Αστυνομικές περιπολίες (της Έλενας Χουζούρη)

0
648

 

Έλενα Χουζούρη.

 

Δεν θα πρωτοτυπήσω αν επισημάνω για μια ακόμη φορά το ότι το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα εγκιβωτίζει στοιχεία και πολιτικού και ιστορικού μυθιστορήματος, χωρίς να απομακρύνεται από τις δοκιμασμένες και ισχυρές συνταγές του είδους που του έχουν κληροδοτηθεί από τους πρώτους μεγάλους διδάξαντες,  Σερ Κόναν Ντόυλ,  Αγκάθα Κρίστι,  Άμπλερ, Χάμετ, Τσάντλερ,  Σιμενόν, Γιάννη  Μαρή στα καθ’ ημάς.   «Η Συνηγορία της παραλογοτεχνίας» όχι μόνον αποδείχθηκε εξαιρετικά καίρια, αλλά ο συγγραφέας της Πέτρος Μαρτινίδης θα πρέπει να αισθάνεται απόλυτα δικαιωμένος αφού τόσα χρόνια μετά τη συγγραφή της, το είδος υπέρ του οποίου συνηγορούσε τότε, σήμερα ουδείς αμφιβάλλει ότι πρόκειται περί λογοτεχνίας και όχι…παραλογοτεχνία! Τα τελευταία χρόνια μάλιστα  έχει εισβάλλει και η κρίση στο εγχώριο  αστυνομικό μυθιστόρημα «διαπλεκόμενη» με την εκάστοτε αστυνομική ίντριγκα, άλλες φορές διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο όπως στην τριλογία του Πέτρου Μάρκαρη, άλλοτε περισσότερο διακριτικά όπως στο τελευταίο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου Η Συχνότητα του Θανάτου [εκδ. Μεταίχμιο»].  Αλλά  κρίση χωρίς  πολιτικές αιχμές μάλλον δεν υφίσταται, ιδιαίτερα στις μέρες μας,  κι έτσι και τα τρία αστυνομικά μυθιστορήματα ισάριθμων Ελλήνων συγγραφέων τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα και επιλέχτηκαν για αυτό το κείμενο , θεωρώ ότι, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, πληρούν αυτή τη συνθήκη, μένοντας βέβαια πιστά στον  ευρύτερο κανόνα του αστυνομικού μυθιστορήματος.   Πρόκειται για το  προαναφερθέν μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, για  το μυθιστόρημα της  Έρης Ρίτσου  Ο νεκρός δολοφονήθηκε  [εκδ. Κέδρος] και το μυθιστόρημα του Πέτρου Μαρτινίδη  17 ώρες [εκδ. Πατάκη].

