Αποτινάσσοντας τη σκόνη της σιωπής: για τον Θεοτόκη Ζερβό (Της Άννας Αφεντουλίδου)

0
473

 

Της Άννας Αφεντουλίδου.

 

Τον ποιητή Θεοτόκη Ζερβό τον γνώρισα πριν από τρία περίπου χρόνια στην Κέρκυρα. Επί τη αφορμή αυτής της γνωριμίας είχα γράψει ένα κείμενο για την συλλογή του ΛΟΓΟΚΛΟΝΟΣ.[1] Στις συζητήσεις μας τότε θυμάμαι ότι είχε αναφέρει, απαντώντας σε ερωτήσεις μου σχετικά με την ποιητική του σιωπή, πως δεν είναι αυτοσκοπός να βγάζει κανείς βιβλία, όταν πιστεύει ότι δεν έχει να προσθέσει κάτι σ’ αυτά που είχε ήδη πει. Είχε να εκδώσει περίπου 20 χρόνια. Ένας ποιητής με έναν τόσο κατακτημένο, ιδιαίτερο λόγο, με μια τέτοια γλώσσα, σκεπτόμουν. Τι κρίμα!

Ο Θεοτόκης Ζερβός γεννήθηκε στην Κέρκυρα το  1943, σπούδασε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη στην δεκαετία του ’60, σε μια εποχή που πρόλαβε να δει τους ποιητές. Ομότεχνος, φίλος, συνάδελφος και παρ’ ολίγον συνεργάτης του Μανόλη Αναγνωστάκη είχε μια πορεία με ομόλογους αλλά όχι ίδιους σταθμούς. Έγραψε ποιήματα σε νεαρή ακόμη ηλικία, δημοσίευσε πέντε ποιητικές συλλογές («Αντίστιξη», Κείμενα 1972/ «Ποιήματα», Εξάντας 1978/ «Φόνος πάνω σε ομοίωμα», Πόρφυρας 1984/ «Λογοκλονος», Κείμενα 1987/ και «Εθελοντική κάθοδος» Έψιλον 1993) , φυλακίστηκε και εξορίστηκε για πολιτικούς λόγους κατά την διάρκεια της δικτατορίας και έφυγε οριστικά από την Θεσσαλονίκη το 1978 μετά τον μεγάλο σεισμό, όπως και ο Μ. Αναγνωστάκης. Αφού περιπλανήθηκε εργασιακά στον Πειραιά και στο Βόλο, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα. Και μετά από δέκα χρόνια και στην ποιητική σιωπή, όπου παρέμεινε μέχρι προσφάτως[2].

Και ενώ πριν από λίγο καιρό με απασχολούσε[3] το πώς αντιμετώπιζε συναισθηματικά αλλά και ιδεολογικά το θέμα της σιωπής ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ένα από τα τελευταία κριτικά σημειώματα των Συμπληρωματικών του (που ερχόταν σε αντίθεση λίγο-πολύ με την ποιητική του επ’ αυτού πρακτική), διάβασα πως ο Θεοτόκης Ζερβός εξέδωσε μετά από 20 περίπου χρόνια, νέα ποιητική συλλογή, το 6ο ποιητικό του βιβλίο[4].

 

Διαβάζοντας τα καινούργια του ποιήματα, αναρωτήθηκα εκ νέου, γιατί ο σημαντικός αυτός ποιητής άφηνε τη γραφή του στο συρτάρι της σιωπής για τόσα χρόνια. Κι ενώ ενυπάρχουν αρκετά από τα γνωρίσματα της προηγούμενης ποίησής του: ελεγειακός τόνος, μουσικότητα, επεξεργασμένη, λυρικά αλλά και δραματικά, γλώσσα, διαπιστώνουμε αναπόφευκτα και κάποιες διαφοροποιήσεις, τόσο στη διαχείριση του ποιητικού υλικού όσο και στον θεματικό προσανατολισμό. Στη σκόνη της Εικονοστασίας εντάχθηκαν 26 ποιήματα με μεγάλη μορφολογική ποικιλία: από δίστιχα σαν επιγράμματα, ποιήματα, μέχρι μια ολοσέλιδη ποιητική πρόζα, ωσάν ημερολογιακό απόσπασμα.

