Από την εσώτερη καθημερινότητα σε έναν εξωστρεφή και επίβουλο κόσμο, η πεζογραφία του Τάσου Καλούτσα (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
1671

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Διηγηματογράφος κατ’ αποκλειστικότητα, ο Τάσος Καλούτσας (γεν. 1948) μοιάζει να έλκει την καταγωγή από την παράδοση της Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου: αδιακόσμητη εικονογραφία, χαρακτήρες ταπεινοί και βγαλμένοι από την ασφυξία της οικογενειακής ζωής, αφήγηση σε χαμηλούς, σχεδόν αδιατάρακτους τόνους. Κάτω, ωστόσο, από αυτή την ήρεμη ρεαλιστική επιφάνεια κινείται πάντοτε κάτι δυσοίωνο: κάτι που παρά την ασάφεια και την απροσδιοριστία του είναι έτοιμο να διαρρήξει την τάξη των πραγμάτων και να πλήξει εκ των ένδον τους πρωταγωνιστές. Έτσι ο ρεαλισμός του Καλούτσα μετατρέπεται σε ένα σύστημα κρυφών αντικατοπτρισμών που μεταθέτει κάθε τόσο την κεντρική του εστίαση. Όσο για την οικογενειακή συνθήκη, δηλώνει πληθωρικά την παρουσία της ήδη από το πρώτο βιβλίο του, που κυκλοφορεί εν έτει 1987 με τίτλο Το κελεπούρι: ο θάνατος του παππού, η άνοια του πατέρα και οι ατέλειωτες έγνοιες του γιού διαμέσου μιας σειράς αδιόρατα αμφίρροπων καταστάσεων με τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής να δίνουν την αίσθηση πως διαδέχονται συνειρμικά το ένα το άλλο,[1] προκαλώντας μιαν υπόγεια κινητικότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η χλωμή καθημερινότητα της οικογένειας θα έλθει να συναντήσει τη χλωμή καθημερινότητα του έξω κόσμου: δυο χωροφύλακες που θα ξεσπάσουν το μένος τους σ’ έναν χρήστη ναρκωτικών, ένα λαϊκό ζευγάρι που θα λογοφέρει αγρίως, ένας παράνομος έρωτας – και πολλές διαψεύσεις των προσδοκιών της νιότης.[2]

Ο συγγραφέας εφαρμόζει την ίδια γραμμή και στα δύο επόμενα βιβλία του: το Κλαμπ (1990) και το Καινούργιο αμάξι (1995). Στο Κλαμπ θα κυριαρχήσει εκ νέου η καθημερινότητα: τα καθυστερούμενα ενοίκια ενός μικρού γραφείου, μια ερωτική βραδιά στο αυτοκίνητο, ο πόθος ενός τριανταπεντάρη για μια μικρή. Ο Καλούτσας γίνεται εδώ υπέρμαχος της αφανούς προεξαγγελίας, κάνοντας υπαινιγμούς από τις πρώτες κιόλας αράδες τού κάθε διηγήματος για τα επερχόμενα γεγονότα. Κάτι που θα τον βοηθήσει να φωτίσει τα τεκταινόμενα από μια οπτική γωνία η οποία θα αποκαλυφθεί στην πλήρη έκτασή της μόνο λίγο πριν από το τέλος: ένα φλας μπακ διαρκείας. Στο Καινούργιο αμάξι, ο τόνος είναι κάπως διαφορετικός. Πιστοί οικογενειάρχες και ορκισμένοι μοναχικοί έρχονται ευθέως αντιμέτωποι με τη μοίρα τους: από τη μια γονείς που νουθετούν επίμονα τα παιδιά τους και παιδιά που γηροκομούν αναγκαστικά τους γονείς τους και από την άλλη άνδρες κλεισμένοι στη μοναξιά τους ή γυναίκες που αναμασούν ένα ούτως ή άλλως ακρωτηριασμένο ερωτικό παρελθόν. Κανένας δεν θα συνειδητοποιήσει επακριβώς την έκταση του αποκλεισμού του, όλοι, ωστόσο, θα αντικρίσουν πάραυτα τα στενά περιθώρια της ύπαρξής τους. Όσο για τον ρεαλισμό του Καλούτσα, υπονομεύεται πλέον μόνο από τις δυσδιάκριτες εσωτερικές ρωγμές των καθημερινών καταστάσεων, αλλά και από τη γλώσσα των ανθρώπων που τις βιώνουν. Η βροχή από τις κοινοτοπίες που ξεστομίζουν οι ήρωες θα υπενθυμίσει πρώτα το περιορισμένο κοινωνικό τους status κι ύστερα, μέσω μιας αλυσίδας προσεκτικά συγκαλυμμένων εικόνων, τη συρρικνωμένη ψυχολογία τους. Οι καταπιεσμένες επιθυμίες, οι μικροί ή οι μεγάλοι φόβοι και η ανάλωση σ’ έναν λίγο-πολύ ισοπεδωμένο βίο δεν αποτυπώνονται σε συγκεκριμένες ενέργειες ή αντιδράσεις, αλλά σε λόγια: κοινά και ξέπνοα λόγια, που αποκαλύπτουν αργά ή γρήγορα τον υπαρξιακό και τον κοινωνικό βάλτο των ομιλητών.

