Από τις σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (4-8)

0
544

Του Μάριου Μιχαηλίδη.

 

Από τις σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (4)

 

Σήμερα, φεύγω από αυτό εδώ το σπίτι μου στην  Rue Lepsious. Με λυπεί που αναγκάζομαι να το κάμω, αλλά οι γιατροί είναι αυστηροί. Με λένε ότι  δεν μπορεί να γίνει εδώ η θεραπεία και ίσως η κατάστασίς μου θα χειροτερεύει, ενώ εκεί, εις το Ελληνικόν Νοσοκομείον Αλεξανδρείας πιστεύουν πως θα γίνω καλά. Με λένε βέβαια που το ταξίδι είναι μακρύ, αλλά να μην απελπίζομαι. Ξέρω που δίνουν ελπίδες σε όλους τους ασθενείς, για να τους κρατούν το ηθικό των. Μα κι αυτοί το ’χουν ανάγκη, ν’ ακούν που θα γίνουν καλά.

Όλη την ημέρα είναι μαζί μου ο Αλέκος και η Ρίκα και δεν ηξεύρω πώς θα ήμουν χωρίς αυτούς. Με λένε να κάθομαι και να ηρεμώ, αλλά δεν ημπορώ. Περπατώ βαριά και κοιτάζω αυτή την κάμαρα κι ακούω πολλές φωνές να ψιθυρίζουν το όνομά μου και να ρωτούν “Καβάφη, πού μας αφήνεις; Μη φεύγεις χωρίς εμάς.” Μετρώ τα ονόματά των κ’ είναι πολλά: Λάνης, Ιασής, Οροφέρνης. Θεόδοτος, Αντώνιος, Μύρης, Καισαρίων, Πτολεμαίος, Αλέξανδρος, Δημήτριος… Με φαίνεται ότι ομοιάζω με κακόν πατέρα που μιαν ημέρα φεύγει, και τα παιδιά του τον φωνάζουν “ Όχι μη φεύγεις, πού πηαίνεις χωρίς εμάς;”.

Στέκομαι εις την βιβλιοθήκην εμπροστά και νοιώθω τα μάτια μου να καίνε. Απλώνω το χέρι μου και τα χαϊδεύω τα βιβλία. Είναι κι αυτά παιδιά μου και τι θα γενόμουν χωρίς αυτά; Αυτά με έδωσαν ωραίες εικόνες κ’ έκαμναν κάθε φορά το ξεκίνημα πιο εύκολο κ’ έδιναν ζωή εις την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν.

Είδα που ο Αλέκος μ’ επαρατηρούσεν και η Ρίκα εδάκρυζε και είπα δεν είναι πρέπον. Επήρα δύο βιβλία που αγαπώ και εμπήκα πάλιν εις την κάμαράν μου. Η Ρίκα έφερε την βαλίτσαν μου και δεν ημπόρεσα να συγκρατήσω τον αναστεναγμόν μου, οπού εβγήκε βαθύς. Με ήρθαν η θύμησες και όλο χάιδευα τη δερμάτινη εκείνη βαλίτσαν που εμύριζε άνθη της νεότητός μου και ήξερε πολλά. Τώρα, δεν θα ταξιδέψομε μαζί για τες ηδονές της Ιωνίας, αλλά για το Ελληνικόν Νοσοκομείον Αλεξανδρείας.

Η Ρίκα με φαίνεται που καταλαβαίνει πιο εύκολα από τον Αλέκο. Το είδα που ετοίμαζε τα πράγματά μου και όλο που εδάκρυζε κ’ εψιθύριζε “Να ιδείτε που θα γενείτε καλά, να ιδείτε…”. Το έλεγε και ήταν ωσάν να έπειθε τον εαυτόν της. Την εκύταξα κ’ εσταμάτησε. Τι κρίμα… Ήθελα να το λέγει, να το λέγει…

Την ώρα που άνοιγε την πόρτα του σπιτιού ο Αλέκος, εστάθηκα μια στιγμή στον καθρέπτην εμπροστά και είδα που παλιά στεκόμουν πάλι και κοίταζα όλος ζωή το είδωλόν μου κ’ εδάκρυσα. Πιο πολύ ο καθρέπτης είναι που ξέρει με πόσην λαχτάρα εξεκλείδωνα για να βγω έξω στα σκοτεινά τα σοκάκια και να μπω στα καφενεία με τα δωμάτια απάνω… Το ένοιωσεν ο Αλέκος που εμπήκα σ’ άλλον κόσμο κ’ έκανε να βγει έξω να με περιμένει, μόνο που δεν ήθελα άλλο κ’ εβγήκαμε μαζί.

