του Γρηγόρη Αζαριάδη
H Yrsa Sigurdardottir έχει έρθει πριν λίγα χρόνια στην χώρα μας, κουβαλώντας μιά βαρειά κληρονομιά. Ανταγωνίζεται γιά τον τίτλο της καλύτερης (εμπορικά ή ποιοτικά ή και οτιδήποτε άλλο) Ισλανδής συγγραφέως αστυνομικής λογοτεχνίας με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Arnaldur Indridason. Το DNA κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» (σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά κι επιμέλεια Βάλιας Μπράβου, σελίδες 521).
Το προηγούμενο αστυνομικό της μυθιστόρημα (θριλερ μαλλον) με τίτλο «Η εκδίκηση» τιμήθηκε με το Islandic Crime Fiction Award και ήταν υποφήφιο γιά το Glass Key,την υψηλότερη διάκριση στον χώρο της Σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Το «DNA» ξεκινά με την ιστορία τριών ετεροθαλών αδερφών, δύο αγοριών και ενός κοριτσιού ηλικίας από ενός έως τεσσάρων ετών, τα οποία μετά από το τραγικό τέλος της οικογένειάς τους αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να δοθούν προς υιοθεσία. Γιά κακή τους τύχη (είναι βλέπετε και δύσκολο να βρεθεί οικογένεια να αναλάβει και τα τρία) οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες αποφασίζουν να τα χωρίσουν.
Η ιστορία μεταφέρεται τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, όπου μιά νεαρή και αθώα μητέρα τριών παιδιών δολοφονείται μ’ένα πολύ βίαιο τρόπο. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο νεοπροαχθείς ντετέκτιβ Χούλνταρ, ο οποίος και θα ζητήσει την συνδρομή της παιδοψυχολόγου Φρέγια. Η Φρέγια έχει την εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία να διευθύνει το έργο της ανάκρισης της επτάχρονης κόρης του θύματος που ήταν αυτήκοη μάρτυρας του φόνου, κρυμμένη στο δωμάτιο της μητέρας της. Κι αυτό βέβαια απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό μετά το σοκ που έχει υποστεί η μικρή.
Η κατάσταση γιά τον ντετέκτιβ Χούλνταρ θα περιπλακεί έτι περαιτέρω, δεδομένου ότι από την μία πλευρά αναγκάζεται να συνεργαστεί με την Φρέγια, με την οποία τον συνδέει ένα μάλλον αδέξιο one night stand στο πρόσφατο παρελθόν και από την άλλη έχει καταφέρει να συνδεθεί με μιά σχεδόν παρόμοια περιπέτεια με την Καρλότα, την ευρισκόμενη σε διάσταση με τον άμεσο συνεργάτη του, ονόματι Ρίκαρντουρ.
Η υπόθεση όμως αποδεικνύεται ότι μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερη, καθώς ακολουθεί μιά δεύτερη σχεδόν παρόμοια δολοφονία, μιάς μοναχικής συνταξιούχου καθηγήτριας βιολογίας. Παράλληλα, ένας νεαρός απροσάρμοστος κοινωνικά ραδιοερασιτέχνης ανιχνεύει ορισμένα παράξενα κωδικοποιημένα μηνύματα, που ανακαλύπτει ότι τελικά περιέχουν στοιχεία που αφορούν στον ίδιο και στα δύο θύματα.
Η Sigurdardóttir έχει μελετήσει σε μεγάλο βαθμό την τεχνική της αποκαλούμενης Σκανδιναβικής σχολής αστυνομικού μυθιστορήματος. Άλλωστε κι η Ισλανδία ανήκει κατά μία ευρύτερη έννοια εντάσσεται στον συγκεκριμένο χώρο, από πλευράς κουλτούρας. Η πλοκή σχεδιάζεται και αναπτύσσεται με πολύ προσεγμένο τρόπο, σε κάποια σημεία σχεδόν δεξιοτεχνικά. Γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες από την προσωπική ζωή των χαρακτήρων, πρωτευόντων και δευτερευόντων, με χαλαρό και μάλλον αργό ρυθμό. Θυμίζει παραδοσιακό κέντημα στο χέρι. Η συγγραφέας νοιώθει σιγουριά και ασφάλεια στον συγκεκριμένο χώρο και παράλληλα προσπαθεί να μας δώσει μιά παραστατική εικόνα της Ισλανδικής κοινωνίας. Γιά παράδειγμα, το θέμα της υιοθεσίας, που φαίνεται να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Ή πάλι το θέμα της αποξένωσης, της απομάκρυνσης, των διαλυμένων οικογενειών και γενικότερα των σχέσεων των σύγχρονων ανθρώπων των πάγων.
