Απόλυτη παράδοση (διήγημα του Νίκου Δασκαλόπουλου)

0
2430

Του Νίκου Δασκαλόπουλου (*).

 

Συνέβη χτες· με πήρε τηλέφωνο και μου πρότεινε να δειπνήσουμε μαζί. Μου φαινόταν πραγματικά ένας πολύ ενδιαφέρον τύπος, από αυτούς που σπάνια συναντάς, που δε σε κάνει να βαρεθείς και μοιραζόταν μαζί μου αρκετές από τις ιστορίες της ζωής του. Δεν τον γνωρίζω πολύ καιρό και χτες ήταν μόλις η δεύτερη φορά που μαγείρευε για μένα. Εξαιρετικός μάγειρας· αυτό που ένοιαζε εμένα, ωστόσο, ήταν οι ιστορίες του και το πρόσωπό του όταν τις αφηγούνταν. Ένα σκοτεινό πρόσωπο, αλλά γεμάτο πάθος που ίσως και πραγματικά να είχε αγαπήσει. Ξέρετε, εννοώ πραγματικά. Ως το τέλος.

Η γειτονιά με είχε προειδοποιήσει να μείνω μακριά του. Φρικτά πράγματα λέγονταν για εκεί-νον. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνος, είχε έναν σκύλο. Έτσι γνωριστήκαμε. Στις βραδινές, κυρίως, βόλτες που βγάζουμε τα σκυλιά μας. Έτσι γνωρίστηκα και με τους άλλους γειτόνους που έχουν σκυλιά. Πριν αποκτήσω τον Ομάρ μου, δε μιλούσα με κανέναν, κι αν έβλεπα από τον δρόμο κάποιον να μπαίνει στην πολυκατοικία μου, συνέχιζα να περπατώ μέχρι τη στροφή για να μην είμαστε μαζί στο ασανσέρ. Τα δύο τελευταία χρόνια κανείς δε με ενοχλεί τόσο ώστε να μπω στη διαδικασία να αλλάξω μέχρι και τη διαδρομή μου. Μου φαίνονται απολύτως ανόητα αυτά τα παλαιά τερτίπια μου. Βέβαια, μιας που δε σταμάτησα να μιλάω με τον Αλέξανδρο, η γειτονιά στράφηκε εναντίον μου και άρχισαν να μου συμπεριφέρονται όπως έκανα κι εγώ, τότε.

Ο Αλέξανδρος έλεγαν ότι ήταν μεγάλος τζογαδόρος, αποτυχημένος και περιθωριακός. Τον φοβόντουσαν μάλιστα. Είχε ακουστεί ότι για πολλά χρόνια διατηρούσε σχέση αιμομικτική, ότι ένα βράδυ μεθυσμένος είχε εξομολογηθεί σε έναν γείτονα ότι είχε σκοτώσει άνθρωπο, και ότι το είχε απολαύσει με όλη του την ψυχή. Στη γειτονιά μας ζουν και αρκετές Πολωνές. Οι περισσότερες εξ’ αυτών βιοπορίζονται ως καθαρίστριες. Δουλεύουν τόσο σε ξενοδοχεία, όσο πάνε και στα σπίτια της γειτονιάς τα Σαββατοκύριακα ή και σε άλλες γειτονιές, εδώ κοντά. Είναι διαλυμένες. Κανείς δεν αντέχει τόση δουλειά όσο αυτές. Δεν έχουν μέσες, χέρια, πόδια. Λαιμοί, ωμοπλάτες, καρποί, αστραγάλοι, όλα πονάνε. Καμία από αυτές δεν πάει πια στο σπίτι του Αλέξανδρου για να του καθαρίσει. Μου είπαν ότι και τους χρωστούσε τα λεφτά και είχε βιάσει κάποιες από αυτές τις κοπέλες. Ξέρετε, εγώ δεν μπορούσα να τα πιστέψω όλα αυτά· είναι τόσα πολλά, και ξέρω από την εμπειρία μου ότι οι γειτονιές μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Πώς μπορείς να βιάσεις αυτές τις γυναίκες με τα διαλυμένα σώματα, ακόμα και τα κτήνη, και οι βιαστές, δε θα μπορούσαν. Και υποψιαζόμουν πως τα περί αιμομιξίας, αφορούσαν κάποια τέταρτη ξαδέρφη· αηδίες δηλαδή.

