Ας κυλήσουν οι καλοί καιροί

0
229

 

Γεωργία Συλλαίου.

 

Πρώτη φωτογραφία και μια νέα γυναίκα χαμογελά στην πολαρόιντ. Είναι μια γυναίκα με λεπτό και  λευκό καθαρό πρόσωπο και πράσινα μάτια.

Πίσω από το χαμόγελό της ενεδρεύουν οι άγγελοι.

΄Εχουν κατακλύσει το δωμάτιο, αλλά η γυναίκα δεν το αντιλαμβάνεται.

Πίσω από το χαμόγελό της κυλά ο χρόνος, ο δικός της χρόνος, μία σημαία προσωπική και ατίθαση.

Και μία δεσμίδα φωτός αποτυπώνει την στιγμή.

 

Δεύτερη φωτογραφία και ένας έφηβος εικονίζεται να ακουμπά το θυμωμένο σώμα του σ’ ένα κορμό δέντρου.

Μαζί του θυμώνει και ο άνεμος – τα  ξανθά του μαλλιά σκεπάζουν τα μάτια του.

Στα κόκκινα από το κρύο δάχτυλά του σφίγγει ένα άφιλτρο. Ο καπνός σχηματίζει μικρά ηφαίστεια και άγρια λουλούδια. Ο νεαρός δεν ακούει ακόμη το φιλικό κάλεσμα των λύκων.

Πίσω από την οργή του κυλούν σπάνια δάκρυα και πολύτιμα τραγούδια. Οι εικόνες του θολώνουν και πάλι επανέρχονται διαυγέστερες.

 

Τρίτη φωτογραφία και μια ομάδα ανθρώπων κάθεται γύρω από μία φωτιά. Η φωτιά είναι αναμμένη στην άμμο και η θάλασσα φαίνεται ελάχιστα στο βάθος.

Δεν έχει πολύ φώς και όλα συγχέονται – οι λέξεις ασθμαίνουν και οι όροι μετατρέπονται σε όρια. Η ηλικία εκδικείται.

Είναι μία παρέα μεσηλίκων που έχει πολλά να θυμηθεί κι άλλα τόσα να ξεχάσει.

Πίσω από τις σκέψεις τους κυλούν ραγδαία οι απούσες αναμνήσεις και οι απόντες εραστές.

 

Επόμενη φωτογραφία και ένα μωρό κάθεται αδέξια κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σφίγγει τις μικρές γροθιές του και ξεφωνίζει χαμογελαστό.

Αγνοεί το μέλλον, αγνοεί και το παρελθόν.

Υπάρχει μόνο για τη στιγμή και για το χατίρι του τρυφερού φωτογράφου. Πίσω από τις φωνές του κυλούν οι επερχόμενες εκπλήξεις και οι νυχτερινοί εφιάλτες.

Είναι ένα μωρό – και οι γυαλιστερές μπάλες του δέντρου πολλαπλασιάζουν παραμορφωμένο το είδωλό του.

 

Πέμπτη φωτογραφία και ένα μικρό κορίτσι απαγγέλλει ένα ποίημα σε σχολική γιορτή.

Το βλέμμα της καθρεφτίζει απέχθεια και απαντοχή.

΄Ασπρες και γαλάζιες κορδέλες ανεμίζουν γύρω της και την ενοχλούν – είναι κολλαρισμένες. Μια τυλίγεται γύρω από τα μαλλιά της – το μυαλό της κατακερματίζεται.

΄Όλα είναι δύσκαμπτα. Η γλώσσα της πρήζεται, τα λόγια βγαίνουν παραμορφωμένα.

Οι δάσκαλοι και οι μαθητές την κοιτούν αφηρημένα ή κοιτούν αλλού.

Πίσω από τις σημαιοστολισμένες κολόνες κυλούν παράτονα τραγούδια και η μικρή επανάσταση του κοριτσιού.

