετάφραστου μεταφράσματος (Για το βιβλίο : Φλαν Ο’ Μπράιαν, Ο τρίτος αστυφύλακας,Μετάφραση και Πρόλογος: Άρης Μπερλής,Αλεξάνδρεια, 2008, σελ. 300)
Θα δοκιμάσουμε, λοιπόν, συζητητικώς πως, να επιμείνουμε στο ότι είναι ανάγκη να διαβάσετε αυτό το βιβλίο και, ακόμη, θα δοκιμάσουμε να επινοήσουμε επιχειρήματα αρκετά πειστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως, δεν θα χρειαστεί να κοπιάσουμε πολύ.
Κατ’ αρχάς και πρωτίστως, μην διαβάσετε για κανέναν λόγο τις τελευταίες δύο εκτός κειμένου σελίδες («Σημείωση του εκδότη»)· δεν πρόκειται για Επίμετρο και, κατά την γνώμη μου (άλλαι αι βουλαί τού συγγραφέως, ωστόσο), δεν θα έπρεπε να βρίσκονται καθόλου εκεί ή οπουδήποτε αλλού μέσα στο βιβλίο ή μη μόνον με την ευκρινή και ρητή προειδοποίηση: «Να μην διαβαστούν πριν το μυθιστορηματικό κείμενο, εκτός αν δεν υπάρχει η πρόθεση να πραγματοποιηθεί η ανωτέρω ανάγνωση».
Δεύτερον: κάνετε μια γρήγορη ανάγνωση του Προλόγου τού μεταφραστή (καθώς θα είστε καλύτερα εξοπλισμένοι/ εξοπλισμένες να τον μελετήσετε μετά το πέρας τής ανάγνωσης του μυθιστορήματος), κυρίως για να “υποψιαστείτε” ορισμένες προθέσεις τού συγγραφέα αλλά και για να μάθετε κάποια πολύ σημαντικά στοιχεία σχετικά με αυτόν τον ίδιο. Ως προς τις πρώτες, στον Πρόλογο δίνονται ως παραδείγματα κάποια αποσπάσματα από τo κείμενο όπου παρωδούνται: η φιλοσοφική ποίηση και ο ποιητικός αποκρυφισμός, η υπηρεσιακή γλώσσα τής διοίκησης, η επιστημονική γλώσσα, η αυστηρά φιλολογική αλλά και η γλώσσα τής κοινής εμπειρίας. Η ευρεία λογοτεχνική (και όχι μόνον) κατάρτιση του μεταφραστή τού επιτρέπει να ιχνηλατήσει τις πηγές «τού ανεξάντλητου παρανοϊκού χιούμορ» τού συγγραφέα, από τους άμεσους προγόνους του στην μεγάλη κωμική παράδοση της αγγλόφωνης ιρλανδικής λογοτεχνίας, όπου μεταγγίστηκε το εγγενές φιλοπαίγμον στοιχείο τής γαελικής, της εθνικής ιρλανδικής γλώσσας, μέχρι τις αναφορές αυτού του χιούμορ στην γαλλική αλλά και στην ρωσική λογοτεχνική παράδοση. Όσο για την διακωμώδηση της ίδιας τής λογοτεχνίας και των τυπικών μέσων που χρησιμοποιεί για να περιγράψει, ας πούμε, την φύση, όπως γράφει ο Μπερλής, θα είχα να προσθέσω ότι, λόγω και του μεταπτυχιακού διπλώματος που είχε λάβει ο ιρλανδός συγγραφέας με θέμα «Η φύση στην ιρλανδική ποίηση», αυτός ο τελευταίος εμφανίζεται ιδιαιτέρως κατάλληλος, ειδικά ως προς το θέμα τής φύσης, να κατορθώσει μία θαυμαστή ανατροπή τής ανατρεπτικής παρωδίας του. Έτσι, οι δικές του περιγραφές τής φύσης είναι ακριβείς, αν και παράδοξες, αποτέλεσμα ευαίσθητης παρατήρησης, αν και ψυχρές: μια τέτοια αντιμετώπιση, τελικά, της φύσης από τον άνθρωπο, γενικότερα, θα ήταν πιο αληθινή, και δίκαιη για την πρώτη και, ακόμα, ανιδιοτελής από την πλευρά τού δεύτερου – αλλά πού καιρός για ανιδιοτέλειες.