Θα μπορούσε άραγε εκείνο το πρόσωπο να με είχε ξεγελάσει τόσο πολύ; Άφησα τον Ομάρ σπίτι γιατί θα έκανε σαν τρελός αν συναντούσε τον σκύλο του Αλέξανδρου, τον Πέδρο (αγαπήθηκαν σχεδόν αμέσως), και ξεκίνησα να πάω προς το σπίτι του. Προχωρούσα και ο ήλιος προχωρούσε από τα δεξιά μου και έφευγε προς τα πίσω. Μπορούσα να δω και το φεγγάρι στο γαλάζιο του ουρανού. Ολόγιομο και πελώριο, μου θύμιζε κάπως το μεγάλο φαλακρό κεφάλι του Αλέξανδρου. Αυτό με έκανε να χαμογελάσω λίγο. Μπροστά μου, λίγο πριν την εκκλησία του Αγ. Σώστη, ο δρόμος έκανε μια μεγάλη κούρμπα, μέσα εκεί έκανε κούρμπα και το οπτικό σου πεδίο έτσι που ήταν φτιαγμένος ο δρόμος και κάπως σε έπιανε ένας ανάλαφρος ίλιγγος, ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε και συμβαίνει με μένα. Μπήκα στην κάβα και πήρα ένα κρασί· όχι πολύ ακριβό, όχι πολύ φτηνό. Έφτασα και χτύπησα το κουδούνι. Μοσχονάς. Ο Αλέξανδρος ζούσε στον πέμπτο· με υποδέχτηκε κεφάτος και πρότεινε να καθίσουμε στο μπαλκόνι του. Είχε μαγειρέψει μπριάμ και το φεγγάρι το είχαμε καρσί μας. Το πιάτο του ήταν προσεγμένο και δουλεμένο με αγάπη. Εγώ αυτό το φαγητό δεν το έτρωγα, αλλά από τα χέρια του το απήλαυσα πραγματικά και ήταν απολύτως ταιριαστό για βράδυ Ιουλίου, βράδυ αρκετά ζεστό, αλλά και με λίγο αεράκι να δροσίζει πού και πού.

Παρατήρησε ότι κοιτούσα πολύ το φεγγάρι· μπορεί και να είχε ενοχληθεί λίγο που δεν τον πρόσεχα και τόσο, και γι’ αυτό να το έκανε θέμα.

“Είσαι του ρομαντισμού, ε;” με ρώτησε, εν μέρει ρητορικά.

“Μου αρέσει πολύ το φεγγάρι, αλλά με έναν περίεργο τρόπο, μάλλον πολύ δικό μου”, του απάντησα. Του εξήψα την περιέργεια και με κάλεσε να του εξηγήσω αναλυτικά τι εννοούσα.

“Βλέπεις… Το φεγγάρι οι περισσότεροι άνθρωποι το κοιτάζουν για αυτό που είναι. Και τους φαίνεται τόσο ιδιαίτερο, που μετά το μετατρέπουν σε σύμβολο μέσω της τέχνης — όσοι ασχολούνται δηλαδή με αυτή. Εμένα πάλι μου αρέσει το φεγγάρι έτσι όπως το συναντώ στην τέχνη, στη λογοτεχνία. Έτσι όπως το μοιράζονται μαζί μου οι άλλοι και μαζί και τη δική τους εμπειρία, μικρές λεπτομέρειες, σαν τις λεπτομέρειες του ίδιου του φεγγαριού. Κι έτσι όταν το κοιτάζω, συγκινούμαι κιόλας, γιατί πια αυτό εκεί πάνω είναι το σύμβολο των συμβόλων που έχω συλλέξει. Όταν κοιτάζουν τα μάτια μου το φεγγάρι, την ίδια στιγμή κοιτάζουν μαζί μου και όλα τα μάτια της ιστορίας της τέχνης που κοίταξαν κάποτε το ίδιο αυτό φεγγάρι. Και είναι αυτό που με συγκινεί, τελικά”.

