Από τα τετράδια του Βιετνάμ (3)

0
132

 

 

     

του Γιώργου Βέη.

Κάθε πόλη, ξέρει ο παρατηρητικός ταξιδιώτης, διαθέτει τη δική της ηχητική ταυτότητα. Ακόμη και κάθε γειτονιά τη δική της, ξεχωριστή, εμφανή ή αφανή τονικότητα. Ενίοτε ο εκφυλισμός σε κακοφωνία είναι αναπότρεπτος. Το αυτί ασκείται να συσσωρεύει αδικίες. Κυρίως των μηχανών. Οι παλμοί του χώρου εκφυλίζονται σε εφιάλτες. Υπάρχουν πρωινά που γεννούν τη μια μετά την άλλη κραυγαλέες αντιφάσεις του πολιτισμού. Σήμερα ζω μέσα στις φωνές, μέσα στις ανάσες του Ανόι. Χοάνη, αφανής ορχήστρα. Πεδίο πολλαπλών ακουστικών ζυμώσεων. Μια πεδιάδα με τα ηχοχρώματά της, με τη γραμματική της συγκρότηση σε πλήρη ανάπτυξη. Φύση και κάτοικοι φαίνεται με το εισαγωγικό βλέμμα ότι συνεργάστηκαν μάλλον αρμονικά εδώ. Συγκρατώ ήδη το ενδεικτικό μοτίβο, τον γνώμονα μιας έκδηλης θέλησης για συνοχή και συνέχεια. Συγκεντρώνομαι στην ισχυρότερη ένδειξη της ακουστικής συγκυρίας. Την θεωρώ μέλος. Η πόλη δεν ταράσσει. Δεν εξοντώνει. Οι δαιδαλώδεις αρτηρίες της επικαλούνται περισσότερο καταλλαγή, παρά περιττές αναταράξεις στους ακουστικούς μας πόρους. Οι ήχοι διατηρούν ίσες αποστάσεις από το ενδεχόμενο μιας κραιπάλης παραφωνιών. Ο ραγδαίος εκσυγχρονισμός των τελευταίων ετών δεν παρεκτρέπεται σε κακοήθεις οικοδομικούς αιφνιδιασμούς, ούτε η ομολογούμενη εμφανής τεχνολογική απόκλιση δεν αποφαίνεται βάναυσα για την όποια πρόσφατη πρόοδό της. Απλώς εκτείνεται στο χάρτη των εντυπώσεων. Δεν μου αρκεί, ως συνήθως, το πρώτο αίσθημα. Επιμένω να διασταυρώνω τ΄ ακουστικά βιώματα πιο νηφάλιος, μετά τον συνήθη καταιγισμό του καινοφανούς. Η βιετναμέζικη πρωτεύουσα άλλωστε, όπως κάθε υπερπόλη της Ασίας,  επιδέχεται πολλές ερμηνείες.

 

Οι διαδοχικές στάσεις της ημέρας και της νύχτας με τις διακριτές εκπνοές. Με τους ιδιαίτερους τριγμούς, τις επίμονες, ήπιες ή μη αντηχήσεις στα σοκάκια. Θα τα αναφέρω από εδώ και πέρα «σοκάκια – σώματα», τα πολύμορφα αυτά όντα με ιστορία, συνείδηση και αξιοσημείωτο πολλές φορές γούστο. Το διαχρονικό φορτίο, η άχνα των ποταμών. Οι πολλαπλασιαζόμενοι ψίθυροι των αστικών παραποτάμων τους, το τραγούδι των τολμηρών μονίμων ή κατ΄ ανάγκην περαστικών πτηνών. Στις διασταυρώσεις των λεωφόρων, η ένταση των τροχών, οι εμμονές των φαγκότων, οι εξάρσεις των σουραυλιών, οι διέσεις, όχι κατ΄ ανάγκην διαπεραστικές, των κόρνων. Τα φωνήματα των πάρκων. Η λαλιά των παιδιών, όταν ο ενθουσιασμός τους για κάτι πρόσκαιρο, πλην όμως τόσο ζωτικό γι΄ αυτά, ανεβαίνει στην επιφάνεια της ευτυχίας. Ανόι, ένας πακτωλός τόνων και φθόγγων. Δεν παύει να ρέει ασταμάτητα στους ακουστικούς πόρους. Δεν πρόκειται για βοή ούτε για προκαταρκτικό σάλπισμα στρατιωτικής ορχήστρας. Είναι η παλμική δόνηση ολόκληρου του τοπίου. Την τάξη και την αρμονία του ίσως να την ανακαλύψει εγκαίρως ο ερευνητικός ξένος. Τότε θα νιώσει ότι γίνεται αποδεκτός στην ομήγυρη των ντόπιων, τους οποίους ενδεχομένως οφείλει κάποια στιγμή να συναναστραφεί. Σύστημα επικοινωνίας: όλες οι όψεις της ζωής συνδέονται υπόγεια, οργανικά μεταξύ τους. Όσο κι αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από τις εισαγωγικές προσεγγίσεις, διατηρείται ανεξίτηλο, όπως ακριβώς η φυσιογνωμία των λιμνών του Ανόι. Μας περιμένει αυτή η αλληλουχία πνοής, υδάτων και χώματος. Συμβαδίζω με τη μουσική. Την περπατώ. Παράγεται από ένα διευρυμένο βιετναμέζικο παρόν.

