Του Σπύρου Κακουριώτη.
Η αποκατάσταση των αγωνιστών της Επανάστασης του ’21 υπήρξε ένα από τα μείζονα διακυβεύματα που ταλάνισαν την εσωτερική πολιτική του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου, καθ’ όλη την οθωνική περίοδο, διαμορφώνοντας αντιπολιτεύσεις και συμπολιτεύσεις.
Η αναγνώριση από το επίσημο κράτος της εθελοντικής συνεισφοράς των μαχητών που συμμετείχαν στους «ανορθόδοξους» πολέμους στον ελλαδικό χώρο υπήρξε πάντοτε ένα ζήτημα περισσότερο πολιτικό παρά «τεχνικό», γύρω από το οποίο συγκροτούνταν πελατειακά δίκτυα, με μακρόχρονη επιρροή στην πολιτική ζωή.
Ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό κράτος αναγνώρισε και επιβράβευσε τη συμμετοχή μαχητών σε τρεις κομβικές πολεμικές συγκρούσεις που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία, την Επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικό Αγώνα και την Αντίσταση 1941-44, εξετάζεται στον συλλογικό τόμο Ήρωες των Ελλήνων: Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων (19ος-20ός αιώνας), που επιμελείται ο καθηγητής Βασίλης Γούναρης και κυκλοφόρησε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο επιμελητής, η αναγνώριση εκ μέρους του κράτους, «ακόμα κι αν δεν συνοδευόταν από κλήρο ή σύνταξη, ήταν η ατομική βεβαίωση της παλικαριάς ως συμμετοχής στην εθνική ιστορία, έστω με τη μορφή μιας υποσημείωσης»…
Με τις ανταμοιβές των αγωνιστών του ’21, που αποτέλεσε το πρότυπο για εκείνες που ακολούθησαν, ασχολείται η Σωτηρούλα Βασιλείου στη μελέτη της «Τα παλικάρια τα παλιά και η αποκατάστασή τους κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862)». Πρόκειται για μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει ως υπόσχεση ήδη από τις Εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης, προκειμένου να λειτουργήσει ως κίνητρο μαζικής συμμετοχής στον αγώνα, και παρατάθηκε ακόμη και κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α’, με την προσθήκη αιτημάτων για αποκατάσταση συμμετεχόντων στα κινήματα του 1848 και 1854.
Έχοντας στερήσει την εξουσία από τους «φυσικούς» της φορείς, οι Βαυαροί, μέσα από ένα σύστημα οικονομικών και πολύ συχνότερα συμβολικών ανταμοιβών, αλλά και τη συγκρότηση ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων με τμήματα των παλιών αγωνιστών, κατόρθωναν να ελέγχουν τους πρώην ενόπλους και να καταστέλλουν τις συχνές ανταρσίες τους. Ταυτόχρονα, μέσω της απόδοσης βαθμών και άλλων τιμών, εκμεταλλεύονταν το συμβολικό κεφάλαιο των πρώην επαναστατών, προκειμένου να επιτύχουν τη νομιμοποίηση της βασιλείας.
Τη μοίρα των πολεμιστών της δεύτερης, μεγάλης κλίμακας, ανορθόδοξης πολεμικής σύγκρουσης στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας εξετάζει ο Θεοδόσης Τσιρώνης στο κείμενο «Οι Μακεδονομάχοι ως “εθνικοί ήρωες”: η θεσμική τους αναγνώριση (1914-2013)». Δεν πρέπει να εντυπωσιάζει το χρονικό εύρος του υπό εξέταση θέματος: Αν οι Κρήτες και άλλοι οπλαρχηγοί που πήραν μέρος στα ελληνικά κομιτάτα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα άρχισαν να διατυπώνουν αιτήματα για κρατική αρωγή την επαύριο της ολοκλήρωσης των Βαλκανικών Πολέμων, η παρουσία των ίδιων ή των απογόνων τους ως πανίσχυρων ομάδων πίεσης στο πλαίσιο των τοπικών πελατειακών δικτύων στη βόρεια Ελλάδα υπήρξε διαρκής, καθ’ όλο τον 20ό αιώνα, ενώ η αναζωπύρωση του Μακεδονικού τη δεκαετία του 1990 έδωσε τη δυνατότητα στους οργανωμένους απογόνους τους να διεκδικούν στο συμβολικό επίπεδο διακριτό «εθνικό» – φρονηματιστικό ρόλο.