“Α, παιδί μου, εσύ είσαι το κάτι άλλο. Με έστειλες. Μου θύμησες μια γυναίκα που κάποτε αγάπησα πολύ”.

Άρχισα να αισθάνομαι περίεργα. Κοκκίνισαν τα αυτιά μου για αρχή, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πολύ γρήγορα. Δεν ήθελα να ακούσω εγώ τέτοια πράγματα απόψε. Ίσως μου είχε ήδη αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δε με ενδιέφερε αν ήταν κάπως αληταράς ο Αλέξανδρος, αν και σίγουρα δεν πίστευα και όλα όσα είχα ακούσει· ήμουν τρελή για εκείνον. Δεν τον είχα ερωτευτεί, αλλά τον ποθούσα απίστευτα. Κάθε του βλέμμα ήταν σαν να σου έκανε έρωτα με τα μάτια. Το παραμικρό άγγιγμά του με έκανε να σπαρταράω από πόθο. Και ίσως ο λόγος που δεν το είχε δει ακόμα να ήταν η πρωταγωνίστρια αυτής της ιστορίας που ήθελε να μου διηγηθεί. Η γειτονιά με σχολίαζε και με κακολογούσε, κι εγώ τώρα ήμουν υποχρεωμένη να κάτσω και να ακούσω την ιστορία του με αυτή τη γυναίκα για την οποία δεν ήξερα τίποτα ακόμα, κι όμως ήδη τη μισούσα.

Ξεκίνησε να μου διηγείται την ιστορία κι εγώ που έλεγα στον εαυτό μου ότι για τις ιστορίες του ενδιαφέρομαι, διπλά εξαπατημένη κι από τον εαυτό μου κι από εκείνον που δε φαινόταν να ανταποκρίνεται στον ερωτισμό που συνέθετα, προσπαθούσα και να τον ακούω, αλλά και να τον κοιτάζω, και να μην τον κοιτάζω, και να τρώω, και να πίνω γρήγορα το κρασί μου, μπας και μεθύσω και το αποφύγω όλο αυτό. Ευτυχώς, ο σκύλος του ο Πέδρο μας διέκοπτε ανά τακτά διαστήματα τρώγοντας από τα πιάτα μας ή επιθυμόντας κάποιο χάδι. Πρώτα μου είπε για τον εαυτό του, χρειαζόταν, μου εξήγησε, για να καταλάβω τις διαφορές που κατοικούσαν σε εκείνη την ιστορία. Για εμένα δεν είχε ρωτήσει τίποτα ποτέ. Ήταν φανερό ότι δεν τον ενδιέφερα· και τότε γιατί ασχολούνταν αυτός ο πανέμορφος άντρας μαζί μου, που δε θα με έλεγα και ωραία… Αχ, φουκαριάρα Ελβίρα. Στα τριανταεπτά, αυτό που σε απασχολεί στη ζωή είναι να τη ζήσεις με έναν τρόπο που να είναι ζωή. Το πρωί στο Πανεπιστήμιο, τα βράδια αναζητώ εραστές. Μπλέκομαι σε αδιέξοδες σχέσεις και περιπέτειες. Ακολουθώ κάθε μαλάκα και όλοι οι φίλοι μου απειλούνται από εμένα, με έχουν για την πιο ισχυρή. Η αλήθεια είναι ότι είμαι, αλλά όταν συναντά κανείς έναν δυνατό άνθρωπο θα πρέπει να αναρωτιέται με τι αυτό συνοδεύεται. Συνοδεύεται από την εκκίνηση αυτής της δύναμης που είναι το ανίθετό της, πάντα. Κι αφού δε με κατάλαβε κανείς, γιατί να με καταλάβει ο Αλέξανδρος;

