Γράφει η Άννα Κοντολέων
Όταν μπήκα στη διαδικασία να γράψω την άποψή μου σχετικά με τον αν αυτολογοκρίνονται οι συγγραφείς βιβλίων για εφήβους όταν γράφουν για θέματα τραυματικά, επικίνδυνα ή δύσκολα, προβληματίστηκα αν μπορώ πράγματι να συμμετέχω σ’ αυτή τη συζήτηση. Μέχρι τώρα νιώθω ότι δεν έχω καταπιαστεί με κάποιο από αυτά τα καυτά θέματα που αποτελούν πραγματικά ταμπού και δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη ή το δίλημμα να «λογοκρίνω» κάποια συγγραφική αναφορά ή επιλογή μου.
Και έτσι, αναπόφευκτα, προέκυψαν μέσα μου μια σειρά από ερωτήματα. Στη διαχείριση ποιων θεμάτων ίσως να αυτολογοκρινόμουν; Ποια θέματα θα χαρακτήριζα δύσκολα, τραυματικά ή επικίνδυνα;
Με δεδομένο ότι οι προσλαμβάνουσες που έχει σήμερα ένας έφηβος από το διαδίκτυο, τα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά ερεθίσματα, τα βιώματα και η τρέχουσα επικαιρότητα είναι πια ωμά και σκληρά, θα αφαιρούσα πολλά από τα θέματα που πριν 20 χρόνια θα είχαν μια σίγουρη θέση στη λίστα.
Με έρευνες που τοποθετούν το μέσο όρο ηλικίας έναρξης της σεξουαλικότητας στα 14, μπορεί στ’ αλήθεια να ισχυριστεί κανείς ότι το ξύπνημα της σεξουαλικότητας και οι πρώτες ερωτικές εμπειρίες αποτελούν «δύσκολο» θέμα; Πριν προλάβουμε εμείς οι συγγραφείς να γράψουμε για το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, ο έφηβος, στο κατώφλι των γυμνασιακών του χρόνων ήδη, έχει συχνά δοκιμάσει τα πάντα!
Για το bullying και τη σχολική βία έχει γίνει τόσος λόγος και εκστρατείες, που σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και απλές σχολικές διαμάχες αντιμετωπίζονται με τάσεις υπερβολής.
Η χρήση ναρκωτικών σε διαφόρων μορφών χάπια είναι τόσο συχνή που έχει γίνει συνώνυμη της χρήσης αλκοόλ.
Το aids είναι πια μια χρόνια νόσος και όχι μια θανατηφόρος ασθένεια και σε κάθε περίπτωση απασχολεί πολύ λιγότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα που βρίθουν μεταξύ των εφήβων.
Τα κορίτσια καταπίνουν συχνότερα το χάπι της επόμενης μέρας απ’ ότι καραμέλες.
Και τα παιδιά χωρισμένων οικογενειών τείνουν να αποτελέσουν τον κανόνα και όχι την εξαίρεσή του.
Ποια είναι λοιπόν σήμερα τα θέματα ταμπού που θα δυσκόλευαν έναν συγγραφέα στη διαχείρισή τους και θα τον έβαζαν στη διαδικασία ή έστω στο δίλημμα της αυτολογοκρισίας;
Η σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχληση ίσως; Η αναζήτηση σεξουαλικής ταυτότητας; Η ομοφυλοφιλία; Η αμφιφυλοφιλία; Η διεμφυλικότητα; Η κατάθλιψη; Οι αυτοκτονικές τάσεις; Ο σκοτεινός κόσμος του διαδικτύου;
Προτού αναρωτηθούμε αν αυτολογοκρινόμαστε όταν γράφουμε ένα κείμενο για εφήβους, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτολογοκρινόμαστε ήδη από την επιλογή του θέματος μας. Τι είναι, όμως, αυτό που μας κάνει να αποφεύγουμε κάποια θέματα; Ή έστω να μην τα επιλέγουμε; Πρόκειται πράγματι για κάποιας μορφής λογοκρισία;
Ο Μάνος Κοντολέων αναφέρει μεταξύ άλλων στο κείμενο με το οποίο ξεκίνησε αυτή η συζήτηση: «[…]Αν ο συγγραφέας δεν γράφει για να συνομιλήσει με ένα άλλον που βρίσκεται απέναντί του (στην περίπτωσή μας ένα παιδί ή έφηβο), αλλά με τον ίδιο του τον εαυτό… Πιο σωστά διατυπωμένο: αν διαχειρίζεται –με το πάθος αλλά και την σοφία του ενήλικου- ανοικτούς λογαριασμούς με την δική του νεότητα.»
Και πριν λίγο καιρό, σε μια ανάρτησή του, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου ανέφερε μεταξύ άλλων σχετικά με την έννοια του διδακτισμού (αρκετά σχετική πιστεύω με την έννοια και τις αιτίες της λογοκρισίας): «Όλα τα βιβλία, παιδικά και ενηλίκων, είναι διδακτικά, υπό την έννοια ότι –συνειδητά ή υποσυνείδητα- μαθαίνεις, ταυτίζεσαι, προβληματίζεσαι, γνωρίζεις εναλλακτικούς τρόπους χειρισμού καταστάσεων και ποικίλους τύπους συμπεριφορών, κ.ο.κ.[ …] Το να περιγραφεί μια κατάσταση μπορεί να είναι διδακτικό, το να περιγραφεί η ίδια κατάσταση σε παιδικό βιβλίο από την οπτική του ενήλικα, συνήθως είναι διδακτισμός…»
Συγκλίνουμε, λοιπόν, όλοι στην άποψη ότι οι συγγραφείς γράφουμε λίγο-πολύ από μια προσωπική ανάγκη για να συνομιλήσουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ναι μεν με τη σοφία και τη γνώση ενός ενήλικα, αλλά με την οπτική του παιδιού ή του εφήβου που υπάρχει ακόμα μέσα μας. Αυτός όμως ο έφηβος σε ποια περίοδο ζει και αναπνέει; Στην εποχή της δικής μας νεότητας ή στο σήμερα; Είναι σε θέση να ταυτιστεί με τον σύγχρονο έφηβο που ζει σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και δεν συγκλίνει πια παρά σε ελάχιστα σημεία με την περίοδο της δικής μας εφηβικής ηλικίας;
Βεβαίως χάσμα γενεών πάντοτε υπήρχε. Στην παιδική ηλικία της προηγούμενης γενιάς συγγραφέων δεν υπήρχε aids ή τα διαζύγια δεν ήταν και τόσο διαδεδομένα. Κι ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τους συγγραφείς να γράψουν γι’ αυτά τα θέματα συνομιλώντας με το παιδί μέσα τους στα βιβλία με τα οποία μεγάλωσε η δική μας γενιά.
Στην πλειονότητά τους, όμως, ούτε κι αυτοί καταπιάστηκαν με τραυματικά και επικίνδυνα θέματα από την παραπάνω λίστα, τα οποία ωστόσο και τότε υπήρχαν (π.χ. ομοφυλοφιλία, σεξουαλική παρενόχληση, κλπ).
Συνοψίζοντας, μιας και ο χώρος μου τελείωσε, θα έλεγα ότι εντοπίζω μια αυτολογοκρισία κατ’ αρχήν στην επιλογή των θεμάτων, που οφείλεται ενδεχομένως τόσο στο διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα γενεών και στους προσωπικούς προβληματισμούς και ανοιχτούς λογαριασμούς των συγγραφέων, όσο και σε μια θεματική που στην ελληνική κοινωνία ανέκαθεν αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ταμπού.