“Αυτή τη νύχτα την είδα” (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
541

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

Αν και θεωρείται ο κορυφαίος σύγχρονος συγγραφέας της Σλοβενίας και ένας από τους δημοφιλέστερους πεζογράφους της Κεντρικής Ευρώπης, ο Ντράγκο Γιάντσαρ τώρα γίνεται γνωστός και στη χώρα μας μέσα από το μυθιστόρημά του «Αυτή τη νύχτα την είδα» (εκδ. Καστανιώτη), το οποίο έχει λάβει, μεταξύ άλλων, και το γαλλικό Βραβείο Καλύτερου Ξενόγλωσσου Βιβλίου το 2014. Ο συγγραφέας (γεννήθηκε το 1948 και ζει στη Λουμπλιάνα) μας δίνει μια δυνατή γεύση  από τη χώρα του που ελάχιστα γνωρίζουμε, τη βορειότερη αυτών που συνιστούσαν την πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία και με ισχυρές μνήμες από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στην οποία ανήκε έως το 1918. Οι μνήμες αυτές βέβαια σκιάζονται από εκείνες, τις οδυνηρές, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι αντιστασιακές δυνάμεις συγκρούονται άγρια με τις δυνάμεις κατοχής και η βία είναι συχνά αυθαίρετη και ξεπερνά τα όρια της παράνοιας.

Ο Γιάντσαρ περιγράφει μια σκληρή και σκοτεινή εποχή, τότε που οι άνθρωποι ήταν συνεχώς ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, «συνεχώς σε εκείνη την ώρα που δεν ξέρεις αν είναι νύχτα ή ημέρα. Όταν στη μια μεριά υπάρχει ακόμα ο μηνίσκος της σελήνης κι από την άλλη ανατέλλει ήδη ο ήλιος», όπως αναφέρει γλαφυρά ένας από τους ήρωες πολλά χρόνια αργότερα. Το οπισθόφυλλο μας πληροφορεί ότι το πολυφωνικό «Αυτή τη νύχτα την είδα» βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Αυτά αφορούν τη στυγερή δολοφονία μια νύχτα του Γενάρη του 1944 ενός ζευγαριού μεγαλοαστών πάμπλουτων, της Βερόνικα και του Λέο Ζάρνικ, από μια ομάδα παρτιζάνων, που είχαν μάλιστα δεχτεί ποικίλες βοήθειες εκ μέρους τους, χωρίς πάντα να το γνωρίζουν οι ίδιοι. Το γεγονός προκάλεσε θρύλους και, πάντως, άφησε  μνήμες, αμφιβολίες και ενοχές στα εμπλεκόμενα με τον έναν ή άλλον τρόπο πρόσωπα, τα οποία μας αφηγούνται τα καθέκαστα σε πρώτο πρόσωπο.

Στο επίκεντρο λοιπόν των πέντε αφηγήσεων βρίσκεται η Βερόνικα και ο παράλογος θάνατός της. Μέσα από τις αφηγήσεις χτίζεται η προσωπικότητά της, δομείται συνολικά η υπόθεση και επιπλέον φωτίζεται μια ταραγμένη εποχή, στην οποία βρίσκονται και οι ρίζες πολλών μεταγενέστερων παθών για την ευρύτερη περιοχή. Τους αφηγητές, τη ζωή των οποίων έχει ανατρέψει ο πόλεμος, στοιχειώνουν οι  μνήμες και οι τύψεις που διατηρούν από τη Βερόνικα. Πρόκειται για μια αντισυμβατική και εκκεντρική γυναίκα, όμορφη, ελκυστική, μοιραία, με έντονο το αίσθημα της ελευθερίας. Ένα σαγηνευτικό πλάσμα που αγαπά και αγαπιέται. Αλλά δεν μπορεί να αγαπάμε όλους σε καιρό πολέμου, μάλλον πιστεύει περισσότερο στον ανθρωπισμό του καθενός. Είναι ένα πρόσωπο που βρέθηκε σε λάθος χρόνο και σε λάθος τόπο. Προσφέρει εύκολα τη βοήθεια της, χωρίς συναίσθηση των κινδύνων που ελλοχεύουν λόγω των ακραίων πολιτικών συνθηκών. Μεγαλοαστή, η Βερόνικα είναι παντρεμένη με τον ζάμπλουτο επιχειρηματία Λέο Ζάρνικ, ο οποίος της κάνει όλα τα χατίρια προκειμένου να είναι ευτυχισμένη και να την κρατά κοντά του. Οι συνήθειές της ξεπερνούν την εποχή της. Έχει σπουδάσει στο Βερολίνο, ακούει Μπετόβεν, οδηγεί μοτοσικλέτα, πιλοτάρει αεροπλάνο. Έχει στο σπίτι της έναν μικρό αλιγάτορα που τον βγάζει βόλτα στους δρόμους της Λουμπλιάνα, αλλά του έκαναν ευθανασία γιατί δάγκωσε τον Λέο. Κάποια στιγμή θέλησε να μάθει ιππασία. Ο σύζυγός της της αγόρασε ένα υπέροχο άλογο και προσέλαβε τον καλύτερο Σέρβο αξιωματικό του ιππικού, τον Στέβαν Ραντοβάνοβιτς, για να την εκπαιδεύσει.