Κάποτε ήταν ηθοποιός. Παιδί πολύ εύρωστης οικογενείας, μοναχοπαίδι, δηλαδή κακομαθημένος. Αρχικά σκορπούσε τα λεφτά των δικών του στη μεγάλη ζωή. Ταξίδια, πάρτυ, ποτά, ναρκωτικά. Αλλά καταστράφηκε πραγματικά όταν τα έριξε στο θέατρο. Χρηματοδοτούσε τις δικές του παραστάσεις· να μην τον ελέγχει κανείς· να κάνει την τρέλα του και την τρέλα του μόνο. Έπαιρνε, ωστόσο, πολύ σοβαρά εκείνη την τρέλα και ήταν βέβαιος για τους όρους που έθεται. Και Μπρεχτ και Αρτώ και Μπέκετ. Ήθελε να κάνει πολλά. Στο τέλος έμεινε απένταρος κι έκανε δουλειές του ποδαριού.

“Την Ευτυχία την ήξερα όλη μου τη ζωή. Ήταν κόρη οικογενειακού μας φίλου. Μοναχοπαίδι κι αυτή. Μικρή ήταν ξετρελαμένη μαζί μου και μου έδωσε το πρώτο μου φιλί όταν ήμουν οκτώ χρονών. Στα γενέθλιά μου. Εγώ δεν τη συμπαθούσα καθόλου. Ούτε ως έφηβοι μπορούσαμε να συναντηθούμε πουθενά. Άλλα με απασχολούσαν, άλλα μουσικά ακούσματα, κόσμοι ολόκληροι. Ήμουν ρέμπελος και κακός μαθητής. Εκείνη, το φυτό του σχολείου όλου. Εκείνη κλασική, εγώ πανκ. Μετά το λύκειο όμως, την είδα αλλιώς. Εξελίχθηκε σε ένα πλάσμα αλλιώτικο και τίποτα δεν ένιωθα να στέκεται πια εμπόδιο ανάμεσά μας. Κούκλα ψεύτικη κι ένα απίστευτο μυαλό. Γυναίκα της καταστροφής. Τότε που τη θέλησα ήταν που δεν μπορούσα να την αποκτήσω με τίποτε. Δε με ήθελε. Ίσως για εκείνη ήμουν ένας άξεστος αγροίκος. Διανοούμενη όπως ήταν, δεν μπορούσα πολλές φορές ούτε να την παρακολουθήσω. Έμεινε όμως κοντά μου ως φίλη και κάναμε πολύ παρέα για αρκετά χρόνια. Χανόμασταν, ξαναβρισκόμασταν”.

“Ίσως, λοιπόν, να μην ήταν και εντελώς όπως τα νόμιζες τα πράγματα. Θέλω να πω, είσαι κι ένας πολύ όμορφος άντρας, αποκλείεται να μην την ενδιέφερες. Εκτός αν άργησες να ομορφύνεις…” έκανα αποτυχημένες και χοντροκομμένες προσπάθειες για φλερτ και χιούμορ.

“Μπορεί. Μέχρι και σήμερα δεν το γνωρίζω. Η γυναίκα αυτή παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τέλος πάντων, θυμάμαι την πρώτη φορά που τη γνώρισα στον φίλο μου τον Νίκο. Την πρώτη φορά που την έχασα. Τους έβγαλα και τους δύο έξω σε ένα ακριβό εστιατόριο, τότε είχα ακόμα κάποια οικονομική άνεση, όπως και έντονη δημιουργικότητα. Δε φανταζόμουν αυτό που θα συνέβαινε. Ο Νίκος ήταν πολύ ντροπαλός. Ποιητής κιόλας. Ένας ντροπαλός ποιητής, θα έλεγα άσχημος και βαρετός. Η χημεία τους ήταν ολοφάνερη από την αρχή. Γελούσαν όλη την ώρα, έβρισκαν κοινά ασταμάτητα, από τη πρώτη εκείνη συνάντηση ήδη αγγίζονταν που και που, στο μπράτσο, στα γόνατα. Τα μάτια τους έλαμπαν, πέταγαν σπίθες”.

“Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να βλέπεις κάποιον που ποθείς να του ασκείται τέτοια έλξη από κάποιον άλλο”.

“Δεν μπορείς να φανταστείς”.

“Ω, πιστέψέ με, μπορώ”.

“Πολύ γρήγορα έσβησα από το κάδρο. Ήταν και οι δύο διανοούμενοι και έλεγαν τα δικά τους. Έλεγαν περίεργες ιστορίες, φανταστικές και πραγματικές, συζητούσαν ακόμα κι αν υπήρχε διαφορά σε αυτά τα δύο. Θυμάμαι τις δύο ιστορίες τους γιατί επέλεξα να τις ακούσω, ώστε να μη τους κοιτάζω. Όταν είσαι ερωτευμένος, είτε που θα ακούς, είτε που θα κοιτάζεις τον άλλο· και τα δύο δε γίνεται. Συνήθως, νομίζω, ο ερωτευμένος πρώτιστα κοιτάζει. Αν άκουγε, μπορεί να σταματούσε να ήταν και ερωτευμένος. Άκουγα για να εμποδίσω εκείνη την ώρα τον έρωτά μου. Άκουγα τις ιστορίες που είχαν γίνει όπλα του φλερτ για να πληγώνομαι. Άκουγα για να μη χαθώ ολότελα. Να ανοίξω άλλο ένα μπουκάλι; Θα το πιούμε…”

“Να το πιούμε”. Τελείωσα το ποτήρι μου που ήταν ακόμα γεμάτο. Μονορούφι.

“Εκείνη του είπε μια ιστορία που είχε διαβάσει. Δεν είμαι σε θέση να την αναδιηγηθώ όπως εκείνη. Συνοπτικά θα σου πω ότι αφορούσε έναν άνδρα ο οποίος μετά από μια επέμβαση νευρολογικής φύσεως, είχε απολέσει την αίσθηση του χρόνου κι ως εκ τούτου, της μνήμης. Προφανώς ήταν μια φανταστική ιστορία. Ο άνδρας εκείνος είχε εγκληματήσει. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά του και είχε καταδικαστεί σε θανατική ποινή. Δε θυμόταν το έγκλημα. Η μνήμη του, αφορούσε μόνο το παρόν. Γι’ αυτό, μπορούσε να ξεχνά και το μέλλον που τον περίμενε· τον θάνατό του. Αφού τελικά τον σκότωσαν οι δικαστές του και το κράτος του, βγήκε στο φως η αλήθεια. Ήταν αθώος. Θυμάμαι με πόση πονηριά στα μάτια και εκστατικά τελείωσε την αφήγηση της ιστορίας η Ευτυχία, λέγοντας: “Πέθανε αδικημένος και πανευτυχής”, αφού ζούσε σε έναν αιώνιο χρόνο. Ή κάτι άχρονο”.

Για λίγο είχα ξεχάσει τον Αλέξανδρο και είχα χαθεί τελικά στην αφήγησή του ή στην αφήγηση,αφηγήσεων. Πλέον προσπαθούσα να οπτικοποιήσω αυτή τη γυναίκα. Αυτή τη γυναίκα με το τόσο ιδιαίτερο μυαλό και τις φανταστικές ιστορίες που είχε διαβάσει. Ποιος ξέρει, μπορεί κι εγώ να την ερωτευόμουν…

“Ο Νίκος απάντησε εκείνη την ιστορία, με μια άλλη, πραγματική, για τους Καγκό. Εδώ θα στα πω ακόμα χειρότερα, φοβάμαι, γιατί έχει και κάτι κοινωνιολογικά μέσα, κι εγώ δεν τα πάω καλά, ούτε με την κοινωνία, ούτε με την ιστορία της”.

