Του Μάριου Μιχαηλίδη.
Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (1)
Σήμερα μ’ επεσκέφθηκε ο κ. Τίμος Μαλάνος και με έφερε πληροφορίες για επεισόδια εις την πλατεία Ταχρίρ. Εις το Κάιρον. Τον είπα ότι το γνωρίζω, και ότι με λυπεί η κατάστασις. Ωμοίαζε να επιζητεί συζήτησιν, αλλά τι να τον έλεγα; Την χώρα την εκμεταλλεύονται οι ξένοι, και δεν εννοώ μόνον τας κατοχικάς δυνάμεις, αλλά και τους εμπόρους και τους παντοειδείς εκ της Εσπερίας επιχειρηματίες Ιταλούς, Γάλλους και εκείνους από την εδικήν μας φάρα των Γραικών. Αυτά είπαμε και εμείναμε ενεργώς σιωπηλοί. Εις τούτο θαυμάζω τον Τίμο.
Την περασμένην εβδομάδα, τυχαία τον συνάντησα στον δρόμο και μαζί πήγαμε στο ζαχαροπλαστείον του Κυπραίου και με ετράταρε γλυκό και καφέ. Μιλήσαμε επί μακρόν για την κατάστασιν εις την χώρα και αυτό με επαραξένεψε. Ο Τίμος είναι τωόντι πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Παρακολουθεί και γνωρίζει πολλά διά την ποίησιν. Εννοώ την αγγλική και την γαλλικήν. Και τον χαίρομαι όταν προσπαθεί να συνδέσει την εδικήν μου ποίηση με συγχρόνους Άγγλους ποιητάς. Ανυπόφορος είναι μόνον δι’ ορισμένας εμμονάς του. Με φαίνεται που ορισμένες εικόνες με νέους φανατικούς στες ηδονές τον ενοχλούν. Εκείνη την φορά, όμως, δεν είπεν ούτε μία λέξη για την ποίηση. Ήτο πολύ ανήσυχος και δεν ημπορούσα να καταλάβω πού τον επήαινε ο νους του.
Τον εκοίταζα κρυφά που μ’ παρατηρούσε και αυτό δεν με άρεσε. Εις του Κυπραίου συχνάζουν πολλοί και αξιόλογοι. Με ορισμένους ανταλλάζω μόνον ματιές. Τον είπα, επιτέλους, ότι με λυπεί η αναστάτωσις εις Κάιρον και ότι τούτο με φέρει μεγάλην ανησυχίαν, διότι οι Άγγλοι θεωρούν βεβαίαν σχεδόν την μετάδοσιν των γεγονότων και εις Αλεξάνδρειαν. Το συζήτησα και με τον Φόρστερ τον οποίο είδα όλως τυχαίως να μπαίνει εις το παλάτι του Χεδίβη. Και εκείνος φοβείται. Αλλά τοιαύτα γεγονότα ήτο αναμενόμενον να συμβούν. Οι ντόπιοι Αιγυπτιώται μού είναι συμπαθείς. Άλλωστε και εγώ Έλλην της Αιγύπτου είμαι. Ενίοτε όμως περιπλέκονται εις ασκόπους μεταξύ των διαμάχας και πολλοί σκοτώνονται, ενώ άλλο είναι το πρόβλημά των. Οι Άγγλοι τούς αποκαλούν βαρβάρους. Με προκαλεί έκπληξη που τελευταία ο διευθυντής Ε. Μίλτον όταν φεύγω κατά τας τέσσαρες με λέγει «…και να προσέχετε». Προχθές τον συνήντησα εις το χρηματιστήριον και πάλι με είπε «Να προσέχετε…»
Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (2)
Ο Φόρστερ ήξερε που θα ήμουν στον “Αθηναίο” και ήρθε και αυτός για να πιούμε τσάι. Έτσι με είπε. Επαραξενεύτηκα, όμως, που τον είδα ανήσυχο. Κρατούσε στα χέρια του την εφημερίδα με τυπωμένο το ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Εκύτταξε περίεργα γύρω και με είπε, «Είναι επικίνδυνον να γράφετε σήμερα που οι βάρβαροι είναι μια κάποια λύσις. Το λέγω ως φίλος.» Και εσυνέχισε, «Εσείς είστε φίλος των Άγγλων, πώς…» και τον διέκοψα ευγενικά και τον είπα, “Με φαίνεται, αγαπητέ μου, που λησμονείτε ότι η Αίγυπτος είναι η πατρίδα μου. Αλλά και πάλιν, δεν έχετε καταλάβει ότι η ποίησις μου δεν περιορίζεται εις συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις. Τρόπον τινά, έχει μίαν καθολικότητα.”