Βλέποντας τα Περιεχόμενα της συλλογής, ο συνειρμός γίνεται σχεδόν αυτοματικά: Η σκόνη του χρόνου, η δεύτερη ταινία της περίφημης τριλογίας του Θ. Αγγελόπουλου, η οποία έμελλε να μείνει ημιτελής: πρόδηλη ομοιότητα, υπόδηλη συγγένεια ή μήπως έκκεντρη σύμπτωση; Θυμάμαι τα λόγια του πρωταγωνιστή της: «Τίποτα δεν τέλειωσε. Τίποτα ποτέ δεν τελειώνει. Ξαναγυρίζω σε μια ιστορία που άφησα να γλιστράει στο παρελθόν, να χάνει σε διαύγεια από τη σκόνη του χρόνου κι έπειτα απρόσμενα κάποια στιγμή επιστρέφει σα σκοτεινό όνειρο…»

Κι είναι σα να παίρνω μιαν απάντηση ή έστω να μου ανοίγεται ένα πλάγιο μονοπάτι, για να αναζητήσω το γιατί της γραφής και της σιωπής της.

Παρεκβατικά

Σ’ αυτό το σημείο θεωρώ απαραίτητο να θυμίσω τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται ο Μανόλης Αναγνωστάκη στον Άνθο Φιλητά, τον ποιητή που τον επηρέασε –μαζί με τον Ρεμπώ- το περισσότερο. Στο προτελευταίο κριτικό κείμενο των Συμπληρωματικών του(1985)[5]  επιλέγει από τα ποιήματα του Α.Φ. τους παρακάτω στίχους με το εξής σχόλιο: Ολόκληρο τον εαυτό μου έβρισκα στους στίχους:  (…) «Συμβιβάστηκε η εσπέρα/με το έπος της χαμένης ηλικίας». Και παραδόξως: «Δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν/τα άνθη που σπάρθηκαν την ώρα /του γόνιμου πάθους και της ηδονής», «Μες στη σιωπή μας θάφτηκε/το παθητικό τραγούδι του συναπαντήματος»

Ο Α.Φ. ήταν πολύ νέος όταν εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, σαν τον Ρεμπώ. Και εξέδωσε μία και μόνη ποιητική συλλογή, για να βυθιστεί μετά στη σιωπή. Μίλησε μια γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει, όπως ο Ρεμπώ μίλησε για το «Μεθυσμένο Καράβι», χωρίς να έχει δει ποτέ του θάλασσα[6], σημειώνει ο Μ.Α. Και τι ζητά από τον άγνωστο εν έτει 1985 εκείνον ποιητή; Να σπάσει τη σιωπή του. Επειδή το χρωστά στην ποίηση, στην ιστορία, στη γενιά του. Στην αδυσώπητη πάλη της γραφής με τον χρόνο, την εποχή και την μνήμη. Ο Αναγνωστάκης είχε ήδη μιλήσει μέσα από τις τρεις Εποχές του, τις τρεις Συνέχειες, είχε θέσει τον Στόχο και είχε κλείσει τον κύκλο του. Το μόνο που του απέμενε τότε, το στερνό ΥΓ, που θα το δώσει λίγα χρόνια μετά. Και εφεξής και για εκείνον η σιωπή.