“Να σε διακόψω, συγγνώμη. Απλά επειδή το ανέφερες. Ξέρεις ότι η γειτονιά λέει πολλά για εσένα”.

“Ναι, το γνωρίζω. Δε με απασχολεί. Εσένα;”

“Για να είμαι εδώ, ίσως όχι και τόσο”.

“Καλώς. Μπορεί όμως να σε απασχολεί τι θα πουν για σένα, που μιλάς μαζί μου”.

“Θα το χρεώσω στον Ομάρ. Έχει γίνει κολλητός με τον Πέδρο”.

“Χα χα! Σωστή”.

“Συνέχισε, λοιπόν…”

“Οι Καγκό, λοιπόν, ήταν μια μειονότητα που κατοικούσε στη Δυτική Γαλλία και τη Βόρεια Ισπανία, το 1000 μ.Χ. Δεν επρόκειτο για φυλή, ήταν απλώς μια κοινότητα. Δεχόντουσαν χλεύη, μίσος, βία και διώξεις χωρίς προφανή λόγο. Δεν είχε να κάνει με την εμφάνισή τους, μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους υπόλοιπους, πίστευαν στην ίδια θρησκεία, δεν είχε να κάνει με τίποτα από αυτά. Τους ανάγκασαν να ζουν αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, ακόμα και το δέρμα τους θεωρούνταν κάτι το βρωμερό και σιχαμένο. Δεν τους επιτρεπόταν να αγγίξουν τους άλλους, είχαν περιορισμούς ακόμα και στο ποια επαγγέλματα ήταν σε θέση να ασκήσουν. Ο Νίκος είπε ότι αποτελούν μέχρι και σήμερα μια κοινωνιολογική και ανθρωπολογική μαύρη τρύπα και τελείωσε να μιλά για αυτούς, σημειώνοντας, ότι ακόμα και τα περισσότερα που γνωρίζουμε για αυτούς, δεν είναι σχετικά με την κουλτούρα τους — αυτά δεν έχουν διασωθεί. Ό,τι έχει διασωθεί είναι μονάχα το ίχνος των διώξεών τους”.

Είχα χαζέψει εντελώς όλη εκείνη την ώρα. Σταμάτησα να σκέφτομαι το οτιδήποτε, παρά μόνον την Ευτυχία και τον Νίκο.

“Και;” με μια λέξη φανέρωσα τη δίψα μου να μάθω το τι είχε συμβεί στη συνέχεια. Ο Νίκος, όπως μου είπε, την ερωτεύτηκε, όπως κι εκείνη, αυτόν. Αυτό το σπάνιο πράγμα, επισημάναμε και οι δύο μας, σχεδόν σε ταυτοχρονία. Η πρώτη μας ίσως συνάντηση εκείνο το βράδυ ή και γενικότερα, με τον Αλέξανδρο. Έζησαν εκείνον τον έρωτα όπως ήξεραν. Με διαλόγους, χάδια, ποιήματα. Ο Νίκος της είχε αφιερώσει όλα του τα βιβλία. Ο Αλέξανδρος στο μεταξύ έζησε την πιο έντονη περίοδο της ζωής του. Αφηνίαζε και πάνω και κάτω από το σανίδι. Βυθιζόταν στην τέχνη, το σεξ, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά.

“Και;” επανέλαβα για να πιω άλλο λίγο.

“Ο Νίκος, χάθηκε. Σκοτώθηκε”.

Ένιωσα να κοκκινίζουν και πάλι τα αυτιά μου και να ιδρώνω, μάλλον από φόβο.

“Σκοτώθηκε; Πώς;”

“Τροχαίο. Η Ευτυχία για πολύ καιρό ήταν απαρηγόρητη. Αργότερα ήμασταν αχώριστοι και στο τέλος, ήμασταν μαζί”.

“Α, μάλιστα”.

“Αργότερα παντρευτήκαμε, κάναμε κι ένα αγοράκι, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε τον Νίκο. Δε με ερωτεύτηκε ποτέ, και θα έλεγα πως δε με αγάπησε καν ή αν το έκανε, κάταφερα να την κάνω να με μισήσει”.