Στη μελέτη του ο Θ. Τσιρώνης εξετάζει τις στάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην αποκατάσταση των μακεδονομάχων κατά το μεσοπόλεμο, την πολεμική δεκαετία του 1940, την μεταπολεμική και την μεταπολιτευτική περίοδο, αποτυπώνοντας όχι μονάχα τις κρατικές πολιτικές αλλά και τη λειτουργία των πελατειακών δικτύων, όπως αυτά δρούσαν στην εκάστοτε συγκυρία.
Στη διαφοροποιημένη, χρονικά και πολιτικά, αναγνώριση των αντιστασιακών οργανώσεων της Κατοχής αναφέρονται δύο από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο.
Την «Αναγνώριση των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων (1945-1974)» από το μεταπολεμικό κράτος εξετάζουν οι Στράτος Δορδανάς και Βάιος Καλογρηάς. Στο κείμενό τους αναλύουν την πορεία της αναγνώρισης ως αντιστασιακών των οργανώσεων και των αγωνιστών τους που κατά τη διάρκεια της Κατοχής αντιπαρατέθηκαν και πολέμησαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, αλλά και τη συγκρότηση της έννοιας της «Εθνικής Αντίστασης», όπως αποτυπώνεται στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά και την άρνηση συμπερίληψης σε αυτήν όχι μονάχα του ΕΑΜ αλλά και των δωσίλογων αντικομμουνιστών ένοπλων. Η αναγνώρισή τους ως «αντιστασιακών» θα γίνει μόνο κατά την περίοδο της δικτατορίας, στη λογική της ενοποίησης του αντικατοχικού και «αντισλαβικού» – αντικομμουνιστικού αγώνα, προκειμένου να λειτουργήσει ως νομιμοποιητική βάση για το καθεστώς.
Τέλος, οι Γιώργος Αντωνίου και Ελένη Πασχαλούδη στη μελέτη τους «“Το άψογο πρόσωπο της ιστορίας θολώνει”: Η αναγνώριση της εαμικης αντίστασης και το πολιτικό σύστημα (1945-1995)» εξετάζουν την «άλλη πλευρά», τους αγωνιστές εκείνους που το μεταπολεμικό κράτος όχι μονάχα δεν αναγνώρισε και δεν τίμησε αλλά, συχνά, τιμώρησε για τη δράση τους, με φυλακίσεις και εξορίες.
Αφού εξετάσουν τη διαφοροποιημένη στάση των μεταπολεμικών αστικών πολιτικών κομμάτων απέναντι στην ιστορική κληρονομιά του ΕΑΜ, διαφοροποιημένη όχι μονάχα ανάμεσα στη Δεξιά και το Κέντρο αλλά και ανάλογα με την (συνήθως προεκλογική) συγκυρία, αλλά και τις οργανώσεις των αντιστασιακών που δημιουργούνται με πρωτοβουλία της ΕΔΑ, οι δύο ιστορικοί μελετούν την μεταπολιτευτική περίοδο.
Ξεκινώντας από τα χρόνια 1974-181, όπου οι πιέσεις για αναγνώριση διαπλέκονται με το αίτημα για την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων και, κυρίως, τους «πολέμους μνήμης» για τη δεκαετία του 1940, στη συνέχεια αναφέρονται εκτενώς στην αναγνώριση της «Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού» με τον νόμο 1285/1982 και τη σχετική (θυελλώδη) κοινοβουλευτική συζήτηση, καθώς και στην κατοπινή διοικητική διαδικασία απονομής συντάξεων κ.λπ.
Μέσα από τις τέσσερις μελέτες των ιστορικών, αλλά και την εισαγωγή του επιμελητή, αναδεικνύεται όχι μονάχα το μεταβαλλόμενο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται, κάθε φορά, το πολιτικό σύστημα να αναγνωρίσει τους «εθνικούς ήρωες», αλλά και οι «τεχνικές» δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε απόπειρα καταμέτρησης, αξιολόγησης, ηθικής και υλικής επιβράβευσης. Δυσκολίες μέσα από τις οποίες διευκολύνθηκαν μεροληψίες, παραγνωρίσεις, αδικίες αλλά και γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες των ενδιαφερομένων, καθιστώντας έτσι την αναγνώριση διαχρονικό αντικείμενο πολιτικής (και πελατειακής) διαχείρισης…
Βασίλης Γούναρης (επιμ.), Ήρωες των Ελλήνων. Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων (19ος-20ός αιώνας), Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2014, σ. 340.