Ωστόσο. Δεν επιμένει τόσο σ’ αυτόν τον ποιητή ο Μ.Α. μόνο χάριν μιας νεανικής ποιητικής του αγάπης. Σαράντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει ως μεγάλης αισθητικής αξίας (…που δεν ξεθώριασε από τον χρόνο) και να αξιολογεί ως παραγνωρισμένα τα ποιήματα του Α.Φ., τα οποία παραμένουν ξεχασμένα με σκληρότητα ακόμη και από τον ίδιο, όπως λέει. Μια που η συλλογή Σύννεφα ήταν η πρώτη και τελευταία συλλογή του Άνθιμου Χατζηανθίμου, όπως ήταν το αληθινό όνομα του Φιλητά. Γι’ αυτό και επιχαίρει της επανέκδοσής της το 1985, με την ευκαιρία της οποίας γράφει το συγκεκριμένο κείμενο. Αλλά τι απέγινε ο Α. Φ. ; Η προσωπική του ιστορία τον οδήγησε ακουσίως στην ποιητική σιωπή; Υπάρχει κάποια αναφορά[7] ότι χειρόγραφά του χάθηκαν στην Κατοχή. Τι απέγινε ο ίδιος; Αντάρτικο, η περιπέτεια της υπερορίας και ο νόστος στην Ελλάδα ύστερα από 30 χρόνια. Και το σκληρότερο: η 40χρονη ποιητική σιωπή. Για να καταλήξει ο Μ.Α. στη διατύπωση του αιτήματός του με έντονο τρόπο: κάποτε πρέπει ο ίδιος ο Άνθιμος(…)να μας δώσει την κατάθεσή του (…)τις συγκλονιστικές του προσωπικές περιπέτειες, που όμως τελικά είναι οι περιπέτειες και τα πάθη μιας ολόκληρης γενιάς : αυτό το βιβλίο πρέπει να το γράψει ο Άνθιμος, μας το χρωστά και του το ζητάμε. [8]

Είναι η ίδια η αγωνία της σιωπής που βασάνισε πολλούς από τους ποιητές της γενιάς αυτής, όπως, εν προκειμένω, και τον Θεοτόκη Ζερβό, οι οποίοι πιεσμένοι από τα γεγονότα, που τους άνδρωσαν, εκφράστηκε ποιητικά πολύ νωρίς. Και αισθάνθηκαν ίσως πως ό,τι είχαν να πουν, το είχαν ήδη πει. Άλλοι καιροί επέβαλλαν άλλους ρυθμούς και ήταν αυτός ένας τρόπος πρόληψης της επανάληψης. Έτσι όφειλαν να σωπάσουν.[9]  Όπως ο Μ.Α. και άλλοι ομήλικοι, όσοι δεν έφυγαν νωρίς. Και ο Άρης Αλεξάνδρου εγκαταλείπει σχετικά νωρίς την ποίηση, για να σφραγίσει το έργο του με το εμβληματικό μυθιστόρημά του, το Κιβώτιο, το 1975[10]. Ας μην ξεχνάμε την αγωνία που εξέφρασε και ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιό του: «Σπάσε λοιπόν τον φαύλο κύκλο. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς πάνω στη γλώσσα, να φτιάξεις κάτι «άλλο» με τη γλώσσα σου, και ξαφνικά πεθαίνεις». Ενώ ο Μίλτος Σαχτούρης παλινδρομούσε με τον δικό του τρόπο: «Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα[…]κατάρα για τις εφτά σκιές/πάντα θα γράφω ποιήματα»  (Χρωμοτραύματα). Ενώ στην ίδια συλλογή υπογράμμιζε για τους ποιητές: «όσο παν’ και λιγοστεύουν/λιγοστεύουν.» Λιγοστεύοντας και ο ίδιος ολοένα τα ποιήματα που έγραφε μέχρι την τελική του αναχώρηση για εκεί όπου οι ποιητές δεν πεθαίνουν πια.[11]

Αυτό το οποίο ζήτησε το 1985 ο Αναγνωστάκης από τον Χατζηανθίμου εναγωνίως είναι, παρολαυτά, ακριβώς: να «μιλήσει». Ακούγοντας τον σφυγμό της σιωπής θέλει να τον υπερβεί -αντιφάσκοντας με τον ίδιο τον εαυτό του που παραδόξως την επιλέγει. Θεωρώντας πως η μνήμη οφείλει να λειτουργεί όχι μόνο ως αναδρομή στο παρελθόν αλλά ως επιδρομή στο παρόν και ως προβολή στο μέλλον. Μια που η Ποίηση, όπως φαίνεται ότι πίστευε, οφείλει να αγρυπνά και να νικά τον χρόνο. Στο προσκεφάλι μιας εποχής που φόρτισε όσο καμιά άλλη τους ποιητές της με το υπόκωφο άγχος του χρέους και της δικαίωσης.