“Τα έχω χάσει βρε Αλέξανδρε. Έτσι όπως ξεκίνησες να μιλάς για εκείνη, ήταν σαν να πρόκειται να μου πεις για μια γυναίκα από τα παλιά που κάτι μπορεί να έγινε, αλλά εσύ μου μιλάς εν τέλει για τη γυναίκα σου;”

“Πρώην γυναίκα μου”.

“Και πάλι, όμως”.

“Φταίει ίσως το πώς μετράω πια εγώ τον χρόνο. Έχω χρόνια να τους δω, όμως. Με μίσησε πραγματικά, μου πήρε το παιδί, είναι τώρα δώδεκα χρόνια που έχω να μάθω νέα τους. Δεν μπόρεσα να διεκδικήσω τίποτα δικαστικά, δεν υπήρχαν χρήματα για κάτι τέτοιο και δε θα κέρδιζα κάτι, ούτως ή άλλως, υπήρξα άθλιος κι ως σύζυγος κι ως πατέρας”.

“Συγγνώμη που δε μιλάω, έχω σοκαριστεί λίγο, μου ήρθαν κάπως απότομα όλα”.

“Εγώ πρέπει μάλλον να απολογηθώ. Να σου πω και το εξής μιας που ήδη βρίσκεσαι σε σοκ”.

“Τι, θα με βομβαρδίσεις και με άλλα;”

“Να, ξέρεις… Δε με λένε Αλέξανδρο”.

“Ω θεέ μου. Πώς σε λένε;”

“Μην τρομάζεις. Εμένα με διώχνουν, δεν έχω να πληρώνω τα νοίκια, τους φεσώνω, πάω παρακάτω, αλλάζω γειτονιές και συχνά αλλάζω ταυτότητες από ιδιοτροπία”.

“Πώς σε λένε, άνθρωπέ μου;”

“Νίκο Δασκαλόπουλο. Δεν είναι τίποτα. Απλά χρησιμοποίησα το όνομα του άνδρα που μου έκλεψε τη γυναίκα της ζωής μου και του προσέφερα το δικό μου”.

“Νίκο, νομίζω πρέπει να φύγω”.

Μου ζήτησε αν μπορώ να του δανείσω κάποια χρήματα. Του έδωσα ό,τι χρήματα είχα πάνω μου

και σηκώθηκα να φύγω από κεί μέσα. Δε φοβόμουν, αλλά είχα πάρει πάνω μου μια πολύ μεγάλη θλίψη σαν να ήταν δική μου. Ανηφόριζα και άναψα ένα τσιγάρο. Ήμουν ταραγμένη. Κατάλαβα όμως ότι πρέπει να φτιάξω τη δική μου ιστορία, όσο θα με φτιάξει κι εκείνη, με δικά μου υλικά. Στέκομαι έξω από την πόρτα του διαμερίσματός μου κι ακούω τον Ομάρ μου να μου γαυγίζει. Δακρύζω από ευτυχία και παραδίνομαι ολοκληρωτικά στην αγκαλιά του. Σαν να έλειψα έναν χρόνο. Απόλυτη παράδοση.

 

Στον Αντώνη Ξαγά

 

(*) Ο Νίκος Δασκαλόπουλος (Αθήνα, 1988) σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ και τελείωσε το πρόγραμμα Cultural Studies του Queen Margaret University. Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Κείμενά του για τον πολιτισμό καθώς και πολιτικές αναλύσεις έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα και sites όπως: LiFO.gr, Αυγή, Unfollow, Εφημερίδα των Συντακτών. Τα τελευταία χρόνια έχει σταθερή συνεργασία με το μουσικό περιοδικό SONIK.

 

 

Προηγούμενο άρθροΜπέκετ, βιβλιοθήκες και ναζισμός στη documenta 14(της Λίλας Κονομάρα)
Επόμενο άρθροΓια ένα αγόρι (της Χρυσούλας Γούναρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