«Ας δοκιμάσουμε διότι η επιμονή δικαιώνεται αφεαυτής και η αναγκαιότητα είναι η ανύπαντρη μητέρα της επινοητικότητας»
Το Φλαν Ο’ Μπράιαν πληροφορούμαστε πως είναι ένα από τα πολλά φιλολογικά ψευδώνυμα του Μπράιαν Ο’ Νόλαν, τρίτου από τα δώδεκα παιδιά τής οικογένειάς του, ο οποίος σπούδασε για να μπορεί εκ πείρας να απαξιώνει τις Πανεπιστημιακές σπουδές (ο σαρκασμός του είναι τόσο εξόφθαλμος όσο και, συχνά, εσκεμμένα ανιαρός στις σχοινοτενείς Υποσημειώσεις και γενικότερα στις αναφορές του στον περίφημο Ντε Σέλμπυ) και ο οποίος εξέδωσε το πρώτο μυθιστόρημά του, το At Swim-Two-Birds, την ίδια χρονιά (1939) με το Finnegans Wake τού Τζόυς. Ο Μπερλής παραθέτει, εκτός από τους διάσημους θαυμαστές αυτού του πρώτου και αριστουργηματικού βιβλίου τού Ο’ Νόλαν – ανάμεσά τους ο Τζόυς, ο Μπόρχες, ο Ντύλαν Τόμας – και αρκετά περαιτέρω στοιχεία για το ανωτέρω κορυφαίο όσο και πρώιμο δείγμα τής μεταμοντερνιστικής γραφής. Αλλά αρκετά έως εδώ. Ο Πρόλογος θα είναι εκεί, όπως είπαμε, και μετά το πέρας τής (αναγνωστικής) απόλαυσης του χιούμορ, στην οποία μας προτρέπει, πολύ ορθώς ποιών, και ο μεταφραστής.
Η απόλαυση, μάλιστα, θα είναι διπλή και ταυτόχρονη, καθώς δεν απολαμβάνουμε μόνον το εξαιρετικό πνεύμα τού Ο’ Νόλαν επί χάρτου, αλλά και την τόσο φυσική απόδοση αυτού του πνεύματος στην ελληνική γλώσσα. Και πώς καταλαβαίνει κανείς αν αυτή η απόδοση είναι επιτυχής, όταν δεν έχει δει και, μάλιστα, δεν έχει αντιπαραβάλει λεπτομερώς τις μεταφρασμένες σελίδες με τις σελίδες τού πρωτοτύπου; Ένα κριτήριο θα μπορούσε να είναι η διατήρηση της ιδιοτυπίας τής διατύπωσης του κειμένου και στην δεύτερη γλώσσα, ιδιοτυπίας που παράγει νόημα υπερ-ρεαλιστικό αλλά διόλου ακατανόητο. Γιατί δεν είναι, βέβαια, μόνον οι λέξεις καθεαυτές που χρειάστηκε να βρει ή να εφεύρει ο μεταφραστής αλλά και οι υπερ-ρεαλιστικές συζεύξεις στις οποίες έπρεπε να τις συναρθρώσει. Έπρεπε, δηλαδή, να καταφέρει ώστε να μην προκύπτει ένα σύνηθες αλλά ένα ασυνήθιστο νόημα, μια ασυνήθιστα συνηθισμένη σύνταξη, με τον ίδιο ή ανάλογο τρόπο με τον οποίο αυτό γινόταν στην γλώσσα του πρωτοτύπου (θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε ως παράδειγμα το ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο: «Σε δεινή απορία και τρόμο προσπάθησα να κατανοήσω τις περιπλοκές όχι μόνο της υποκείμενης εξάρτησής μου και της αλυσιδωτής ανακεραιότητάς μου αλλά επίσης της επικίνδυνης συμπληρωματικότητάς μου και της δυσχεραντικής αναπομόνωσής μου»). Στα παραπάνω ας προστεθούν και οι συγγραφικές προθέσεις τής παρωδίας που κάνουν το αναληφθέν έργο ακόμη πιο δύσκολο αλλά και πιο διασκεδαστικό. Απαιτείται, λοιπόν, εδώ, εμπειρία (ζωής, χρήσης ευρύτατου φάσματος λεξιλογίου, μεταφραστικού μόχθου), γλωσσοπλαστική δεινότητα, απολύτως σωστό αίσθημα και των δύο γλωσσών, και, θα πρόσθετα, συγγενής ανατρεπτική ιδιοσυγκρασία. Είναι φανερό πως ο Άρης Μπερλής διασκέδασε πολύ μεταφράζοντας, τουλάχιστον τόσο όσο διασκεδάζει και ο αναγνώστης διαβάζοντας – μόνο που για τον μεταφραστή το ψυχικό όφελος είναι μεγαλύτερο, λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του στον χρόνο· μάλλον δίκαιο ακούγεται κάτι τέτοιο.
Θα ήθελα, παρεμπιπτόντως, να μάθω ποιοι ήταν οι στίχοι που αποδόθηκαν με εκείνους του Καβάφη και του Σεφέρη; Και ακόμα, μια προσωπική απορία: πόσο κοντά βρίσκεται ο Γιάννης Σκαρίμπας στο πνεύμα τού Ο’ Νόλαν;
Το έργο τού Ιρλανδού είναι πράγματι απίστευτα κωμικό αλλά και τραγικό συνάμα. Μία παρόμοια ιστορία, αλλά στερημένη από την κωμική της πλευρά, είχε γυριστεί στον κινηματογράφο, με πρωταγωνιστές τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και τον… Αν σας αποκαλύψω τον δεύτερο, θα βρείτε την ταινία και έτσι θα υποψιαστείτε το βασικό στοιχείο τής πλοκής τού βιβλίου. Διαβάστε, λοιπόν, πρώτα το βιβλίο και… διασκεδάστε το, επωφελούμενοι, παράλληλα, από τα κλέα μιας πρωτοποριακής ευφυΐας.
(*) H Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι Καθηγήτρια – Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο