Αφιέρωμα: Αυτολογοκρίνομαι όταν γράφω για εφήβους;(2.Πολυχρόνης Κουτσάκης)

0
727

Γράφει ο Πολυχρόνης Κουτσάκης

Πρόσφατα κυκλοφόρησε (εκδόσεις Πατάκη) το καλύτερο εφηβικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει, το “Κάθε μέρα άλλος” του David Levithan. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο ονομάζεται Α και δεν ξέρει ούτε το ίδιο τι ακριβώς είναι. Ουσιαστικά ο/η A είναι πνεύμα. Κάθε πρωί ξυπνάει στο σώμα και στη ζωή ενός διαφορετικού ανθρώπου. Ποτέ δεν ξέρει από πριν ποιο θα είναι το άτομο μέσα στο οποίο θα βρεθεί. Αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι, λευκός ή μελαμψή, ποια θα είναι η ψυχολογική του/της κατάσταση. Το έχει αποδεχτεί όμως, έχει ορίσει μάλιστα και τους κανόνες: δε δένεται πολύ, μένει διακριτικά στη ζωή των άλλων και δεν ανακατεύεται στην καθημερινότητα που μοιράζεται για μία μόνο μέρα. Ώσπου ένα πρωί ξυπνάει στο σώμα ενός αγοριού και γνωρίζει την κοπέλα του αγοριού. Τότε νιώθει ότι βρήκε επιτέλους κάποιον με τον οποίο θέλει να είναι μαζί. Κάθε μέρα. Κι έτσι πρέπει πια, σε όποιο σώμα κι αν ξυπνήσει την επόμενη μέρα, να ψάξει να ξαναβρεί αυτό το κορίτσι. Και έχει μόνο μία μέρα για να περάσει μαζί της.

Ξεκινάω το κείμενό μου παρουσιάζοντας εν συντομία την υπόθεση αυτού του υπέροχου βιβλίου, για να τονίσω ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να διαβάζουν ενδιαφέρουσες ιστορίες – όχι απαραίτητα ιστορίες που τους κάνουν να αισθάνονται όμορφα. Ιστορίες με χαρακτήρες τους οποίους να καταλαβαίνουν – όχι oπωσδήποτε να ταυτίζονται μαζί τους, αλλά να τους καταλαβαίνουν. Με την καταπληκτική ιδέα που είχε ο Levithan δημιούργησε έναν χαρακτήρα τον οποίο μπορεί να καταλάβει κάθε έφηβος/η. Οι αναλογίες είναι προφανείς: οι έφηβοι ξυπνούν κάθε μέρα σε ένα σώμα διαφορετικό, ένα σώμα διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης μέρας. Ξυπνούν κάθε μέρα χωρίς να έχουν απόλυτο έλεγχο πάνω στην διάθεσή τους, που είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη. Τους είναι συχνά δύσκολο να δεθούν, αλλά ψάχνουν – κι ας μην το λένε – ένα πρόσωπο που θα ερωτευτούν πολύ. Συχνά, όταν βρουν αυτό το πρόσωπο, ανακαλύπτουν πως δεν μπορούν να είναι μαζί. Και αρκετοί μπορεί να μην νιώθουν ακόμα απολύτως βέβαιοι για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Οι αναλογίες είναι προφανείς, αλλά ταυτόχρονα δευτερεύουσες. Το σημαντικό είναι πως η ιστορία είναι πολύ τραβηχτική. Πως οι έφηβοι αγάπησαν πολύ αυτό το βιβλίο γιατί όπως όλοι οι άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν τραβηχτικές ιστορίες με ενδιαφέροντες χαρακτήρες.

Το “Κάθε μέρα άλλος” ακουμπάει αρκετά σκοτεινά θέματα που αφορούν τους εφήβους. Πολλά άλλα εφηβικά βιβλία που εκδίδονται σήμερα σε ΗΠΑ και Αγγλία πιάνουν ακόμα σκοτεινότερα θέματα: κακοποίηση, αυτοτραυματισμός, αρρώστιες, κατάθλιψη, θάνατος, εθισμός σε ουσίες, σεξουαλική καταπίεση, αυτοκτονικές τάσεις. Και αντί να απωθείται από τα θέματα αυτά, το εφηβικό αναγνωστικό κοινό αυξάνεται συνεχώς, διότι πολλά από τα βιβλία είναι καλογραμμένα, και οι έφηβοι ανοίγοντάς τα βρίσκουν μέσα ενδιαφέρουσες ιστορίες, χαρακτήρες τους οποίους καταλαβαίνουν.