Και  μια και υπογράμμισα ήδη  την πολιτική και ιστορική [πολλές φορές αυτά πάνε μαζί] παρουσία στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα σε παγκόσμια κλίμακα , θα σταθώ και στο μυθιστόρημα της  Kris Neskoltt, Δωμάτια γεμάτα καπνό [εκδ. Κέδρος] που έρχεται να συμπληρώσει το προηγούμενό της  Ένας επικίνδυνος δρόμος [εκδ. Κέδρος].  Θα ξεκινήσω από το τελευταίο για να επιστρέψω στη συνέχεια στις εγχώριες αστυνομικές …περιπολίες.  Διαβάζοντας τα δύο σαφώς  ενδιαφέροντα μυθιστορήματα της Neskoltt  αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Αμερικανίδα συγγραφέας  χρησιμοποιεί προσχηματικά τον κανόνα του αστυνομικού μυθιστορήματος   για να μιλήσει για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ  και στους αγώνες των Αφροαμερικανών για τα πολιτικά τους δικαιώματα.  Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ο ανεξάρτητος ντετέκτιβ της, ο Σμόκυ Ντάλτον,  είναι Αφροαμερικανός. Ούτε επίσης είναι τυχαίο ότι και τα δύο μυθιστορήματά της  διαδραματίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Κομβικό και συνεκτικό τους στοιχείο,  η δολοφονία του Μάρτιν Λουθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου 1968 στο Μέμφις, το εξεγερτικό κλίμα της αμερικανικής νεολαίας εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, η παρουσία δύο ισχυρών εξεγερτικών πόλων [οργανώσεων] των Γίπις  και των MOB, η ανατρεπτική για τα συντηρητικά αμερικανικά ήθη,  ιδεολογία και κουλτούρα των Χίπις και τέλος η εκρηκτική συνάντηση τους κατά τη διάρκεια του Εθνικού Συνέδριου των Δημοκρατικών, στο Σικάγο, τον Αύγουστο του 1968.  Aπό τον Επικίνδυνο δρόμο η Nelscott  μας κληροδοτεί έναν αποφασισμένο αλλά και εξαιρετικά ανήσυχο Σμόκυ Ντάλτον, ο οποίος έχει κάνει σκοπό της ζωής του να σώσει τον δεκάχρονο Τζίμι, μοναδικό αυτόπτη  μάρτυρα της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ [αγαπημένου φίλου του ντεντέκτιβ, εκτός των άλλων] που τον κυνηγάνε πράκτορες του FBI. Τον φυγαδεύει από το Μέμφις όπου και η δολοφονία του Κινγκ και στο μυθιστόρημα Δωμάτια γεμάτα καπνό  τους βρίσκουμε στο Σικάγο, όπου επικρατεί μέγας αναβρασμός λόγω του επικείμενου Εθνικού Συνέδριου των Δημοκρατικών και των όσων πρόκειται να συμβούν. Πώς θα καταφέρει μέσα σ’ αυτόν τον χαμό και την ασφυκτική αστυνόμευση της πόλης ένας περίεργος μαύρος  από το Μέμφις να κρύψει ένα μαύρο δεκάχρονο παιδί;  Τα πράγματα περιπλέκονται όταν, αφενός μια γνωστή του, κάτοικος της περιοχής [βλέπε γκέτο] που μένουν οι μαύροι, ζητάει από τον Σμόκυ να βρει τον εξαφανισμένο έφηβο γιο της που πιθανότατα έχει μπλέξει με τους  Γίπυς και αφετέρου όταν ένα δεκάχρονο παιδί βρίσκεται φριχτά δολοφονημένο στο γκέτο.  Και δεν είναι ο Τζίμυ, ο οποίος  πάντα κινδυνεύει.  Η  αστυνομική ίντριγκα  εξελίσσεται σε δύο παράλληλα επίπεδα: Προσπάθεια ανεύρεσης του έφηβου μαύρου το ένα, έρευνα για την δολοφονία του δεκάχρονου μαύρου παιδιού, το άλλο. Ανεξάρτητα όμως από την εξέλιξη της αστυνομικής πλοκής, εκείνο που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα της  Nelscott είναι η  γλαφυρή και πιστή αναπαράσταση της, σχεδόν πολεμικής,  ατμόσφαιρας  που επικρατούσε  στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1968, τόσο  από την πλευρά των Αρχών της πόλης, όσο και των ακτιβιστών, που είχαν κατά κύματα συρρεύσει και στρατοπεδεύσει στο τεράστιο Grand Park  ή όπου αλλού μπορούσαν να βρουν. Η περιπλάνηση του Σμόκυ στις γραμμές των Χίπις και των Γίπις,  ανάμεσα σε σύννεφα μαριχουάνας  , τραγουδιών και αντιπολεμικών σλόγκαν, είναι  εξαιρετική και φωτίζει με μοναδικό τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής στις ΗΠΑ.  Ακόμα η Αμερικανίδα συγγραφέας, όπως και στον  Επικίνδυνο δρόμο έτσι και στα Δωμάτια γεμάτα καπνό  αναδεικνύει με  εύσχημο και καθόλου προσχηματικό ή κραυγαλέο τρόπο τις προβληματικές σχέσεις κυρίως ανάμεσα  σε μαύρους και λευκούς,  αλλά και ανάμεσα σε μαύρους,  αναλόγως  σε ποια πλευρά βρίσκονται.  Η μετάφραση του Αθανάσιου Ζάβαλου συντελεί στην ικανοποιητική  πρόσληψη του μυθιστορήματος της Nelscott.

