Γιώργος Βέης.
«Επέστρεψε από την Ασία με όλων των ειδών τις συναρπαστικές παραξενιές και ανικανοποίητες επιθυμίες».
Henry James, Το μάθημα του Δασκάλου, εκδόσεις Μελάνι.
Θυμήθηκα ξανά αυτές τις μέρες τον πηγαίο ενθουσιασμό των φίλων, Ελλήνων και μη, οι οποίοι, για διάφορους λόγους, προηγήθηκαν εδώ. Μέχρι πρόσφατα, στις διαδοχικές συναντήσεις μας, το Βιετνάμ, και ειδικότερα η πρωτεύουσά του και οι πτυχώσεις της, διεκδικούσε τη μεγαλύτερη φέτα των αφηγήσεων. Οι αναμνήσεις διατηρούσαν πάντα τη λάμψη μιας πλήρους αποδοχής. Τα προσφιλή αποσπάσματα των τοπίων τους, το ένοιωθα, ήθελαν να στριμωχτούν, να χωρέσουν όλα ει δυνατόν σε ανυπόκριτα εγκώμια, σε λεκτικούς πίνακες, σε περιλήψεις εντυπώσεων. Ματαίως. Επιβίωνε όμως ως το τέλος η ύλη της γενικότερης νοσταλγίας. Έρχεται η σειρά μου τώρα να κατανοήσω αυτή την έλξη. Απολύτως μάλιστα: το Ανόι ξέρει πώς να ελέγχει την όποια σκληρότητά του, να καταπραΰνει, να κρύβει μέσα στις πλούσιες φυλλωσιές του το αναπόφευκτο νείκος. Στους κόλπους του, ορατή αρκετές φορές η συντροφικότητα όγκων, χρωμάτων, ανθρώπων. Η έκδηλη συναίνεση. Η επιβεβαίωση της θέλησης για δύναμη. Κι ας μην είναι πάντα η επικύρωση της κομψότητας, όπως τουλάχιστον μας την έχουν διδάξει στη Δύση τόσοι αιώνες.
*
Τσάι με τζίντζερ και κανέλα. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα, νόμισα αμέσως ότι υπερίσχυε κατά πολύ η εύκολα αναγνωρίσιμη φύση του τζίντζερ. Δυο – τρεις μέρες όμως μετά, σχημάτισα τη γνώμη ότι επικρατούσε μια σαφώς διαφορετική ποιότητα απόλαυσης. Μια ένυλη άλως. Στη γλώσσα δοκιμαζόταν η βεβαιότητα των όσων προηγήθηκαν. Ναι, ήταν η παρουσία της κανέλας που υπονόμευε τώρα τα όποια δεδομένα. Κι όμως το τσάι, δηλώνω ανενδοίαστα, προερχόταν από το ίδιο κουτί. Το είχα αγοράσει την πρώτη μέρα που έφτασα εδώ. Τα σημεία είθισται να μουδιάζουν, να συσκοτίζουν τα σύμβολα, να συγχέουν τις πραγματικότητες. Ή μήπως η γεύση ξέρει πώς να προσαρμόζεται στην προαίρεση του θυμικού, στην όποια διάθεση της στιγμής, ή ακόμα και στην προεπιλογή του νου; Το τζίντζερ, εντέχνως πτυχωμένο μέσα στην κανέλα, αντιστρατεύεται εξ ορισμού τη λεγόμενη ιδανική κανονικότητα, την τόσο γνωστή και απολύτως αποδεκτή από τον ημέτερο φέρ΄ ειπείν λάρυγγα. Εμφανίζεται γεμάτο αυτοπεποίθηση ή υπαναχωρεί ευφυώς την επόμενη φορά. Απαιτείται βεβαίως κάποιος χρόνος, ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι εναντιωματικές συνισταμένες και να διευκολυνθεί η πρόσληψη των δύο καταστατικών ουσιών. Συνεπώς, όταν αίρονται, έστω και σ΄ ένα μικρό, αλλά αισθητό βαθμό, οι ομολογούμενες αντιθέσεις, μπορούν να συμπέσουν τελικά σε μια και μόνο λέξη, έστω στην αιωνίως πρόχειρη, άκρως συμφιλιωτική εκείνη: «interesting». Έτσι εκφράζονται, παραδείγματος χάριν, εις επήκοον όλων, οι αγγλοσάξονες της παρέας, οι οποίοι δοκιμάζουν ασμένως μαζί μου, στο αίθριο του ξενοδοχείου μας, την επιβεβαίωση αυτών των ιδιότυπων συγκερασμών ρίζας και φλοιού. Επικυρώνοντας στην πράξη της στοματικής φιλοξενίας την απρόοπτη αυτή σύγκλιση, καταφεύγουν παγίως σ΄ έναν όρο, ο οποίος διακρίνεται για τη σημασιολογική του ευελιξία. Είναι ικανός να χωρέσει ακόμη κι όσα υποδηλώνουν αταίριαστες, κατά τα φαινόμενα, ετερότητες: «interesting» λοιπόν. Τόσο γενική, τόσο άδεια λέξη. Είναι το κενό χωρίς όμως τον τρόμο των Ελεατών φιλοσόφων. Μπορεί εν τέλει να χωρέσει το παν. Πίνω το τσάι μου, δηλαδή τη γραμματική του πρωινού.