Τον είπα ότι εις το συγκεκριμένον ποίημα, το σκηνικόν ομοιάζει με ρωμαϊκόν αλλά δεν είναι ακριβώς. Η αγωνία των Αξιωματούχων δεν είναι ειδικώς η αγωνία των Ρωμαίων προ της πτώσεως της αυτοκρατορίας και η φύσις του θέματος το οποίον θίγεται είναι γενικοτέρα. Μ’ εκύτταζε προσεκτικά κ’ εγώ εσυνέχισα. “Ό,τι ο πολιτισμός διανύει μίαν πορείαν κυκλικήν ή καμπυλόσχημον, καθώς από τον πρωτογωνισμόν προχωρεί προς την ανάπτυξιν και την ακμήν και ακολούθως βαίνει ολονέν προς την φθοράν, πιστεύω να το γνωρίζετε. Αυτό συμβαίνει εις όλας τα εποχάς και το αντιμετωπίζουν όλαι αι αυτοκρατορίαι. Τότε κάτι άλλο συμβαίνει, είτε προκαλείται επανάστασις εκ του λαού και αλλάζει ο ρους των πραγμάτων είτε ένας άλλος ακμαίος και σφρηγιλός λαός έρχεται δια να δώσει πνοήν εις τον φθίνοντα πολιτισμόν. Πώς, λοιπόν, εσείς βλέπετε να ομιλώ δια την Αγγλικήν Αυτοκρατορίαν και δια τους ντόπιους, τους οποίους, επαναλαμβάνω, εσείς αποκαλείτε, ενίοτε, βαρβάρους;”
Ο Φόρστερ με άκουγε και παρέμενε σιωπηλός.
Από τις Σημειώσεις του Κ. Π. Καβάφη (3)
Έμαθα που το Έκτακτον Δικαστήριον καταδίκασε τέσσαρες Αιγυπτιώτες για τα επεισόδια στο Ντενσουάι. Το πλέον προκλητικόν το εδημοσίευσε μία εφημερίδα της Κατοχής. Πριν την απόφαση, οι Άγγλοι είχαν ήδη στήσει τας αγχόνας. Το φταίξιμο βρίσκω που είναι των Βρεττανών, εφόσον, δια να περάσουν την ώρα τους, εσκότωσαν πολλά περιστέρια και έκαψαν δύο αλώνια των φελλάχων. Η αγανάκτησις των ήτο δικαία. Και μαζεύτηκαν πολλοί την ημέρα της εκτελέσεως γύρω από τις κρεμάλες και οδύρονταν κ’ εκαταριούνταν τους Βρεττανούς.
Η είδησις που μια μάνα έκλαιγε κ’ εχτυπιούνταν στα χώματα κάτω απ’ τον μεσημεριανό άγριον ήλιο, με έριξε εις περισυλλογήν και μαρασμόν. Πρώτον εκρέμασαν έναν γέρο φελλάχο εβδομήντα δύο χρονών. Δεύτερον έναν άντρα που τον κρέμασαν χωρίς να ειπεί ούτε μια λέξη και τρίτο θα έφερναν οι χριστιανοί το δεκαεφτά χρονών παιδί της, να το κρεμάσουν και αυτό. Δεκαεφτά χρονών νέος και η μάνα του εκραύγαζε σα λύκος και όλο μοιρολογούσε. Το εσκεπτόμουν που ο Λόρδος Κρόμερ εφέρθηκε στους ντόπιους με αγριότητα. Εσκεπτόμουν και την αναταπόκρισιν του “Ταχυδρόμου” της Αλεξανδρείας από το Κάΐρον και με έφερε θλίψη που Έλληνες έγραψαν ότι “Παρόμοιον μέτρον εφήρμοσεν η Αγγλική Κυβέρνησις εν Κύπρω, από της εφαρμογής δ’ αυτού σπανιώτατα κακοποιός ή κακούργος διέφυγε την τιμωρίαν του νόμου, τα δε εγκλήματα ηλαττώθησαν…”
Ναι, με λυπεί η την κατάντια των. Γνωρίζω που η λέξις “Xριστιανοί” στο ποίημα “27 Ιουνίου 1906, 2 μμ.” θα παρεξηγηθεί και πολλοί πολλά θα ειπούν. Το σημειώνω εδώ, με την λέξη εννοώ τους Ευρωπαίους, μα πιο πολύ θέλω να ειπώ ότι δεν αρμόζει εις τους Χριστιανούς, όπου το δόγμα των ομιλεί δια φιλανθρωπίαν και αγαθότητα, να στήνουν κρεμάλες. Το ποίημα δεν το έγραψα αμέσως, επέρασαν δεκαοκτώ μήνες και ούτε θα το τυπώσω, όπως και πολλά άλλα δεν έχω τυπώσει. Με είπαν αδιάφορο για τα κοινωνικά και τα πολιτικά. Η εκτέλεσις των τεσσάρων φελλάχων, όμως, επροκάλεσεν παντού εις όλην την Ευρώπην συγκίνησιν και κατακραυγήν.