Ισχύει βεβαίως και για το Ανόι η παρατήρηση του Pierre Assouline, όπως αποτυπώνεται στους Βίους του Ιώβ, των προνοητικών εκδόσεων «Πόλις». Θα ήταν παράλειψη να μην την συμπεριλάβω στις σημειώσεις μου για μια ευρύτερη επεξεργασία. Η εγκυρότητά της με ακολουθεί ακόμη και στις αυλές των βιετναμέζικων συνοικισμών. Αντιγράφω με προσοχή τις εξής ενδεικτικές ανταποκρίσεις: «Η μορφή ενός βιβλίου έχει κάτι από τη μορφή μιας πόλης: η σχέση τους είναι υπόγεια και μόνο οι αμετανόητοι διαβάτες μπορούν να την αντιληφθούν. Χάνεσαι, επιστρέφεις, φωλιάζεις μέσα τους. Δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την εσωτερική μας πυξίδα με το χαραγμένο από ένστικτα και προαισθήσεις ανεμολόγιό της.[…] Το λιγότερο που μπορεί να ισχυριστεί κανείς είναι ότι ο τόπος εμπνέει τη συγγραφή. Ιδίως αν πρόκειται  συγχρόνως για τον τόπο της έρευνας που αποτελεί και αφετηρία της συγγραφής. Ο καθένας έχει τον δικό του».

Ένας πιτσιρικάς μου προτείνει τη σφυρίχτρα του. Μάλλον δεν έχει κλείσει τα πέντε. Η λεπτοκαμωμένη, πρόχειρα ντυμένη  συνοδός του χαμογελάει. Η ματιά της είναι καλωσόρισμα κι επίνευση μαζί. Τυχαία συνάντηση σ΄ ένα φανάρι, περιμένοντας το πράσινο, ο ένας δίπλα στον άλλο. Προφανώς θέλει να μου τη δανείσει. Για να την ξεβουλώσω άραγε από κάποιο σκουπιδάκι ή για ν΄ ανταλλάξουμε στη συνέχεια σφυρίγματα, πλαισιώνοντας έτσι την ηχητική ροή της στιγμής; Την παίρνω και, διασχίζοντας το δρόμο με την άνεσή μου, σφυρίζω. Μόλις φτάνουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο, την επιστρέφω στον περιχαρή κάτοχό της, αφού πρώτα τη σκουπίσω όσο καλύτερα γίνεται μ΄ ένα χαρτομάντιλο. Χωρίζουν οι δρόμοι μας. Τώρα παρατηρώ την λιλιπούτεια πλάτη του, τα ποδαράκια που προσπαθούν να συντονιστούν με τον γρήγορο βηματισμό της γυναίκας. Είναι η σειρά του να σφυρίξει το δικό του τραγούδι. Οι ώμοι του προδίδουν τη δύναμη που βάζει για ν’  αποδώσει όσο γίνεται υψηλότερες νότες. Η σφυρίχτρα ακούγεται καθαρά για λίγο ακόμη μέσα στο σούρουπο. Είναι μια ωδή αυτοπεποίθησης. Η δίνη της κυκλοφορίας φαίνεται να υποχωρεί. Η σφυρίχτρα, εξ ορισμού εχθρός του χάους, ελέγχει την τάξη. Το αίτημα της αρμονίας στα χείλη ενός παιδιού.

 

Οι κυρίαρχες μυρωδιές, τα αρώματα, οι ατμοί. Το γειωμένο σύννεφο. Φάσμα κατοικίδιο. Με τυλίγει απότομα, στρίβοντας μια γωνία, κάπου σ΄ ένα προάστιο, όταν το διασχίζω για πρώτη φορά. Δεν χρειάζεται να σκεφτώ απαραιτήτως κάτι, να μηχανευτώ παρήγορους συσχετισμούς και τυχόν αναλογίες με όσα μας είναι προ πολλού γνωστά. Η σκέψη, ως οικεία έξη, δεν υφίσταται. Έχει ήδη παραχωρήσει ευγενικά τη θέση της στη μύτη.  Οι τσίκνες, χειμώνα-καλοκαίρι, των ακαταπόνητων υπαίθριων μαγειρείων, αλλά ακόμη και των χαμηλοτάβανων εκείνων σπιτιών, που έχουν ανοιχτά τα παράθυρα της κουζίνας τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Οι οσμές του Ανόι και των περιχώρων του,  με την πρόδηλη διαφορετικότητα, δίνουν στην ανυποψίαστη όσφρηση των περιηγητών το έναυσμα ενός πρόσκαιρου, αλλά αναγκαίου προσεταιρισμού μορφών. Αν η εξοικείωση, μετά από σύντονες προσπάθειες, αποβεί φυσιολογική, κάτι που δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων, παρά τις ρητές δυσκολίες του εγχειρήματος, τότε οι χώροι, τα μέτρα και τα σταθμά, τα είδη της θέας, οι αλληλουχίες του ονειρικού στοιχείου και της ενσυνείδητης ζωής, η συναρπαστική ποικιλία των δομών μιας παρ΄ ολίγον terra incognita εξασφαλίζουν τη μια μετά την άλλη προεκτάσεις κυττάρων και λέξεων. Πολύτιμους δεσμούς συνοχής. Υλικά για καλά χτισμένες μνήμες.

 

 

*

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ φάρος των ονείρων
Επόμενο άρθροΑλέξης Δημαράς, η νηφάλια φωνή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