Με το Τραγούδι των σειρήνων (2000) αποκλειστικό θέμα του Καλούτσα θα γίνει ο θάνατος: ο αναμενόμενος, ο αξιοπρεπής, ο σοβαρός, αλλά και ο γελοίος θάνατος.[3] Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον θάνατο είτε ως δεδομένο και αυταπόδεικτο γεγονός, από το οποίο θα εκκινήσει η αφήγηση για να ξετυλίξει τον μίτο της, είτε ως αναπόφευκτο τέλος μιας καθημαγμένης ζωής η οποία βρίσκει με το κόψιμο του νήματος τη λογική της ολοκλήρωση. Τα πιο αδύναμα κομμάτια της συλλογής είναι όσα έχουν γραφτεί με τον πρώτο τρόπο, που παρουσιάζει μιαν ατονία ως προς τη σκιαγράφηση των προσώπων. Το αντίθετο συμβαίνει με τα κείμενα του άλλου τρόπου. Ο Καλούτσας οργανώνει εν προκειμένω υπό κλίμακα τη δράση, έχοντας στην πραγματικότητα, και πάλι, προαναγγείλει από πολύ νωρίς την κατάληξή της. Με έναν αυτοβιογραφικό αφηγητή ο οποίος, όμως, σπανίως αυτοβιογραφείται,[4] ο συγγραφέας συνεχίζει να κρύβει πίσω από το αργό και ουδέτερο τέμπο του τις σκιασμένες περιοχές του εγώ.
Με τα διηγήματα της συλλογής Η ωραιότερη μέρα της (2010), ο Καλούτσας δοκιμάζει κάποιες ευδιάκριτες αλλαγές. Πρώτον, περιορίζει δραστικά τις ενδοοικογενειακές αναφορές του, που τείνουν τώρα να επισκιαστούν από τις περιπέτειες ενός μεμονωμένου και κατά κόρον αγχωμένου (πανικόβλητου τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους) υποκειμένου. Δεύτερον, η καθημερινότητα μοιάζει πια να χάνει την αλλοτινή της εσωστρέφεια, επιτρέποντας να παρεισδύσουν στο σώμα της εικόνες από τις μεγάλες πολιτικές διαταραχές του 21ου αιώνα.[5] Ξεκινώντας, παρόλα αυτά, από τα ενδοοικογενειακά υπολείμματα και τα απομεινάρια της περίκλειστης καθημερινότητας, θα έλεγα ότι δεν έχουν πάψει να αποτελούν το πιο δυνατό σημείο του συγγραφέα: μια υπερήλικη μητέρα που πλένει ευλαβικά τα πόδια του 45χρονου γιου της, προσπαθώντας να απομακρύνει τη μοναξιά και την ερημιά του, μια γιαγιά που βασανίζεται από την αλλοδαπή βοηθό της υπό τα αδιάφορα μάτια των παιδιών της, ένας καταθλιπτικός σύζυγος που βλέπει την ερωμένη του να τον εγκαταλείπει εξαιτίας της φτώχειας του, αλλά κι ένας τραγελαφικά προδομένος εραστής. Ως προς την καινούργια φουρνιά των ηρώων του, ο Καλούτσας επιτρέπει στον αρχικά  αμέτοχο λόγο του αφηγητή του (πρωτοπρόσωπου ή τριτοπρόσωπου) να αρπάξει από ένα σημείο και μετά μαζί τους φωτιά, πηγαίνοντας μέχρι τα έγκατα της συνείδησής τους. Οι ήρωες αποδεικνύονται εδώ ισχυρότεροι όταν μένουν οχυρωμένοι πίσω από την παράνοιά τους, είτε η παράνοια έχει να κάνει με ένα πλέγμα παιδικής βίας και ενήλικης ενοχής είτε λειτουργεί ως αυτοκαταστροφική φαρσοκωμωδία. Όταν, πάντως, ο Καλούτσας προσπαθεί να συνδέσει τα πρόσωπά του με τις πολεμικές αγριότητες της εποχής μας, ακόμα κι αν το κάνει μόνο για να δείξει την αδυναμία τους για οποιαδήποτε συμμετοχή και  ένταξη, καταλήγει κάπως σχηματικός και διδακτικός: μια στάση μάλλον ανοίκεια για το εν γένει στυλ της πεζογραφίας του.

Στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Καλούτσα, που τιτλοφορείται Υπό το κράτος του τρόμου (2018), ο καινούργιος προσανατολισμός δεν αλλάζει. Πολλοί άνθρωποι που βλέπουν ξαφνικά τη ζωή τους να τελειώνει μεταξύ συγγενών και φίλων (από ασθένειες και ατυχήματα, από την κακή συγκυρία ή επειδή αυτοκτονούν), πιτσιρικάδες που πάνε να κλέψουν τον πατέρα τους για ένα ποδήλατο, Έλληνες και Βαλκάνιοι που μοιράζονται την ίδια μοίρα, πρόσωπα που εκστασιάζονται μέσα σε έναν κήπο, γιαγιάδες που αρέσκονται σε αισχρά τραγούδια, δολοφονημένοι σε τουριστικά θέρετρα, πόρνες που παλεύουν με τον χρόνο, μοναχικοί που ψάχνουν την ταυτότητά τους στις φτωχογειτονιές της μεγάλης πολιτείας, μανάδες που αφήνουν τους γιους τους στην τύχη τους, συγγραφείς που κατακλύζονται από ψυχώσεις, γέροι που ξεσπούν σε φωνές μετά από ένα τρακάρισμα. Αυτός είναι ο πληθυσμός του Καλούτσα. Ένας εντελώς ετερόκλητος πληθυσμός, που κινείται εντός Θεσσαλονίκης, αλλά και στα πέριξ της πόλης, παρακολουθώντας τον εαυτό του να μεταμορφώνεται καθώς οι επαχθείς συνέπειες της κρίσης (που πάντως δεν υπερτονίζονται, ούτε καταγγέλλονται) τον επηρεάζουν ριζικά. Έτσι, η σχεδόν σιωπηλή, εσώτερη καθημερινότητα των παλαιότερων διηγημάτων του Καλούτσα εξελίσσεται βαθμιαία σε μια άλλη κατάσταση: γίνεται ένας εξωτερικός, βαρύς, επιθετικός και συχνά επίβουλος και θανατηφόρος κόσμος έτοιμος να καταστρέψει ό,τι βρεθεί μπροστά του – σώματα, ψυχές και συνειδήσεις. Είναι το τίμημα που πρέπει πληρωθεί προκειμένου να περάσουν οι άνθρωποι (θέλουν δεν θέλουν, τους αρέσει δεν τους αρέσει) από τον κύκλο της ιδιωτικής και της οικογενειακής τους ασφάλειας στη δοκιμασία μιας κοινωνίας ανοιχτής στην οικονομική εξαθλίωση, στον ηθικό υποβιβασμό και στην αναίρεση της οποιασδήποτε ατομικής αξίας. Κι όλα αυτά σε μιαν ατμόσφαιρα μόνιμης μελαγχολίας, που ξέρει πώς να αγγίξει τη σήψη και τη συρρίκνωση χωρίς να γεμίσει τον πίνακα με μαύρα, αποθαρρυντικά χρώματα.

