Γράφει ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος
Με αφορμή μια παλιά συζήτηση που ξαναφούντωσε, σχετικά με τα όρια και την αυτολογοκρισία του συγγραφέα στο εφηβικό / νεανικό μυθιστόρημα έθεσα κάποια ερωτήματα στον ίδιο μου τον εαυτό.
Ερωτήματα που έχουν απαντηθεί από ειδικούς: δημιουργούς, ερευνητές, πανεπιστημιακούς, εδώ και δεκαετίες.
Κι όπως τα σκεφτόμουν τρόμαζα στην ιδέα, μετά από είκοσι χρόνια συγγραφής, εγώ να μην έχω πια τις ίδιες απαντήσεις που είχα όταν κυκλοφορούσε το πρώτο μου εφηβικό μυθιστόρημα το 1997, «Το ξύπνημα της φράουλας».
Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι ο συγγραφέας πρέπει ανεπηρέαστος να γράφει αυτό που τον νοιάζει, αυτό που καίει την ψυχή του, αυτό που θέλει να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη.
Τότε όμως, στο μακρινό 1997 σε μετα-εφηβική ηλικία κι εγώ, συγγράφοντας αγνοούσα την άποψη που θα μπορούσαν να έχουν για το έργο μου ο εκδότης, ο κριτικός, ο φιλόλογος, ο γονιός και αν αυτή έχει σημασία. Νοιαζόμουν μόνο για τον αναγνώστη, ο οποίος ήθελα στο κείμενο να βρει αλήθεια. Η άγνοια όμως από-ηρωποεί την έγνοια μου αυτή.
Το βιβλίο μου εκείνο μιλά για το ερωτικό ξύπνημα δυο εφήβων από το Γυμνάσιο μέχρι τον πρώτο χρόνο στο Πανεπιστήμιο. Στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό μου να μην αναφέρω και την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία. Σημασία για εμένα είχε το πώς θα την αναφέρω και τι αίσθηση θα μείνει στον αναγνώστη. Δεν μετάνιωσα που το έκανα ούτε και όταν ξέσπασαν κάποιες αντιδράσεις. Κι ο χρόνος με δικαίωσε.
Σήμερα, έχοντας μεγάλη θητεία στο χώρο, όταν γράφω γνωρίζω και περιμένω τις αντιδράσεις από τους ομότεχνους, την εκπαιδευτική κοινότητα, τα μμε κ.λ.π στο κείμενό μου. Δεν έχω πια το άλλοθι της άγνοιας. Επίσης σήμερα δεν είμαι εγώ έφηβος αλλά πατέρας εφήβων.
Τώρα είναι που πρέπει να βρίσκω τη δύναμη να αδιαφορώ. Να κλείνω τα αυτιά μου σε όσα ξέρω με βεβαιότητα ότι θα πουν αν ενοχληθούν κάποιοι. Ελπίζω πως το κάνω, γιατί ακόμη πάνω από όλα αγωνίζομαι ηρωικά, να είμαι αληθινός. Με τίμημα πολλές φορές βιβλία μου να μην είναι σε λίστες που προτείνουν σχολεία ή ενώσεις γονέων ή επιτροπές Υπουργείων. Ε, και; Το ζητούμενο είναι να τα προτείνουν οι νέοι, ο ένας στον άλλο.
Γιατί είναι τελικά εύκολο να γράψεις με στόχο την επιτυχία για ένα επίκαιρο θέμα, ακόμη κι αν δεν το ξέρεις, και να το προσεγγίσεις με τέτοιο τρόπο ηθικοπλαστικό και διδακτικό, που να αρέσει σε γονείς και καθηγητές. Το ίδιο εύκολο είναι να χρησιμοποιήσεις, ακόμη και εκεί που δεν το δικαιολογεί η δράση ή ο ήρωας βωμολοχία, βία, σκηνές σεξ, για να ελκυστικό στους νεαρούς αναγνώστες. Σίγουρες συνταγές για την επιτυχία. Είναι όμως Τέχνη αυτό ή κατασκευή; Έχει αλήθεια;
Φυσικά από την άλλη δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε ή να απαιτήσουμε από έναν εκπαιδευτικό να γνωρίσει στα παιδιά ένα έργο τέχνης που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τους θεσμούς, τους γονείς, την εκπαιδευτική ιεραρχία. Ο εκπαιδευτικός και το σχολείο ας κάνουν τη δουλειά τους όπως νομίζουν. Κι εμείς το ίδιο. Άλλωστε ο δρόμος για την ανακάλυψη της λογοτεχνικής απόλαυσης περνά αποκλειστικά μέσα από το σχολείο;
Φέρνω στο μυαλό μου συγγραφείς όπως ο Μπέρτζες ή ο Μπρούκς, διεθνώς καταξιωμένους για τα βιβλία τους για εφήβους και δεν μπορώ να φανταστώ ότι στην πλειοψηφία τους οι νεαροί αναγνώστες τους γνώρισαν μέσα από προτάσεις των σχολείων. Σίγουρα όχι. Ίσως κατ΄ εξαίρεση κάπου κάποιος καθηγητής να διάβασε στους μαθητές του κείμενά τους. Η πλειοψηφία όμως από άλλους δρόμους τους συνάντησε. Από τους δρόμους που συναντά τους εφήβους η αληθινή Τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της, είτε ως ροκ μουσική, εναλλακτικός κινηματογράφος, μοντέρνος χορός, εικαστικό δρώμενο, performance κ.λ.π. Κι όλοι θυμόμαστε πόση μαγεία έχει αυτή η πρώτη συνάντηση. Το Λύκειο άλλωστε, σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, από την ίδια τη σχέση του με τις εξετάσεις για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια θεωρεί κάθε τι που δεν οδηγεί σε αυτή άχρηστο.
Ίσως καλύτερα. Δεν θέλουμε λογοκριμένη λογοτεχνία για εξετάσεις αλλά αληθινή λογοτεχνία για αισθητική απόλαυση.