 

Επόμενη φωτογραφία και δύο εραστές περπατούν αγκαλιασμένοι.

Μέσα  στην αγκαλιά τους αναπαύεται η ομορφιά της πολιτείας στην οποία περπατούν. Είναι μια πολιτεία απαράμιλλης γοητείας – με στενά δρομάκια, χαμογελαστό μετρό και απέραντο ουρανό. Στις γωνίες λάμπουν χρυσαφένια οικόσημα και λαμπερές μνήμες.

Μικρά όμορφα ζώα τους πλησιάζουν άφοβα και τα επερχόμενα άστρα σχηματίζουν καμπυλωτές αψίδες γύρω τους.

Πίσω από τον έρωτά τους κυλούν φωτεινοί οι καταρράκτες των εποχών.

 

Κι άλλη πολιτεία. Αποτυπωμένη χωρίς κεντρικό πρόσωπο.

Αυτή η πολιτεία είναι από μόνη της το πρόσωπο.

Στους δρόμους της κυλούν τα χρώματα και τα ευλύγιστα σώματα. Στα σοκάκια της κρύβονται σκοτεινά μυστικά και αδέξια αγκαλιάσματα.

Ψηλά τακούνια χτυπούν την έγχρωμη άσφαλτο. Καλογυαλισμένα περίστροφα κρύβονται στις εσωτερικές τσέπες  μεταξωτών πανωφοριών. Φονικά ξυράφια μετατρέπονται σε κοσμήματα.

Μια πολιτεία που να χωρά τα πάντα.

΄Ολους τους ποταμούς, όλα τα άγρια φιλιά και τα κοφτερά μαχαίρια.

 

Στην επόμενη φωτογραφία δύο  ηλικιωμένοι άνδρες με λευκά ρούχα κάθονται σταυροπόδι πάνω σε χρωματιστά κιλίμια. Καπνίζουν μακριά τσιμπούκια και σχηματίζουν δαχτυλίδια στοχαστικής οκνηρίας.

΄Ενας νεαρός απλώνει το χέρι με την κάμερα προς το μέρος τους.

Στον τοίχο πίσω τους ανθίζουν γιασεμιά και βουκαμβίλιες – γελάνε  τα αγριόχορτα.

Πίσω από το έντιμο βλέμμα του νεαρού κυλά η ανάγκη να μάθει. Να καταλάβει γιατί σε μερικά μέρη το φώς είναι πιο διάφανο και τα μάτια πιο υγρά. Γιατί σε μερικά μέρη οι νύχτες φωτίζονται από τη ροή των μυστικών.

 

Και πάλι η γυναίκα της πρώτης σελίδας.

Είναι λίγο μεγαλύτερη τώρα. Το πρόσωπό της είναι το ίδιο λευκό και τα πράσινα μάτια της απέκτησαν κοφτερή λάμψη.

Οι άγγελοι δεν κατακυριεύουν πλέον το δωμάτιο.

Στα χέρια της κρατά ένα ανοιχτό βιβλίο, αλλά κοιτά το φακό με τη υπερηφάνεια της εκούσιας μοναξιάς.

Πίσω από τις σελίδες του βιβλίου της, κυλούν οι καλοί καιροί.

 

Τι όμορφα που κυλούν οι καλοί καιροί!

Συμφιλιωμένοι με την απόσταση και τη συνείδηση.

Πόσο σοφά παλιώνουν τα ρούχα και βαθαίνουν τα βλέμματα.

Χωρίς πικρία και απαλλαγμένα από την ανάμνηση.

Τα άνθη μαραίνονται, αλλά εκείνο το ένα, το μοναδικό ρόδο, ανθίζει.

Για πάντα και για πάντα.

 

Προηγούμενο άρθροΊνγκο Σούλτσε: Οι δυτικογερμανοί δεν πήραν τίποτα από μας
Επόμενο άρθροΣκάκι και λογοτεχνία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