Στην Ελλάδα τα λεγόμενα “σκοτεινά θέματα” στην εφηβική λογοτεχνία εμφανίζονται στην μειοψηφία των βιβλίων. Η αίσθηση που έχω είναι ότι η πλειοψηφία των εφηβικών βιβλίων απευθύνεται περισσότερο στην πρώτη εφηβική ηλικία (10-14) απ’ ότι στις ηλικίες 15-19. Είναι αυτό προϊόν αυτολογοκρισίας; Υπάρχει μια τάση να αποφεύγουμε στην Ελλάδα θέματα που θεωρούνται τραυματικά, επικίνδυνα ή δύσκολα; Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον και νομίζω πως δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα ναι ή με ένα όχι. Αν κάποιος κοιτάξει μονάχα την θεματολογία των βιβλίων πιθανόν να κλίνει προς μια θετική απάντηση, παρά την ύπαρξη και κάποιων εξαιρέσεων που μιλούν για πιο δύσκολα θέματα. Όμως μια βεβιασμένη θετική απάντηση θα αγνοούσε τον τρόπο ζωής της ελληνικής κοινωνίας και το γεγονός ότι ακόμα και μέσα στην τραγικότητα της κρίσης η Ελλάδα παραμένει (δεν ξέρω για πόσο ακόμα, βέβαια) μια πολύ πιο “φωτεινή” χώρα από άλλες χώρες της Ευρώπης και της αμερικάνικης ηπείρου, μια χώρα που δίνει, σχεδόν αθελά της, περισσότερες διεξόδους στους ανθρώπους της.

Πιστεύω πως οι Έλληνες συγγραφείς εφηβικής λογοτεχνίας έχουμε στα χέρια μας ένα δώρο που δεν θα θέλαμε να το έχουμε, αλλά πάντως το δώρο είναι εκεί. Το δώρο είναι η ανυπαρξία, δυστυχώς, προς το παρόν, μεγάλου αναγνωστικού κοινού. Η αναγνωστική έκρηξη στην εφηβική λογοτεχνία που συμβαίνει στο εξωτερικό δεν έχει φθάσει ακόμα στην Ελλάδα, παρόλο που τα πράγματα διαρκώς βελτιώνονται χάρη στις συγκινητικές προσπάθειες Ελλήνων εκδοτών να φθάσουν τα βιβλία και οι συγγραφείς κοντά στους εφήβους. Η έλλειψη μεγάλου αναγνωστικού κοινού μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, ώστε να πειραματιστούμε, οι συγγραφείς και οι εκδότες, με πιο δύσκολα θέματα και να απευθυνθούμε έτσι σε μεγαλύτερο κοινό. Αυτά τα “σκοτεινά” θέματα αποτελούν πραγματικότητα στην ζωή σημαντικού αριθμού εφήβων, άρα στην ζωή όλων, αφού και οι υπόλοιποι τα βλέπουν δίπλα τους. Ο λόγος είναι ότι οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τον έλεγχο της παρόρμησης αργούν να αναπτυχθούν επαρκώς (αυτό συμβαίνει μετά την ενηλικίωση, όπως έχει αποδειχθεί επιστημονικά) με συνέπεια οι έφηβοι να επηρεάζονται πάρα πολύ από το κοινωνικο-συναισθηματικό περιβάλλον τους και να οδηγούνται σε εσφαλμένες, ακόμα και καταστροφικές επιλογές.

Οπότε, ο τρόπος που οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα (άσχετα αν τελικά τα καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν ή όχι) μπορεί να δώσει απαντήσεις/ δύναμη/έμπνευση και στους αναγνώστες εφήβους για να σταθούν όρθιοι απέναντι στις δικές τους προκλήσεις. Ιδανικά, μπορούν τα βιβλία αυτά να διαβαστούν και από τους εφήβους και από τους γονείς τους, και να βοηθήσουν στην καλύτερη αλληλοκατανόησή τους.

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα: Αυτολογοκρίνομαι όταν γράφω για εφήβους;(1.Μάνος Κοντολέων)
Επόμενο άρθροΠέντε περιοδικά που επιμένουν (Σπ.Κακουριώτης, Γ.Ν.Μπασκόζος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