####

Όσον αφορά τα  καθ’ ημάς, μετά τον κόσμο των μικρών δισκάδικων, των συλλεκτών και των αμετανόητα πιστών του βινυλίου,  αυτήν τη φορά η Χίλντα Παπαδημητρίου μας «ξεναγεί» σ’ εκείνον των μικρών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, στο μυθιστόρημά της,  με τον εύγλωτο συμβολικό τίτλο  Η Συχνότητα του Θανάτου  [εκδ. Μεταίχμιο].  Όπως και στα δύο προηγούμενά μυθιστορήματά της  έτσι και σ’ αυτό πρωταγωνιστής είναι ο στρουμπουλός, ρομαντικός , κολλημένος με τους Beatles , μάλλον άτυχος με τις γυναίκες, -το οιδιπόδειο με την sui generis μητέρα του καλά κρατεί- αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος. Συναντούμε επίσης  γνωστά μυθιστορηματικά πρόσωπα της Παπαδημητρίου,  όπως την εξαδέλφη του Χάρη,  Τατιάνα και τον αμετανόητο, παρά τα χρονάκια του, μηχανόβιο Ατσαλένιο, μοιραία φιγούρα και σ’ αυτό το μυθιστόρημα, βγαλμένη, θαρρείς, από κάποιο  σκοτεινό τραγούδι των DOORS.  Η ροκ μουσική εξάλλου, σε διάφορες εκδοχές της, είναι από τους βασικούς πρωταγωνιστές της συγγραφέα, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά της,  προσδίδοντας τους ένα ιδιαίτερα προσωπικό…ηχόχρωμα.  Η αστυνομική ίντριγκα ξεκινάει με τον φόνο μιας άστεγης μεσήλικης γυναίκας, σ ’ένα έρημο στενό, πίσω από την Βαρβάκειο Αγορά και δίπλα στο κτήριο όπου έχει τις εγκαταστάσεις του ο ραδιοφωνικός σταθμός  DM.FM. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος και η ολιγομελής ομάδα του. Η υπόθεση αρχίζει να περιπλέκεται καθώς  ένας άλλος άστεγος ντυμένος με θεατρικό τρόπο, εμφανίζεται να περιφέρεται και να λέει ότι γνωρίζει αφενός ποιος σκότωσε την  αγαπημένη του φίλη και αφετέρου τι γίνεται στον DM.FM.  Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο και η θερμοκρασία του σασπένς ανεβαίνει όταν ένας  ηχολήπτης βρίσκεται άγρια δαρμένος,  το κτήριο του σταθμού πιάνει φωτιά, ένας δημοφιλής παραγωγός παρ’ ολίγον να καεί, ο ιδιοκτήτης του σταθμού εξαφανίζεται, πιθανόν για να γλυτώσει από τα χρέη και τους μισθούς που χρωστάει στο,  έτοιμο να τα βροντήξει, προσωπικό και, ανάμεσα σ’ όλα αυτά, ο Χάρης Νικολόπουλος  ερωτεύεται την πιο επικίνδυνη  γυναίκα του μυθιστορήματος!   Η Παπαδημητρίου, εκτός από εξαιρετική γνώστης της ροκ μουσικής- να θυμηθούμε τις σχετικές μεταφράσεις της αλλά και  τα προσωπικά της  βιώματα- αποδεικνύεται, και με το τρίτο της πια μυθιστόρημα,  ικανή να χειρίζεται και να εξελίσσει την αστυνομική ίντριγκα, εγκιβωτίζοντάς την σ’ έναν κόσμο φαινομενικά  κλειστό, με κάποιους δικούς του κανόνες, γνωστούς σε όσους υπακούουν σ’ αυτούς.  Είναι ένας κόσμος που, για τους απέξω, φαντάζει κάπως μαγικός  και ζηλευτός. Η συγγραφέας καταρρίπτει αυτές τις ψευδαισθήσεις  αποκαλύπτοντας πλευρές κάθε άλλο παρά μαγικές. Στην Συχνότητα του Θανάτου η Χίλντα Παπαδημητρίου φωτίζει   τις ιδιομορφίες και τα προβλήματα των μικρών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, που,  καθώς οι καιροί των παχιών αγελάδων, υποχωρούν και η πάλαι ποτέ πλαστή ευφορία δίνει τη θέση της στην βαθειά  κρίση, αρχίζουν να ξεφεύγουν  από τον έλεγχο και να αποβαίνουν  μοιραία ακόμα και για τις ανθρώπινες ζωές. Η συγγραφέας δηλαδή, μιλάει για την κρίση αλλά μ’ έναν  τρόπο, παράπλευρο,  εξαιρετικά εύστοχα διαπλεκόμενο με την  όλη αφήγηση   και καθόλου προγραμματικό και καταγγελτικό.  Εν τέλει, ένα πολύ ενδιαφέρον και καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα.