 

 

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (5)

 

Εδώ, εις το Νοσοκομείον Αλεξανδρείας, κάθομαι και δεν περιμένω κάτι σπουδαίον να συμβεί. Οι γιατροί είναι αισιόδοξοι δια την υγείαν μου –έτσι δείχνουν- και διαρκώς με λέγουν να μην απελπίζομαι. Σκέπτομαι πόσον έχουν αλλάξει τα πράγματα δι’ εμέ τώρα που είμαι γέρος και άρρωστος. Την μορφήν μου δεν θέλω να την βλέπω πια εις τον καθρέπτη και το σώμα μου νοιώθω που είναι άσχημο και βαρύ. Η αρρώστια, άραγε, ήρθε τώρα και με τιμωρεί, διότι ελάτρεψα τη ζωή κ’ εγεύτηκα τες  κρυφές  χαρές της;  “Να πιστεύετε εις τον θεό” με λέγει κάθε πρωί η νοσοκόμα. Και περνά από το νου μου η ιδέα που δεν ήμουν πάντα αληθινός και δεν είχα είχα την πίστη των πολλών ανθρώπων, αλλά μιαν άλλην εδικήν μου που με πήαινε εις τα ξενύχτια και τες διασκεδάσεις.

Εδώ, σ’ αυτήν την κατάντια, έρχονται συχνά και με βρίσκουν κομμάτια  από την ποίησίν μου κ’ εντρέπομαι να τα αντικρίσω. Μα είναι δικά μου παιδιά αγαπημένα και  “Τα κεριά”,  και “Η ψυχές των γερόντων”, και το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”  που οι λέξεις των πετούν τες νύχτες στην κάμαρά μου και ακούω τη σιγανή φωνή των.

                       

                         Δε θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω

                         τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει

                         τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν

 

……………………………………………………………….

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα

                         κάθονται των γερόντων η ψυχές

………………………………………………………………..

                         την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

                         που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

                         που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

                         Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος

                         αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

 

Τ’ ακούω και σκέπτομαι που η ταραχή κάνει κακό στην ασθένειά μου. Γίνομαι πολύ pessimist και τα βράδια απελπίζομαι, που δεν έχω κανέναν. Την ημέρα έρχονται και μένουν πολλαίς ώρες η Ρίκα και ο Αλέκος. Με λένε νέα οπού διάφοροι ερωτούν δια την υγείαν μου και στέλνουν τα περαστικά.

Αύριο θα φέρει ο Αλέκος τις σημειώσεις μου. Το εζήτησα, γιατί ο νους μου γυρνά χρόνια πίσω και με αρέσει που έτσι χάνομαι, μα ξεχνώ ονόματα και άλλα.  Είναι ένα μπλε τετράδιο στο δεξιό συρτάρι του γραφείου, όπου είναι γραμμένες πολλές σκέψεις και impressions και άλλα πολλά.  Καλύτερα να το έχω συντροφιά, θα με κάνει καλό. Γιατί γνωρίζω που έχω αλλάξει, αλλά δεν το θέλω να είμαι σκεπτικός και μελαγχολικός. Δεν θέλω να μ’ ερωτούν “Καβάφη, τι έχεις;”.  Όλοι ξέρουν που υποφέρω και δεν μπορώ να το προσπεράσω και να δείξω άλλο πρόσωπο. Οι γιατροί με λένε να έχω υπομονή κ’ εγώ όλο και απελπίζομαι, αλλά πιέζω τον εαυτόν μου να φαίνομαι μόνο σοβαρός και σκεπτικός αλλά όχι φοβισμένος και δειλός. Δηλαδή, διατηρώ μια image που πρέπει σε Αλεξανδρινό των γραμμάτων.

