Του Λευτέρη Παπαλεοντίου.
Ύστερα από πέντε ποιητικές συλλογές των χρόνων 1973-1987, ο Λούης Περεντός (γενν. 1948) εξέδωσε πιο πρόσφατα, ύστερα από είκοσι περίπου χρόνια σιωπής, μια έκτη συλλογή (Αγάπες του απόλυτου, 2008). Με το νέο βιβλίο του επιβεβαιώνει ότι εξακολουθεί να καλλιεργεί έναν λόγο ποιητικής ωριμότητας, προωθώντας τη γραφή του πιο πέρα από το «στρατευμένο», υψηλών τόνων γράψιμο των πρώτων πέντε βιβλίων του.
Τα Ονόματα της νύχτας, ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, είναι αφιερωμένα στη μνήμη του Φοίβου Σταυρίδη, που πρόλαβε και είδε τα ποιήματα αυτά και βοήθησε στο ξεδιάλεγμά τους. Τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο, αν και έχουν σχετική αυτοτέλεια, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σπόνδυλοι μιας ενιαίας ποιητικής σύνθεσης. Ο ποιητής, εκκινώντας από προσωπικές στιγμές και αγαπημένα πρόσωπα, ξανοίγεται συχνά από το ιδιωτικό στο συλλογικό, αλλά κινείται και αντίστροφα· μέσα από τα αιώνια και οικουμενικά θέματα της λογοτεχνίας, εστιάζει τον φακό του στο προσωπικό και το ειδικό.
Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου δεσπόζει η παρούσα απουσία της μάνας, που εξακολουθεί να παρακολουθεί ευεργετικά και να στοιχειώνει τη ζωή του ποιητικού ήρωα. Από την ενότητα αυτή ξεχωρίζουμε το δεύτερο ποίημα: «Μάνα / τι έχεις κι έρχεσαι τις νύχτες / γρατζουνάς απαλά τα παντζούρια / μιλάς λέξεις που δεν ακούγονται; // Δεν βρήκες το κλειδί στη γλάστρα / να μπεις με τ’ αλαφρό σου βάδισμα / να μου χαϊδέψεις το μέτωπο;», κτλ.
Διατρέχοντας και τα υπόλοιπα ποιήματα του βιβλίου, δεν θα συναντήσουμε παρά ελάχιστες ρεαλιστικές ή αναγνωρίσιμες σημάνσεις, που παραπέμπουν σε υπαρκτά πρόσωπα και πράγματα. Ο ποιητής επιλέγει να κινηθεί ανάμεσα σε φευγαλέες εικόνες, για να δείξει τη ρευστότητα των πραγμάτων, τη ζωή που κυλά και φεύγει. Συχνά προκρίνει μια αφαιρετική γραφή, τη γλώσσα της μεταφοράς και μάλιστα τη μεταφορική προσωποποίηση, δίνοντας μορφή και φωνή σε άψυχα αντικείμενα. Μέσα από τέτοια απτά αντικείμενα επιχειρεί να υποβάλει την απόγευση ψυχικών διαθέσεων και καταστάσεων, το βάρος του χρόνου, τη σκιά του θανάτου, την απουσία και τη μοναξιά, τη διάψευση και τη θλίψη.
Με εξαιρετικά ευαίσθητες εικαστικές αποτυπώσεις, συσσωρεύει μνήμες και εικόνες, σμίγει το πραγματικό με το φανταστικό, το παρελθόν με το παρόν. Με αφαιρετικές γραμμές και με τη συμβολή της μεταφορικής προσωποποίησης, σκιαγραφεί την πορεία της Κύπρου στον χρόνο, τις ιστορικές περιπέτειες και τις αντοχές της («Κύπρις το Μοιραίον»). Αν δεν κάνω λάθος, είναι η μοναδική φορά σ’ όλο το βιβλίο που συναντούμε ρητή αναφορά στην Κύπρο. Αλλού, προτάσσοντας ως επιγραφή τη ρήση της βρετανίδας σχεδιάστριας μόδας Vivienne Westwood «There is not progress in art» (που παραπέμπει στην παλίμψηστη γραφή του Σεφέρη: «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη») και αναπαράγοντας ή αναπλάθοντας δικά της λόγια από τηλεοπτική συνέντευξη, ο ποιητής σημειώνει: «δεν μένει τίποτα / όλα μια χίμαιρα ακίνητη / η νέα ζωή δεν ήρθε ακόμη / η νέα γη δεν βρέθηκε πουθενά / η ομορφιά δεν είναι στην εικόνα / ο θάνατος δεν κοιμάται στα κοιμητήρια».
Από τα πιο δυνατά και ολοκληρωμένα ποιήματα του βιβλίου κρίνεται το άτιτλο «[Αφού θες ν’ ακούσεις…]», στο οποίο δηλώνεται ρητά ότι: «Την Αλήθεια δεν την βρήκε κανείς / άσε τι λένε οι σοφοί και οι θρησκείες». Ακολούθως παρακολουθούμε την Αλήθεια προσωποποιημένη και μεταμορφωμένη, να σεργιανίζει ανάμεσα στον κόσμο και να παραμένει ταυτόχρονα απροσπέλαστη και μυστηριώδης, γοητεύοντας και σοκάροντας ταυτόχρονα όσους είναι πρόθυμοι να την αναζητήσουν: «η Αλήθεια μεταλλάσσεται κάθε λεπτό / βγαίνει σεργιάνι στις αθέατες γειτονιές / ανακαλύπτει τρόπους για να σοκάρει / κυκλοφορεί με ρούχα δανεικά / φτιασιδωμένη κι αδιάφορη / σέρνοντας το πεινασμένο σκυλί της / μίλια μακριά. / Μάθε πως έβγαλε και βιβλίο / μπεστ σέλλερ το βαφτίσανε / και κάναν τα παλούκια τους χρυσά / όσοι δεν είχαν Θεό και Δαίμονα / την κάναν και ταινία / να βλέπουν οι νέοι και να φοβούνται / το φως που δεν τους ανήκει / τους φίλους που δεν γνώρισαν / την αγάπη που ψάχνεται σαν ερωμένη / σε πάρκα εφήμερα και σκοτεινά».
Ήδη με το προηγούμενο βιβλίο του Λούη Περεντού (Αγάπες του απόλυτου, 2008) διαπιστώνεται ότι η ποιητική γραφή του βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της. Ενδεχομένως ορισμένα κείμενα της τελευταίας συλλογής να μας μιλούν λιγότερο ή δίνουν την εντύπωση ότι μένουν κάπως ανολοκλήρωτα ή μετέωρα. Ωστόσο, από τις πιο καλές στιγμές της συλλογής (ανάμεσα σ’ άλλα, ξεχωρίζουμε τα: «Μάνα», «Κύπρις το Μοιραίον», «Η σιωπή δεν είναι υπόθεση εύκολη», «Κάποτε πρέπει να λέμε αντίο», «Η απόλυτη μοναξιά», «Αφού θες ν’ ακούσεις», «Έχω μέσα μου έναν Θεό», «There is not progress in art»), θα μπορούσε κάποιος να κατατάξει τον Λούη Περεντό ανάμεσα στους πιο αξιόλογους κύπριους ποιητές της γενιάς του και να αναθεωρήσει, ώς ένα βαθμό, την εκτίμηση ότι η «Γενιά της Εισβολής» σπαταλήθηκε και αναλώθηκε στη θεματική του 1974.
INFO: Λούης Περεντός, Ονόματα της νύχτας, Λάρνακα 2012, σελ. 56.