Ο Θ. Ζ., με τη Σκόνη της Εικονοστασίας, είκοσι χρόνια μετά την εκκίνηση της δικής του σιωπής, είναι σαν να ανταποκρίνεται με τον δικό του τρόπο, τριάντα χρόνια μετά, στις αγωνιώδεις ερωτήσεις του φίλου του ποιητή: «Ανάμεσα στον χρόνο και στην ποίηση ποιος είναι ο νικητής; Η ηλικία πώς μετριέται στην ποίηση, ποιους νόμους ακολουθεί ή περιφρονεί κάθε νόμο;»[12]

Η σκόνη του χρόνου

Πρωταγωνιστής, λοιπόν, της ποιητικής αυτής συλλογής ο χρόνος και τα πολλαπλά του κάτοπτρα, τόσο στον φυσικό όσο και στον ιστορικό και ποιητικό τους άξονα.

Ειδικότερα. Μπορούμε να αποκαταστήσουμε νοερά τρεις κύκλους ορίζοντας ως κέντρο τον χρόνο και τη «σκόνη» του: στην περίμετρο του πρώτου κύκλου αγωνίζονται να ισορροπήσουν η εικόνα και η μουσική ως οχήματα μετα-φοράς του λόγου. Στον δεύτερο προσπαθούν να αρθρώσουν την αντίστιξη ανάμεσα στην αναπαραστατική ικανότητα και το συμβολικό βάρος, ο ρεαλισμός και η αλληγορία. Ενώ το κέντρο βαφτίζεται συνεχώς στην εμπειρική ωρίμανση της βιολογικής ηλικίας απ‘ όπου αναδύεται ξανά ως ποιητικό καταστάλαγμα το ζεύγος: νεότητα και γήρας, προσδοκία και επίγνωση.

 

«Πατώντας στις άνεργες νύχτες μου/είναι το γήρας που ήρθε./Είναι που στάθηκε στο χειμαζόμενο λειμώνα των λέξεων/στα ματωμένα σκέλη των οδών/στα έμπυρα νοήματα της ξηρασίας.[…]»(σ.19)

Δορυφόροι στους κύκλους αυτούς τα πρόσωπα: οι νέες ποιήτριες, η Γκαμπριέλε Άντερσεν, ο Κυκλαδίτης, ο γραφιάς, η Αντιγόνη, οι σύντροφοι, οι φίλοι, οι μελλοθάνατοι άντρες αλλά και ο Πινόκιο(!).

«Και ήρθαν ετούτα τα κορίτσια/η Κάτια, η Αννούλα, η Κατερίνα/εσχάτως και η Ειρήνη/-μα και αυτά που ακόμα δεν γνωρίζω-/για να σκεπάσουν την ποίηση/με αλλεπάλληλες στιβάδες από λέξεις/να την κρύψουν βαθύτερα μέσα στο χώμα της/γλώσσας, να της χαρίσουν την υγρασία/του σπαραγμένου σώματός τους και του/συγκλονισμένου […]» (σ.28)

Το θεματικό υλικό των ποιημάτων του Θ.Ζ. δεν προσφέρεται τόσο εύκολα στην ανάγνωση. Εξάλλου. Δεν αναδύεται στο ακέραιο, αλλά μετα-φέρει τις διαλείψεις, τις σιωπές ακόμη και τους αυτιστικούς υπαινιγμούς του. Το φως της συμβατικής «λογικής» εμπειρίας, που υπο-κλίνεται στο ποίημα, ασφαλώς και δεν μοιράζεται ακριβοδίκαια με τις συνδηλώσεις που το σκιάζουν∙σκίαση που είναι κάποτε τόσο έντονη, ώστε να συστρέφεται στον εαυτό του.

