Από τα τετράδια του Βιετνάμ

0
168

Του Γιώργου Βέη.
«Γράφοντας, ο μηχανισμός της σκέψης γίνεται πιο άνετος».(Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, εκδόσεις Άγρα).

Τσάι από αγκινάρα: απωθεί κατ΄ αρχήν η ιδέα ενός υγιεινού ροφήματος, το οποίο θα είναι προγραμματικά αρκετά πικρό ή έστω ανεκτά στυφό. Πίνοντας κάθε φορά τσάι από αγκινάρα στο Ανόι, προσπαθώ να βρω αντιστοιχίες, έστω έμμεσες, με κάποια άλλη γευστική πραγματικότητα, περισσότερο οικεία. Δεν νομίζω πως χάνω εύκολα το παιχνίδι των εναλλαγών. Αφήνομαι στη δέσμη των εκπλήξεων. Το διανοητικά άνοστο μπορεί να καταστεί προοδευτικά νόστιμο, λοιπόν; Πάντως, διαπιστώνω με ανακούφιση ν΄ απλώνεται στη γλώσσα μου κάτι σαν χνούδι. Αναφέρομαι εν τέλει σ΄ ένα χλοοτάπητα. Τον περπατώ. Πόες καθησυχαστικές. Η αποσταθεροποίηση των δεδομένων μου ολοκληρώνεται με το γάντι. Το συναίσθημα δεν αιωρείται πλέον μέσα στους ατμούς από το φλιτζάνι. Κατακάθεται απλώς στις οσφραντικές κυψελίδες αυτού του ταξιδιού στην ενδοχώρα του Βιετνάμ. Μια νέα θετικότητα θαρρώ ότι υποβάλλει την ανανέωση των εκτιμήσεων στα μύχια της συνείδησης. Η φράση «τώρα θα πιω τσάι από αγκινάρα» αρκεί συνεπώς για να ξεσηκώσει εποικοδομητικά το επιθήλιο.

*

Ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Μας φέρνουν στον πρώτο όροφο του κτιρίου, όπου στεγάζεται ένα υδάτινο κουκλοθέατρο. Αρένα νερό, καθρέφτης νερό. Επιφάνεια γυαλί αντικαθιστά το σανίδι των τυπικών θεαμάτων. Οι ανταύγειες στον ασημένιο φλοιό της προλέγουν το ασύνηθες. Μετά το εισαγωγικό άσμα των δύο ντυμένων με παραδοσιακές στολές τραγουδιστριών, τις οποίες συνοδεύει μια πενταμελής ορχήστρα στο αριστερό μέρος της αίθουσας, αρχίζουν να εμφανίζονται δυο-δυο ή τρεις-τρεις μαζί οι μικρές ξύλινες φιγούρες. Γύρω στα τριάντα με σαράντα εκατοστά η κάθε μια, κατά κανόνα ως τα γόνατα μέσα στο νερό, ντυμένες άψογα, διασχίζουν πότε νωχελικά, πότε με μεγάλη ταχύτητα τον χώρο τους. Κουνώντας τα χέρια, σηκώνοντας τους ώμους, παρακολουθώντας πάντα με προσοχή τα μουσικά προστάγματα, αποτελούν έναν πολύ δραστήριο θίασο. Οι καλοφτιαγμένες κούκλες δραματοποιούν με άνεση τις καταστάσεις, τις οποίες τη μια μετά την άλλη πειστικότατα διαχειρίζονται, υπακούοντας στον αυστηρό, εσωτερικό κανονισμό της νεροκίνησης. Ούτε προχειρότητες στην ανάπτυξη του μύθου, ούτε επιπόλαιοι αυτοσχεδιασμοί από δήθεν υπερταλαντούχους επαγγελματίες του είδους. Οι συντονισμένες κινήσεις τους, τα καλά υπολογισμένα διαβήματά τους στο χώρο και στον κουκλοθεατρικό χρόνο, η ρητορική έμφαση μιας καταλυτικής παντομίμας, η έντεχνη υπογράμμιση των χαρακτηριστικών τους, ιδίως εκείνων των ομιλητικών ματιών, συναποτελούν τους κύριους δείκτες της ευρηματικής και αποτελεσματικής μεθοδολογίας τους. Κατά πολύ μεγαλύτεροι από ό, τι θα απαιτούσε η όλη συμμετρία των προσώπων, οι νοήμονες οφθαλμοί αφηγούνται τις συγκινήσεις και βεβαίως τις άρρητες φράσεις, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί από τους επιτήδειους χειριστές της παράστασης, με υποδειγματική όντως λεπτότητα. Το μάτι καθίσταται κείμενο. Διαβάζεται αποσπασματικά βέβαια, αλλά το μήνυμά του δεν εκφυλίζεται σε απλό σύνθημα. Κατά βάθος πρόκειται για πραγματεία κλαυσίγελου.
Συγκρατώ επίσης ότι ο κορμός της κάθε κούκλας αποτελεί εκ παραλλήλου κάτοχο ενός κώδικα ατομικής συμπεριφοράς. Το σώμα αναλαμβάνει την υποχρέωση να μιλήσει, να πει ένα μέρος της ιστορίας. Και γι΄ αυτό ακριβώς παραμένει αυτοτελές ως φορέας εννοιών κι αυτόνομο ως νομέας ιδεών σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο ευρηματικός κι εργώδης ερωτύλος, για παράδειγμα, ο οποίος την κατάλληλη στιγμή σηκώνει στα χέρια του το αντικείμενο της λατρείας του και τρέχει στα απόκρυφα μέρη της σκηνής, δεν είναι το ανδρείκελο της ζωής, αλλά ο ήρωας του βιετναμέζικου καλλιτεχνήματος. Το σώμα, έστω και σε σμίκρυνση, έστω εξ αντικειμένου άψυχο, έστω τέχνημα λαϊκής ψυχαγωγίας, διατηρεί πάντα την ικμάδα του όρου του ακέραιη και άδολη. Εξ ου και ο συγχρωτισμός μου με τον νιτσεϊκό ορισμό, που με συνόδευσε μετά την παράσταση, κατεβαίνοντας τα σκαλιά: «όλο αυτό το φαινόμενο του σώματος είναι, από διανοητική άποψη, τόσο ανώτερο από τη συνείδησή μας, από το πνεύμα μας, από τους συνειδητούς μας τρόπους του σκέπτεσθαι, του αισθάνεσθαι και του βούλεσθαι, όσο και η άλγεβρα είναι ανώτερη από τον πίνακα πολλαπλασιασμού».

Προηγούμενο άρθροΤα εκπαιδευτικά προγράμματα της Βουλής 2012-2013
Επόμενο άρθροΟικο- μνήμη και λήθη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