 

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (6)

 

Μετά την εγχείρηση εις τας Αθήνας, έπαυσα να μιλώ και άρχισα να γράφω εις ένα σημειωματάριο που με έδωσεν η νοσοκόμα Μαριάνθη. Στην αρχή με φαινόταν γελοίο πού το έκαμνα αυτό. Τώρα, το εσυνήθισα και ό,τι θελήσω και σκεφθώ το γράφω. Ναι, με λυπεί πού έχασα την φωνή μου.

Ευτυχώς, όμως, ο Αλέκος με έφερε το μπλε τετράδιο. Το κρατώ στα χέρια μου και νοιώθω που έχει ζωή. Κλείνω τα μάτια μου και το δωμάτιο γεμίζει εικόνες και πρόσωπα. Το ταξίδι δεν έχει πια κανένα προορισμό. Με αρέσει πετάγομαι στα πολλά φανερά και  τα κρυφά της ζωής μου. Μόνον εγώ γνωρίζω με πόσην λαχτάρα το άνοιγα το μπλέ τετράδιον και έγραφα αυτά που με αγγίζαν την ψυχήν. Τότε είχα και φωνήν.

Δεν παραπονούμαι που πάντα ήμουν μόνος. Το ξέρω που η έγνοια μου  για την μελέτη και την ποίησιν θα ήταν άλλη, ή που καθόλου δεν θα είχα, αν ζούσα με άλλους, που θα έκλεβαν τον χρόνον μου. Και που εργάστηκα εις την Υπηρεσίαν Υδρεύσεως, αναγκάστηκα να ζήσω σχεδόν όπως όλοι. Όμως, εκείνο το μισητόν πράγμα με έκλεβε πολύτιμον χρόνον, που θα ημπορούσα να αφιερώσω εις την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν.

Τώρα, κρατώ το μπλε τετράδιον και ορισμένως νοιώθω που μπαίνω σε λιμάνι μετά από τρικυμία. Το γνωρίζω που δεν μπορώ για πολλά να ελπίζω και πως τούτα που γράφω είναι μια illusion. Όμως, θα γυρνώ πίσω και θα ζωντανεύουν πρόσωπα και εικόνες από περασμένες  ημέρες της ζωής μου, όπου τώρα νοιώθω να φεύγει.

 

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (7)

 

Αμυδρώς ενθυμούμαι την απουσίαν μας εις Λίβερπουλ, Λονδίνον, και Μασσαλία. Ενθυμούμαι, όμως, ότι το έτος 1876 μας έφεραν τα κακά νέα δια την διάλυσιν της εμπορικού οίκου του πατρός μου «Καβάφης και Σία» και ότι η οικογένεια έπεσε εις βαθύν οικονομικόν μαρασμόν. Άκουγα την μητέρα μου Χαρίκλεια να συζητεί δια νέες επιχειρήσεις, αλλά ένοιωθα που όλα επήγαιναν από το κακόν στο χείριστον. Μετά από παρέλευσιν πέντε ετών, χάθηκαν και οι τελευταίες ελπίδες της μητέρας, να εγκατασταθούμε εις την ξένην. Οι πρώην συνεργάτες του Πέτρου Καβάφη, εις τους οποίους εστήριξε πολλές ελπίδες αδιαφόρησαν, για τούτο εγκαταλείψαμε την Μασσαλία, και με ατμόπλοιον επανήλθαμε στην Αλεξάνδρεια.

Εμείναμε στην οδό Ραμλίου. Εκείνο το σπίτι το φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Δεν εμείναμε όμως για αρκετόν χρόνον. Διότι πάλιν αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την Αλεξάνδρειαν και να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, για να σωθούμε από τον βομβαρδισμό στον οποίο επεδόθη ο βρεττανικός στόλος, αφού εις τούτο κατέληξεν η εξέγερσις των Αιγυπτίων το έτος 1882. Από εκείνο το σπίτι,  κάθε μέρα επήγαινα στο «Λύκειον Ερμής» του Κωνσταντίνου Παπαζή, όπου για πρώτην φορά ένοιωσα που είχα αληθινούς φίλους, τον Μικέ Ράλλη, τον Στέφανον Σκυλλίτση και τον Τζών Ροδοκανάκη.