####

Σοφιστικέ  μάστορα της αστυνομικής ίντριγκας μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον  Πέτρο Μαρτινίδη, γεγονός που επιβεβαιώνεται  για μια ακόμη φορά στο τελευταίο του μυθιστόρημα   17 ώρες [εκδ. Πατάκη]. Πιστός στις κλασικές συνταγές του αστυνομικού μυθιστορήματος [ η σκιά της σοφής Αγκάθα είναι πάντα πίσω του] αλλά και με ιδιαίτερα ραφινάτη ευρηματικότητα,   μπολιασμένη με  ευρεία γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Μαρτινίδης  παίζει για μια ακόμη φορά το γνώριμό του  παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Τόπος όπως σε όλα του τα μυθιστορήματα,  η Θεσσαλονίκη. Χρόνος, οι δίκοπες μέρες μας και οι αμφίσημες νύχτες μας. Μια τέτοια νύχτα, καθώς ο αφηγητής  περπατά στην οδό Εθνικής Αμύνης, και πλησιάζει το γεφυράκι που την συνδέει με την Αψίδα του Γαλερίου, κοινώς, Καμάρα,  μια βόμβα σκάει, όχι πολύ μακριά του, σε τέτοια απόσταση όμως  ώστε να μην πάθει τίποτα.  Πέντε άνθρωποι, αντίθετα,  δύο γυναίκες και τρεις άνδρες δεν θα έχουν την ίδια τύχη. Ο σαραντάρης αφηγητής μας , μάλιστα, προλαβαίνει ζωντανή τη μία γυναίκα, η οποία πριν παραδώσει το πνεύμα ,τον παρακαλεί να μεταφέρει στην κόρη της ότι την αγαπάει.  Οι έρευνες της Αστυνομίας για το ποιος και γιατί έβαλε την βόμβα παραμένουν άκαρπες , την ίδια στιγμή που ο αφηγητής, ένας σοφιστικέ δημοσιογράφος , αποφασίζει να βρει  την κόρη της αποθανούσης για να της μεταφέρει το μήνυμα της μητέρας της. Και την βρίσκει. Και από την στιγμή που την βρίσκει ουσιαστικά αρχίζει και το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.  Διότι,  μόλις μετά την συνάντηση με την ωραία δεκαοκτάχρονη,  ο δημοσιογράφος επιστρέφει σπίτι του, το ίδιο απόγευμα ένα μέηλ τον πληροφορεί ότι η νεαρά έχει πέσει θύμα απαγωγής και για να σωθεί από τα χειρότερα πρέπει ο αφηγητής μας, μέσα σε 17 ώρες, να θυμηθεί, να σκεφτεί και να γράψει, -ουσιαστικά να ανακαλύψει, αποκαλύψει και συνδυάσει, τους βίους και τα έργα και των πέντε θυμάτων, έτσι ώστε να βγει μιαν άκρη γιατί τους αφάνισε η βόμβα. Σαν άλλος μοναχός Γιούνιπερ στο μυθιστόρημα του Θόρντον Ουάιλντερ  Το γεφύρι του Σαν Λούις Ρέι, ο αφηγητής αρχίζει να ψάχνει και να γράφει κάθε μέρα δύο χιλιάδες λέξεις ανά ώρα και να τις στέλνει στον ανώνυμο απαγωγέα.  Καθώς όμως γράφει …γράφεται και η πλοκή του μυθιστορήματος.  Και αναβιώνουν τα πρόσωπα που θέρισε η βόμβα, τα έργα και οι ημέρες τους. Και αυτά τα έργα και οι ημέρες άπτονται πλήρως με την πολιτική κατάσταση της χώρας.  Σχεδόν όλοι τους και όλες τους προέρχονται από τον χώρο της Αριστεράς ή έχουν, μέσα από αμφιλεγόμενες διαδρομές, καταλήξει σ’ αυτήν. Είναι φαύλοι, ιδεοληπτικοί προς οτιδήποτε πιστεύουν και περιέργως ερωτύλοι. Ό,τι πράττουν όζει και αποτελούν  παράδειγμα προς αποφυγήν. Ο συγγραφέας, δεν το κρύβει εξάλλου, έχει μια απέχθεια σε οτιδήποτε προέρχεται από την Αριστερά, παλαιότατο, παλαιό, πολύ περισσότερο, σημερινό.  Στις 17 ώρες του δίνεται μια ακόμη ευκαιρία να το δείξει.  Ανεξάρτητα όμως από αυτό, το μυθιστόρημα είναι ευφυέστατο και ως προς τη σύλληψή του και ως προς την εξέλιξή του.