Ο τελευταίος είναι και ο πρώτος αφηγητής. Ενταγμένος στις αντιστασιακές δυνάμεις με το μέρος του εξόριστου βασιλιά, οι οποίες συγκρούστηκαν στα βουνά με τους ανθρώπους του Τίτο (ο στρατάρχης αναφέρεται με υποτιμητικά, χλευαστικά σχόλια), συμμάχησαν με τους Γερμανούς  και μετά τη συμμαχική νίκη βρέθηκαν σε κατάσταση αιχμαλωσίας από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, διηγείται τη γνωριμία και τον παθιασμένο έρωτά του με τη Βερόνικα. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της σχέσης τους κι εκείνη παράτησε τον άνδρα της, ο Στέβο, έχοντας απολέσει «την τιμή του αξιωματικού»,  μετατέθηκε δυσμενώς σε μια καταθλιπτική μικρή πόλη στη Νότια Σερβία. Εκείνη δεν αντέχει την περιορισμένη ζωή εκεί και μετά από ένα διάστημα επιστρέφει στον σύζυγό της, αφήνοντας τον Στέβο σε βαθειά απελπισία να βλέπει τον κόσμο του κομματιασμένο. Στο μεταξύ, ο Λέο έχει αγοράσει έναν παραμυθένιο πύργο στη βόρεια Σλοβενία, μέσα στον οποίο, ενώ ο Πόλεμος μαίνεται, η ζωή συνεχίζεται κανονικά, με πλουσιοπάροχα δείπνα, μουσικές και ποιητικές βραδιές, καλεσμένους καλλιτέχνες, εξέχουσες προσωπικότητες, αλλά και Γερμανούς αξιωματικούς.

Στην καρδιά της ιστορίας μπαίνουμε με την δεύτερη αφήγηση, από την πλευρά της μητέρας της Βερόνικα, η οποία, από ένα διαμέρισμα πια στη Λουμπλιάνα και «συνομιλώντας» με τον νεκρό σύζυγό της, ζει με το βασανιστικό ερώτημα του τι απέγιναν η κόρη της και ο γαμπρός της. Της είπαν ότι έφυγαν μαζί με τους επισκέπτες. Θυμάται εκείνο το μοιραίο χιονισμένο βράδυ του΄44 στον πύργο Ποντγκόρσκο, αλλά δεν γνωρίζει ότι το ζευγάρι απήχθη από τους κομμουνιστές αντάρτες, εκτελέστηκε στο κυνηγετικό περίπτερο μέσα στο δάσος και μάλιστα η Βερόνικα υπέστη ένα φρικτό ομαδικό βιασμό.

Δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας αναπτύσσει την πλοκή, δίνοντας σταδιακά πληροφορίες στον αναγνώστη (κάποιες φορές με περιττές επαναλήψεις), ανεβάζοντας την αγωνία του. Τη σκυτάλη για την τρίτη αφήγηση λαμβάνει ο στρατιωτικός Γερμανός γιατρός, ονόματι Χορστ, απόστρατος πια στο Μόναχο, ο οποίος προσπαθεί να προφυλάσσει πια τον εαυτό του από τις κακές αναμνήσεις. Ωστόσο, ένα γράμμα στέκεται αφορμή για να θυμηθεί τον πλατωνικό έρωτα που είχε με τη Βερόνικα, που έριχνε βέλη στις αντρικές καρδιές, και βέβαια τις λαμπρές βραδιές στον πύργο, όπου ήταν πάντα καλεσμένος. Για χάρη της και μόνο, είχε δεχτεί να μεσολαβήσει στην Γκεστάπο,  ώστε να αφεθεί ελεύθερος ένας εργάτης του πύργου, ο Γέρανεκ, ύποπτος για συνεργασία με τους παρτιζάνους. Ο Γέρανεκ, όπως φαίνεται από τις επόμενες αφηγήσεις, τη δική του και της αγαπημένης καμαριέρας του πύργου Γιόζι, είχε όντως στρατολογηθεί στην κομμουνιστική αντίσταση. Σε αυτόν είχε ανατεθεί να είναι το «μάτι» και το «αυτί» στον πύργο. Αυτός ευθύνεται για τη διόγκωση της υποψίας ότι οι Ζάρνικ ήταν συνεργάτες των κατακτητών (επειδή τους καλούσαν στον πύργο) και ειδικά η Βερόνικα πόρνη των Γερμανών. Οι παρτιζάνοι πίστευαν ότι οι Ζάρνικ παίζουν διπλό παιχνίδι, επειδή βοηθούσαν έμπρακτα τους αντάρτες, με τροφή, τυπογράφο κ.λπ., ίσως «για να τα έχουν καλά με όλους».

Ο Γέρανεκ εμφανίζεται αγνώμων από τη Γιόζι, καθώς η Βερόνικα ήταν αυτή που φρόντισε να σωθεί και η αρραβωνιαστικιά του από σοβαρή αρρώστια. Στην αφήγησή του, που κλείνει και το βιβλίο, γέρος πια και βλέποντας τους συναγωνιστές του να φεύγουν από τη ζωή, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την εφιαλτική νύχτα της εκτέλεσης και τον δικό του καθοριστικό ρόλο, αλλά με ένα αίσθημα μετάνοιας. «Νομίζω πως τα θαλασσώσαμε λιγάκι», αλλά «ήμασταν νέοι και τρελαμένοι από τις αδιάκοπες μάχες, μας κυνηγούσαν σαν να ήμασταν αγρίμια, έπρεπε να ανταποδώσουμε αμείλικτα τα χτυπήματα». Για την επιχείρηση στο Ποντγκόρσκο, «δεν είχαμε γερές αποδείξεις», αλλά έπρεπε «να κοπεί η επικοινωνία μεταξύ των ντόπιων προδοτών και του κέντρου των κατακτητών».

Με την εξαίρετη μετάφραση της Λόϊσκας Αβαγιανού, ο Σλοβένος συγγραφέας δίνει συνταρακτικές εικόνες εκείνου του παράφρονα καιρού, όπου δεν χρειαζόταν καμιά λογική αιτία και το ταξικό μίσος, αλλά κι εκείνο μεταξύ των εθνοτήτων της περιοχής, ήταν υπέρμετρο. Ο ρεαλισμός του βρίσκεται περισσότερο στην ψυχολογική αντίληψη παρά στην αφήγηση και στην ενσάρκωση της μνήμης, τόσο της προσωπικής όσο και της συλλογικής που επεκτείνεται με υπόγειους τρόπους. Η κεντρική ηρωίδα του, η Βερόνικα, σαν ένα σύμβολο, αντιπροσωπεύει τη ζωή, την ομορφιά, την ελευθερία και την αθωότητα που δεν υπάρχει πια.  Ο καθένας αισθάνεται ένοχος επειδή δεν την προστάτευσε. Αλλά κανείς δεν θέλει να κοιτάξει βαθιά μέσα του για το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί.

Φαντάζει σοφή η σκέψη του Γερμανού γιατρού: «Ζούμε σε καιρούς όπου αξίζουν σεβασμό μονάχα όσοι ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν, ακόμα και να θυσιαστούν για τις κοινές ιδέες. Έτσι σκέφτονται και οι νικητές και οι νικημένοι. Κανείς δεν εκτιμά τους ανθρώπους που ήθελαν μονάχα να ζήσουν. Που αγαπούσαν τους άλλους ανθρώπους, τη φύση, τα ζώα, τον κόσμο, κι ένιωθαν ωραία με όλ΄ αυτά»

 

 

info: «Αυτή τη νύχτα την είδα» Ντράγκο Γιάντσαρ, εκδόσεις «Καστανιώτη», μτφρ. Λόϊσκα Αβαγιανού, σελ. 230

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚρασιά, δοκιμαστές κι εγκλήματα (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΤα αγαπούσε από παιδί τα σκυλάκια (διήγημα της Τασούλας Τσιλιμένη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