Της Κατερίνας Γούλα.
Στις 14 Νοέμβρη του 1913 ο Μαρσέλ Προυστ καταφέρνει μετά από απανωτές απορρίψεις να δει τον πρώτο τόμο του À la recherche du temps perdu, με τίτλο Du côté de chez Swann, να κυκλοφορεί επιτέλους από τον εκδοτικό οίκο Grasset. Εν όψει της επετείου των 100 χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου τόμου ενός έργου που δεν απολάμβανε πάντοτε στη Γαλλία τη μοναδική αίγλη που το περιβάλλει σήμερα, οι προθήκες των βιβλιοπωλείων γέμισαν με αφιερώματα για το φιλοσοφικό νόημα του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, τις μεταμοντέρνες επεκτάσεις του, τον Προυστ ως μυθιστοριογράφο, τον Προυστ ως λόγιο διανοούμενο, τους φίλους του και τους έρωτες του, το ρόλο της ομοφυλοφιλίας του, τα κρεβάτια, τα δωμάτια και τις λάμπες στο έργο του, συζητήσεις για το αν ήταν όντως μαλθακός και τεμπέλης ή αν ήταν τελικά ένας ακούραστος μανιώδης της γραφής, ποιος ήταν ο ρόλος της μητέρας του, ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της μαντλέν και του ροφήματος της θείας Λεονί, δοκίμια πάνω στην ικανότητα ανάκλησης της μνήμης και τεστ ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής για να μάθετε πόσο “προυστικός” είστε. Στην ιστοσελίδα Gallica της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (BnF) μπορείτε επίσης να αποκτήσετε πρόσβαση σε 65 τετράδια με χειρόγραφα του Αναζητώντας το χαμένο χρόνο και να θαυμάσετε το χάος μέσα από το οποίο γεννήθηκε αυτό το έμβλημα της λογοτεχνικής αρμονίας. Ο Προυστ κατάφερε σίγουρα να φτιάξει ένα έργο τέχνης σύμφωνα τουλάχιστον με τον ορισμό που έδινε ο ίδιος για τα έργα τέχνης: σχήματα, μορφές, εικόνες, λέξεις και ήχοι που απλώνονται μέσα μας σαν δίχτυα και καραδοκούν να αιχμαλωτίσουν και να ιδιοποιηθούν όλες τις μελλοντικές εμπειρίες μας. Έτσι και το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο είναι ένα φίλτρο που άπαξ και υιοθετηθεί από τον αναγνώστη θα διυλίσει, αν δε γίνει μάλιστα το ίδιο το κριτήριο επιλογής, όχι μόνο τις μορφές τέχνης που θα απολαύσει στην πορεία της ζωής του αλλά και τα ίδια τα προσωπικά βιώματά του. Δεν πρόκειται για ένα απλό ανάγνωσμα αλλά για μια εξαιρετικά οξυδερκή και λεπτολόγο ποιητική προσέγγιση της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας που εγκαθίσταται μέσα μας, κατοικεί κυριολεκτικά στο μυαλό μας και γίνεται ένα ερμηνευτικό εργαλείο του ψυχισμού μας και του κόσμου. Ολόκληρο αυτό το ανθρώπινο σύμπαν, με τις λαμπερές κοσμικές συνήθειες επιφάνεια και τις σκοτεινές υφέρπουσες ανάγκες, που ανασταίνεται μέσα στο έργο του κάθε φορά που ξαναδιαβάζεται – και κατά μια έννοια ξαναγράφεται – αφήνει τον αναγνώστη με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πένθους όταν φτάσει στο τέλος του έργου και χρειαστεί να το αποχωριστεί. Δυο αμίμητα λογοτεχνικά ευρήματα ωστόσο παρηγορούν τον αναγνώστη. Καταρχάς, μεταξύ του πρώτου και του έβδομου τόμου θα μπορούσαν να μεσολαβούν πέντε, δέκα, χίλια ή κανένα άλλο βιβλίο, ανάγοντας έτσι το έργο αυτό εκτός από μυθιστόρημα ταυτόχρονα και σε μια θεωρία του μυθιστορήματος: μεταξύ των δυο πυλώνων του θεωρητικού οικοδομήματος, της αφήγησης αυτής που έχει χαρακτηριστικά “προγράμματος” εκτείνεται ανεμπόδιστο ένα απέραντο εύρος πιθανών σεναρίων, με υποψίες που δεν επιβεβαιώνονται, ιστορίες που δε φτάνουν στο τέλος τους, μυστικά που αναγγέλλονται αλλά δεν αποκαλύπτονται κι έτσι το έργο παραμένει εκκρεμές και εγγενώς “ατέρμονο”. Δεύτερο εύρημα που δίνει μια συγκινητική αισιοδοξία στον αναγνώστη και μια ολοένα ανανεούμενη πνοή στη δυναμική του έργου που αποκηρύσσει το τέλος του είναι η επιδέξια παρουσίασή του από τον συγγραφέα σαν ένα επ’άπειρον αναβαλλόμενο πέρασμα στην πράξη: όταν ο Προυστ βάζει την τελευταία τελεία ο νεαρός Μαρσέλ μόλις συνειδητοποιεί τι είναι αυτό που τόσο καιρό αναζητά σαν υλικό στο συγγραφικό του έργο. Τώρα είναι έτοιμος να αρχίσει, μόλις καταλαβαίνει συγκλονισμένος ότι έχει την ικανότητα να γίνει συγγραφέας. Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο και μπορεί να αφήσει τη φαντασία του να πλάσει απ’ την αρχή τη συγγραφή του. Αυτή την περίοδο που όλα τα φώτα είναι στραμμένα στον Προυστ, είναι ευκαιρία για όσους τον έχουν μελετήσει να ξαναεπιστρέψουν στα μονοπάτια του και για όσους δεν τον ξέρουν να πάρουν την απόφαση να του αφιερώσουν λίγο αναγνωστικό χρόνο και να κερδίσουν σίγουρα πολύ χρόνο ζωής.