 

Η Έρη Ρίτσου πάλι βρίσκεται στον πολιτικό αντίποδα του Μαρτινίδη στο μυθιστόρημά της Ο νεκρός δολοφονήθηκε [εκδ. Κέδρος]. Η Μαρία Γεωργίου είναι η πρωταγωνίστρια –αστυνομικός της  Ρίτσου, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και όχι μόνον. Τόπος, το γενέθλιο νησί της, στο οποίο  μετά από έναν επώδυνο χωρισμό, ζητάει να μετατεθεί. Χρόνος, λίγο μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, στην καρδιά της κρίσης και με το πολιτικό θερμόμετρο στα ύψη.  Εκεί, με το που πατάει το πόδι της, την αναμένει η διαλεύκανση ενός περίεργου φόνου. Το θύμα βρέθηκε μαχαιρωμένο στην καρδιά,  μια σβάστικα χαράκωνε το στήθος του, στη μια τσέπη του ένα σημείωμα έγραφε Έτσι πεθαίνουν οι προδότες και στην άλλη ένα τυπωμένο μέλη Αν δεν έρθεις να με δεις θα σκοτωθώ.  Οι πληροφορίες  για το ποιόν του θύματος  μιλούν για έναν καθηγητή γυμνασίου, στέλεχος του φασιστικού κόμματος, σύμφωνα με την μυθιστορηματική ορολογία- προφανώς εννοεί την Χρυσή Αυγή-  με έντονες τάσεις στην….αποπλάνηση των μαθητριών του. Μετά από μια  καταγγελία  γονέα  ο ερωτύλος καθηγητής μετατίθεται κάπου αλλού, αλλά όλως περιέργως παίρνει και   προαγωγή. Οι ομοιδεάτες του πιστεύουν ότι τους πρόδωσε, εξού και η προαγωγή.  Γενικώς οι περισσότεροι  δεν συμπαθούσαν τον καθηγητή, σε αντίθεση με τον παππού του, γενναίο αντάρτη στην Κατοχή και αυθεντικό κομμουνιστή, τον οποίο όλοι σέβονταν και εκτιμούσαν.  Τα πολιτικά υπονοούμενα είναι εμφανή καθώς η αντίθεση κακού εγγονού/ καλού παππού, επανέρχεται συχνά, καθώς η υπόθεση περιπλέκεται περισσότερο αντί να ξεκαθαρίζει. Ταυτόχρονα στο σκηνικό διεισδύουν και οι απόψεις τόσο της Μαρίας Γεωργίου όσο και των άλλων ντόπιων με τους οποίους συνομιλεί σχετικά με την κρίση και την Κυβέρνηση της Αριστεράς, που από τα λεγόμενά τους φαίνεται ότι μάλλον δεν τους θυμίζει…Αριστερά.  Η υπόθεση καταλήγει σ’ ένα αναπάντεχο τέλος το οποίο εξηγεί και τον παιγνιώδη τίτλο του μυθιστορήματος. Εν κατακλείδι, η Έρη Ρίτσου εισέρχεται με αξιώσεις στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος, με αναμφισβήτητα  πολιτικά σημαινόμενα.

 

Προηγούμενο άρθροΗ εκδίκηση της Kitschιάς  (του Χρήστου Δανιήλ)
Επόμενο άρθροΌλα για τις οικογένειες (της Χρυσούλας Γούναρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