Μία πρώτη ένσταση μπορεί να είναι η έκταση αυτού του «πρώτου μέρους». Ωραία όλα αυτά που είπαμε, πειστική η σκληρή σημερινή κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, αλλά το να αφιερώσεις τα 2/3 του μυθιστορήματος σ’αυτό τον χώρο μπορεί από κάποιους να θεωρηθεί μάλλον υπερβολικό. Διότι εννοείται ότι σε όλο αυτό το διάστημα η πλοκή εξελίσσεται με ρυθμό αυτοκινήτου, που έχει κολλήσει στην Λεωφόρο Κηφισσού μιά τυχαία βροχερή ημέρα. Κι εδώ έχω να παρατηρήσω ότι μάλλον επιβεβαιώνεται η θεωρία περί της επίδρασης των κλιματολογικών συνθηκών μιάς χώρας πάνω στην διαμόρφωση των συγγραφικών συνηθειών. Μεγάλες, ατέλειωτες νύχτες ενός μεγάλου, ατέλειωτου χειμώνα απαιτούν και μεγάλες, ατέλειωτες περιγραφές. Αναμενόμενο και δίκαιο, μπορώ να παραδεχτώ.
Στο τελευταίο τρίτο, ο ρυθμός επιταχύνεται. Η πλοκή αποκτά σαφώς ταχύτερο ρυθμό. Οι έρευνες της αστυνομίας επί τέλους δείχνουν να ξεκολλάνε από το πολυήμερο τέλμα και τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μπροστά. Αν και το κλασικό τρυκ προσπάθειας ενοχοποίησης του λάθους ατόμου δεν δείχνει και τόσο πειστικό, αίφνης η ανακάλυψη κάποιου «δευτερεύοντος και παραμελημένου» στοιχείου αποτελεί το εφαλτήριο γιά την απογείωση της υπόθεσης. Και στο σημείο αυτό, εδράζεται η δεύτερη ένσταση. Έχουν λεχθεί πολλά και γιά πολλούς και γνωστούς συγγραφείς. Εγώ θεωρώ ότι τα όρια ανάμεσα στην «έξυπνη» και «αιφνιδιαστική» ανατροπή της πλοκής με αυτό που κάποιοι σκληρά χαρακτηρίζουν «ευκολία του συγγραφέα» είναι μάλλον δυσδιάκριτα. Κι έγκειται στον κάθε αναγνώστη να αποφασίσει αν ο συγγραφέας έχει περάσει από την άλλη πλευρά των συνόρων ή όχι.
Η Sigurdardóttir έχει στο μυαλό της ένα σχεδόν κλασικό γρίφο whodunit και αναπτύσσει μιά κλασική γραμμική αφήγηση, με μιά πρωτότυπη τριπρόσωπη οπτική … Αυτή του αστυνομικού επιθεωρητή, της ψυχολόγου και του ραδιοερασιτέχνη. Δημιουργεί μιά κλειστοφοβική αίσθηση και προσθέτει στην συνταγή ικανοποιητικές δόσεις τρόμου και του σοκ, χαρακτηριστικό που συναντάται σε όλα τα βιβλία της. Να σημειωθεί εδώ ότι η συγγραφέας έχει ήδη προστεθεί στην σεναριακή ομάδα της ισλανδικής τηλεοπτικής σειράς Ófærð (αγγλικός τίτλος: “Trapped”) ενόψει της δεύτερης σεζόν που αναμένεται το 2018. Κι αυτό λέει αρκετά γιά όσους έχουν δει την σειρά (από τις κορυφαίες της σύγχρονης Νέας Τηλεοπτικής Τάξης).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι σε μιά χώρα όπου σύμφωνα με τις στατιστικές το ποσοστό εγκληματικότητας είναι πολύ χαμηλό, οι συγγραφείς αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν την φαντασία τους και να επινοήσουν και τελικά να περιγράψουν κάποια αποτρόπαια εγκλήματα, που φαίνεται να έχουν στόχο απλά την μεγαλύτερη εμπορικότητα. Άσχετα, αν με αυτό τον τρόπο δεν συνάδουν με την μορφή της σημερινής κοινωνίας της χώρας τους.
Τέλος, όσον αφορά την σύγκριση με τον συμπατριώτη της, πιστεύω ότι ο Indridason σπρώχνει το χειρουργικό νυστέρι βαθύτερα από την Sigurdardóttir τόσο στο επίπεδο της ανάλυσης της Ισλανδικής κοινωνίας, όσο και (πολύ περισσότερο μάλιστα) στην ανατομία της ψυχολογίας των χαρακτήρων του.
Yrsa Sigurdardottir, DNA, μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά κι επιμέλεια Βάλιας Μπράβου, Μεταίχμιο