 

[1] Για την αίσθηση της συνειρμικής διαδοχής των διηγημάτων στο Κελεπούρι, βλ. την κριτική του Περικλή Σφυρίδη, περιοδικό Τραμ, Οκτώβριος 1987, τρίτη διαδρομή, τεύχος 3.

[2] Σημειώνει ο Κώστας Σταματίου στην κριτική του για το βιβλίο, εφημερίδα Τα Νέα, 16 Ιανουαρίου 1988, τώρα και Το βιβλίο και ο χρόνος 1979-1991, τόμος Β’ (1988-1991), επιλογή κειμένων Θανάσης Θ. Νιάρχος-Βάσω Κυριαζάκου, επίμετρο Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004: «Δεκαεννιά πεζά, ισάριθμες καταστάσεις καθημερινής ζωής, συχνά εικόνες αντιπροσωπευτικές της ενδημούσας ελλαδικής σχιζοφρένειας. Η αφήγηση είναι άνετη, ρέουσα, άμεση, ζωντανή».

[3] Στην κριτική του για το βιβλίο, περιοδικό Νέα Εστία, Μάιος 2001, τεύχος 1734, ο Γ. Αράγης γράφει πως ο συγγραφέας έχει «δεσμεύσει τον εαυτό του να γράψει σχεδόν προγραμματικά πάνω στο θέμα του θανάτου».

[4] Όπως υπογραμμίζει ο Γ. Δ. Παγανός στην κριτική του για το Τραγούδι των σειρήνων, περιοδικό Νέα Εστία, Μάιος 2001, όπ.π., «ο αφηγητής είναι ένας παρατηρητής-αφηγητής με την περιορισμένη εμπειρία του αυτόπτη μάρτυρα. Υποδύεται τον ρόλο ενός αντικειμενικού παρατηρητή ή ενός προσώπου που συμμετέχει στην ιστορία. Βλέπει εκ των έσω και καταγράφει αντιδράσεις και συμπεριφορές, φυτεμένος κι ο ίδιος στο περιβάλλον του μικρόκοσμου όπου κινείται».

[5] Παρατηρεί στην κριτική της για το βιβλίο, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη», 22 Ιανουαρίου 2011, η Μ. Θεοδοσοπούλου: «Σε αυτά τα διηγήματα της νέας σοδειάς ο συγγραφέας απομακρύνεται από την υπαινικτική περιγραφή της καθημερινότητας του μέσου Θεσσαλονικιού, με την οποία έχει επιτύχει γνησίως βραβεύσιμα αποτελέσματα, και προχωράει πειραματιζόμενος σε λιγότερο οικεία του εδάφη. Παραμερίζει τους κοινούς τύπους ανθρώπων και επιλέγει ιδιάζουσες περιπτώσεις. Ταυτόχρονα, εγκαταλείπει τον κλειστό κόσμο του και στρέφεται στα κοινωνικά προβλήματα και την πολιτική επικαιρότητα».

Οι τίτλοι των βιβλίων του Τάσου Καλούτσα

(2018) Υπό το κράτος του τρόμου, Μεταίχμιο
(2010) Η ωραιότερη μέρα της, Μεταίχμιο
(2000) Το τραγούδι των Σειρήνων, Νεφέλη
(1997) Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα, Νεφέλη
(1995) Το καινούριο αμάξι, Νεφέλη
(1990) Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος
(1987) Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Κυνηγός (διήγημα της Γιολάντας Γραμματικάκη)
Επόμενο άρθροΔ.Κολλιάκου, Χ. Χωμενίδης, Μ. Αλμπάτης, Β.Κοσμοπούλου (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