*
Γύρω από τις λίμνες, στα κεντρικά πάρκα, κάτω από τα μνημεία της εθνικής υπερηφάνειας τα ζευγάρια, τα οποία πρόκειται να παντρευτούν σε λίγες μέρες ή έχουν μόλις παντρευτεί φωτογραφίζονται το ένα μετά το άλλο. Καθημερινό θέαμα. Το άσπρο νυφικό, το κουστούμι του γαμπρού αντιγράφουν βεβαίως αλλότρια είδη ένδυσης. Ενσωματώνονται όμως στο γενικότερο διάκοσμο της πόλης, διότι η ανοχή του Ανόι στις αυτόκλητες επιμειξίες όλο και αναβαθμίζεται. Η αρχειοθέτηση μιας συγκλήρωσης βίων: το τοπίο όχι μόνον πρέπει να υποδεχθεί το ζευγάρι και να το εγγράψει στα μύχιά του ως συστατικό του, αλλά να το αναδείξει ανεπιφύλακτα σε είδωλο της προαναγγελλόμενης συζυγικής ευδαιμονίας. Οι αθρόες, πανηγυρικές αυτές εμφανίσεις επιχρωματίζουν την πόλη με το λούστρο της προσδοκίας των μεγάλων ερώτων. Το δεδομένο κοινωνικό πρωτόκολλο συγχωρεί αυτοσχεδιασμούς των ζευγαριών. Πάντως, οι εναγκαλισμοί είναι μάλλον συγκρατημένοι. Τα χαμόγελα τα συνέχει εξ ολοκλήρου η αμεριμνησία της αθωότητας και η συνδήλωση της εξόφθαλμης απειρίας περί συμβίωσης. Τόση θετική ενέργεια που νοιώθεται αμέσως, καθώς εκλύεται στα προβεβλημένα σημεία της πόλης, σε ισόποσες μάλιστα δόσεις χρόνου. Το συμβάν διαρκεί: το ένα μετά το άλλο τα ζευγάρια, με την, κατά πάσα πιθανότητα, αρτιότερη ενδυμασία της ζωής τους, διαδηλώνουν την πίστη τους στη σχέση εκείνη, η οποία συνδέει συστημικά την οικογενειακή ευτυχία με τα λεγόμενα άψυχα αντικείμενα της γενέθλιας γης. Έχω την εντύπωση ότι οι όγκοι και τα συγκεκριμένα περιγράμματα μου παρέχουν τα εχέγγυα της συμμετοχής τους σ΄ αυτές τις σύντομες, τόσο σημαδιακές όμως τελετές. Βεβαίως οι στάσεις παραλλάσσουν, αρκεί το μετάξι στα ρούχα να συνδυάζεται και να συνυπάρχει αβίαστα με το μετάξι των αποχρώσεων των όγκων. Άλλοι φωτογραφίζονται μαζί με φίλους, άλλοι προτιμούν να χτίσουν αυτές τις στιγμές μόνο με τη συμμετοχή του επαγγελματία κατά κανόνα φωτογράφου. Κατά τα άλλα, ο γάμος φαίνεται να είναι η αναμφισβήτητη πηγή των αγαθών: ό, τι τον απαρτίζει συνιστά το νομιζόμενο κύρος του βίου. Γι’ αυτό και διαφημίζεται ασυστόλως. Αν το να είσαι αγενής, αποτελεί απόδειξη υγιούς αυθορμησίας, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις άλλων λαών, στις βιετναμέζικες εστίες συνιστά διακριτή παράβαση καθήκοντος. Η τελετή προϋποθέτει τακτ. Κι αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί επιπόλαια ως κιτς, λειτουργεί πρωτογενώς ως δημόσια κατάθεση δέσμευσης δύο ατόμων να μοιράζονται ζωή. Εξαντλεί το κιτς στη γέννησή του: η γοητεία του ονείρου του έρωτα παρασύρει στους κόλπους της τις ενστάσεις του Κανόνα. Η φωτογράφηση είναι ο ύμνος στην εγκυρότητα του νεύματος, στα σήματα της ρητής σωματικής έλξης, στην ακριβολογία του όρκου, η παρεπόμενη απομνημόνευση του οποίου είναι υπόθεση συγκινησιακής ρουτίνας. Τώρα απομονώνω ξανά χαρακτήρες, επιλέγω κύριες δομές στάσεων, διακρίνω τύπους ρυθμών, καταθέτω κινήσεις, οι οποίες επιζητούν ενδομύχως τη μηδενική προσποίηση. Η παράσταση ολοκληρώνεται σε δεκαπέντε με είκοσι λεπτά. Η ημέρα κόβεται μαθηματικά σε δύο μέρη, σε εκείνο, το οποίο προϋπήρξε των δημοσίων εκδηλώσεων τρυφερότητας και στο άλλο, το οποίο ενσωματώθηκε με τη σειρά του, «για πάντα» ασφαλώς, στη φωτογραφική σύνταξη. Μα το ζευγάρι, το διαισθάνομαι, είναι ήδη αλλού: αιωρείται στη σφαίρα μιας αποδεκτής υπερβολής. Όντας τμήμα πλέον της ιστορίας του περιβάλλοντος, δείχνει πρωτίστως Ευδαιμονισμό.
Σύμπνοια. Παροδική έστω, αλλά με τι θέρμη και αποφασιστικότητα το ζευγάρι ουσιώνει χώρο.
*