Γράφει ο Βασίλης Παπαθεοδώρου
Θυμάμαι τον εαυτό μου στα πρώτα μου βήματα στο χώρο του βιβλίου, να είμαι αρκετά επιφυλακτικός ως προς το ποιες λέξεις «έπρεπε» κατά τη γνώμη μου να χρησιμοποιήσω και πότε. Είχα ένα δισταγμό, προφανώς μη γνωρίζοντας και μη έχοντας μάλλον αποκρυσταλλώσει άποψη για το αν υπάρχουν κάποια όρια που δεν «επιτρεπόταν» να υπερβώ και ποια ήταν αυτά. Μάλιστα, στο «Άλφα», όπου ο πρωταγωνιστής είναι παραβατικός και δικαιολογείται να μιλά αργκό, ξεπέρασα το πρόβλημα με ένα τέχνασμα, του να προσπαθεί να εναντιωθεί στον πατέρα του, που μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, μη χρησιμοποιώντας ο ίδιος βωμολοχίες. Τέχνασμα που προφανώς εξαντλήθηκε από την πρώτη χρήση του. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβα πως αυτό ήταν λάθος μου, ένα κόλλημα δικό μου και ξεπέρασα αυτούς τους λίγους δισταγμούς, κατανοώντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία ή μυθοπλασία αν δεν είναι πρωτίστως πειστική, αν δε βάζει τον αναγνώστη στη θέση των ηρώων, στις καταστάσεις που ζούνε και στον τρόπο που εκφράζονται. Το μόνο πλέον που προσέχω είναι να μην χρησιμοποιούνται οι προαναφερόμενες καταστάσεις κι εκφράσεις ως μέσα εντυπωσιασμού, ως κλείσιμο του ματιού στον έφηβο αναγνώστη, ότι να, εδώ είμαι, μιλώ σαν και σένα, είμαι ένας από εσάς. Κοινώς να μην υπάρχουν εξυπνακισμοί, επίτηδες βαλμένες λέξεις και υπέρβαση της αισθητικής, ροής και σκοπού του βιβλίου, απλά και μόνο για να προκαλέσουν. Όχι πρόκληση για την πρόκληση δηλαδή. Το να πει ένας έφηβος πρωταγωνιστής μια φορά τη λέξη «μαλάκας» δεν λέει κάτι. Το να τη λέει συνέχεια, ούτε αυτό πάλι λέει κάτι. Οι συγκεκριμένες λέξεις πρέπει να εξυπηρετούν κάτι στο έργο, όπως και κάθε άλλη λέξη βέβαια. Όλα είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους στην υπηρεσία του συνόλου.
Το θέμα όμως στις μέρες μας είναι πλέον και να μην αυτολογοκρίνονται οι συγγραφείς νεανικής λογοτεχνίας από φόβο μην τυχόν και δεν διαβαστούν τα βιβλία τους, δεν αγοραστούν από ενήλικες ως δώρα σε εφήβους ή δεν μπουν σε σχολεία. Προσωπικά είμαι αντίθετος με την ασφυκτική σχέση λογοτεχνίας-εκπαίδευσης ή μάλλον με το πνίξιμο της πρώτης από τη δεύτερη. Δε με αφορά αν κάποιο βιβλίο μου δεν μπει σε τάξη, δεν γράφω βοήθημα για ένα θέμα. Η λογοτεχνία υποχωρεί και αυτοακυρώνεται αν υπάρχουν αυτές οι σκέψεις. «Ξέρετε, δεν μπορούμε να συστήσουμε αυτό το βιβλίο στα παιδιά, λόγω λεξιλογίου», έχω ακούσει αρκετές φορές να λέγεται για κάποια από τα δικά μου νεανικά μυθιστορήματα. «Δεν πειράζει, μην το συστήνετε», είναι πάνω-κάτω η δική μου απάντηση. Πρέπει να γίνει κατανοητό το αυτονόητο: Πως η λογοτεχνία απελευθερώνει, δεν περιορίζει. Κι αυτό ισχύει τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους συγγραφείς. Αντιλαμβάνομαι μεν πως πολλοί έχουν στο μυαλό τους το είδος εκείνο της λογοτεχνίας που διδάσκει ή χειραγωγεί, έναν έντυπο δάσκαλο δηλαδή, αλλά αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο. Διδακτισμός και καθωσπρεπισμός χτίζουν μια ψευτολογοτεχνία, η οποία εν πολλοίς γίνεται αντιληπτή από τα παιδιά, που εν τέλει την απορρίπτουν.
Ένα άλλο σημείο το οποίο θα χαρακτήριζα ως έμμεση αυτολογοκρισία είναι η γενικευμένη τάση που θέλει τα εφηβικά/νεανικά βιβλία να έχουν ένα είδος happy end, να αποπνέουν αισιοδοξία. Και είναι τόσο υποδόρια αυτή η αύρα που έχει περάσει και σε σκεπτικά αρκετών επιτροπών. Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να είναι πάση θυσία αισιόδοξα; Δεν αποτελεί αυτό μια μορφή στρέβλωσης;
Παρακολουθώντας και τις τάσεις στο εξωτερικό, όσο γίνεται, παρατηρώ μιαν ουσιώδη διαφορά μεταξύ ελληνικών και ξένων κειμένων, διαφορά που τείνει κάπως να μειωθεί. Τα ξένα κείμενα διαπνέονται από έναν αέρα πουριτανισμού, καθώς δεν συνηθίζονται βωμολοχίες, αλλά περιγράφουν καταστάσεις ενίοτε σκληρές (αυτοκτονία, αιμομιξία, καρκίνο, κλπ…). Τα ελληνικά κείμενα –φυσικά με τις εξαιρέσεις τους, μιλάμε για τάση- τείνουν να αποφεύγουν σκληρές θεματολογίες, δείγμα συντηρητισμού, αλλά χρησιμοποιούν με ευκολία βωμολοχίες. Τον τελευταίο καιρό βέβαια εισέρχεται όλο και πιο έντονα η σκληρή θεματολογία στα ελληνικά βιβλία.
Για να επανέλθω λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: Όχι, δεν αυτολογοκρίνομαι. «Αυτοκρίνομαι» όμως, εάν αυτό που θα γράψω είναι συνεπές, αν έχει κάτι να πει, αν βάζει ένα λιθαράκι στην πορεία μου τουλάχιστον, αν είναι καλαίσθητο. Γιατί όπως είπα και προηγουμένως, δεν γίνεται να πετάξεις με τη λογοτεχνία αν έχεις αλυσίδες να σε κρατούν στο έδαφος.