Το πλοίον ήταν πολύ βρώμικο και το ταξίδι πολύ φρικτόν, αλλά επιτέλους εφθάσαμε εις την Βασιλεύουσαν. Έτσι την έλεγεν ο εκ μητρός πάππος μου, Γεώργιος Φωτιάδης. Εκεί μας υποδέχθηκαν οι συγγενείς μας και αμέσως εξεχώρισα έναν ωραίον εξάδελφόν μου, τον  Γ. Ψυλλιάρη, που τον άρεσε η ποίησις. Ένα ποίημα, το “Leaving Therapia”, όπου το έγραψα για το γραφικόν χωριό, τη Θεραπειά στις ακτές του Βοσπόρου,  το ήβρε εξαιρετικόν και αυτό μ’ εκολάκευσε. Εκείνη την εποχή έγραψα και άλλα ποιήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Και πάλιν τον άρεσε πολύ ένα που το είπα “Dünya qüzeli”, όμορφος κόσμος, στην τουρκική γλώσσα, και του εγύρισα το κοπλιμέντο και τον είπα που αυτός τον ομόρφαινε.

Η Χαρίκλεια άλλαξε και νοιώθει που πρέπει να επιστρέψουμε στην Αλεξάνδρεια. Την γράφουν οι φίλες της ότι τα πράγματα εκαλυτέρεψαν και άρχισαν οι βεγγέρες και τα καλέσματα. Τα μαθαίνω κ’ εγώ από τον Μικέ και τον Στέφανο, όπου μ’ ερωτούν πότε θα ανταμώσουμε. Το λαχταρώ κ’ εγώ να τους ιδώ, μα κάτι εδώ της καρδιάς είναι και με κρατάει.

 

Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (8)

 

Αυτήν τη φορά ένοιωσα που εχάσαμε τα χρήματά μας και έπρεπε να εργαστώ. Παλαιότερα με επέρασε από το μυαλό να γενώ journalist ή πολιτικός. Τώρα με έδωσαν μια θέση  στην Εταιρεία Υδρεύσεως και εργάζομαι για να ζω. Γράφω και εις τον “Τηλέγραφο” της Αλεξάνδρειας ολίγα άρθρα, μερικά ποιήματα που μεταφράζω από την αγγλικήν, και διαφόρους εντυπώσεις. Ευτυχώς, το όνομα Πέτρος Καβάφης ορισμένοι το ενθυμούνται και το τιμούν.

Η ζωή όμως δεν είναι όπως παλιά κ’ εγώ κάμνω διάφορα ωσάν να μην άλλαξαν τα πράγματα. Με αρέσει το ωραίον ντύσιμο και ξοδεύω αρκετά για να ράβω φορεσιές από αγγλικά κασμήρια. Πηαίνω και στο χρηματιστήριον και ακούω τις τιμές και βλέπω που άλλοι χάνουν και άλλοι κερδίζουν. Καμιά φορά αγοράζω κ’ εγώ αυτά που με λένε και δεν χάνω. Έτσι περνώ τον καιρόν μου μέσα σε μια illusion που με αρέσει. Όμως, όταν νυχτώνει είναι διαφορετικά. Διαβάζω διάφορα βιβλία, περισσότερον ιστορικά, και άλλα για να μαθαίνω τι γράφουν οι Άγγλοι ποιηταί. Και όταν το μυαλό μου γεμίζει εικόνες και επιθυμίες, νομίζω που κ’ εγώ ζω σε άλλους κόσμους και συναντώ πρόσωπα, που τα φαντάζομαι να ζωντανεύουν, να έχουν τες ίδιες επιθυμίες  και να αφήνονται σε πράγματα που οι πολλοί κατηγορούν. Τότε με γεμίζει μια ανάγκη να γράφω και νομίζω που μπαίνω σε καταγώγια της Ιωνίας, της Αντιόχειας και της παλιάς Αλεξάνδρειας των Πτολεμαίων και γεύομαι από τα πιοτά που κάμνουν το σώμα να ζητά τες ηδονές των γενναίων.

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑπό τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (1- 3)
Επόμενο άρθροΚαιρός να γυρίσουμε σελίδα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