«Ανάμεσα στην θεοδικία που δεν επιδέχεται έφεση/και στην κλειστοφοβική ιδέα του κόσμου/ας αφήσουμε/τα έκθετα της βλασφημίας και του φόβου./Ας παρεμβάλλουμε τη μύτη του Πινόκιο/κάθε φορά που ξεπροβάλλει απ’ τη ρωγμή της λογικής.» (Επίμετρο, σ.32)

Το άνισο μέτρο του χρόνου το δοκιμάζει ο ποιητής στην προσωπική του πείρα που είναι ταυτοχρόνως η βιολογική και η ιστορική πείρα του ανθρώπου. Μια πείρα που παλεύει συνεχώς να ενσαρκωθεί στη ζυγαριά του εγκόσμιου χρόνου, στην κλίνη του απραγματοποίητου έρωτα, στον τοίχο μιας εικονικής εκτέλεσης, κάτω από το φως ενός «δόλιου ήλιου».

«Ούτε εικόνες από γνώριμους τόπους/μήτε ψίθυροι ανδρών μελλοθανάτων/-μέσα στα βαριεστημένα ρούχα τους που περιμένουν//Μόνον ο ρύακας απ’ το σφαγείο στο σφάγιο/και ο μακρύς καιρός αλλοιωμένος//και οι διαθέσεις μας ρευστές/υπολείμματα ενός μέλλοντος που προλάβαμε/που καταστείλαμε εν τέλει.» (Ο ρύακας, σ.13)

Η συλλογή ξεκινά με το τετράστιχο Θάμπος όπου το ηλιακό φως θαμπώνει και όσο κανείς αφήνεται σ’ αυτό, τόσο η φωνή του λιμνάζει, ακινητεί, δεν μπορεί να αρθρώσει. Ο ήλιος αποδεικνύεται δόλιος υπονομεύοντας αντί να ενδυναμώνει(σ.7). Στον Παρατατικό της λογαλγίας οι λέξεις παρουσιάζονται να αδυνατούν να εκφράσουν το σημασιολογικό τους βάρος, φορτισμένες από την ιστορική εμπειρία και βεβαρυμένες από τη μνημονική τους διάσταση, φαίνεται πως χάνουν την εκφραστική τους δύναμη. Μόνο πόνο ξέρουν να προκαλούν σε όποιον τις βρίσκει αλλά και σε όποιον τις αναζητά. Ανήκουν εξακολουθητικά στο παρελθόν, αρνούμενες την λυρική διάσταση του παρόντος που ανήκει στο γήρας. Χαρακτηριστική η αντίθεση: (γερνάς) αισίως-ατόπημα (σ.8). Στην Ανυπόστατη ανάμνηση εν είδει απολογισμού γίνεται αναφορά στην αποσιώπηση αλλά και στην ενοχή: τόσο για όσα έγιναν, όσο και για το κυνήγι αυτού που δεν έγινε ποτέ, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «δόλιο παιχνίδι»(σ.9). Ακολουθεί η ψυχογράφηση του πόνου της τραγικής Αντιγόνης, μιας στάσης ζωής που οδηγεί σε έναν στωικό ηρωισμό, σε μιαν σχεδόν από-θέωση(σ.10). Αμέσως μετά, σχολιάζεται η αλαζονεία, η σκληρότητα αλλά και η επιπολαιότητα της νεότητας, που της λείπει η επίγνωση της ωριμότητας(σ.11). Αλλά και για τον ρόλο του ποιητή: Ο ποιητής είναι εκείνος που προσπαθεί να οργανώσει μιαν απάτη αλλά μένει πάντα έκθετος στο έλεος αυτού που δεν διακρίνει ότι τον καθορίζει(σ.12). Ο Ρύακας ακολουθεί μιας νοσταλγίας που, ενώ φαίνεται στραμμένη σε ένα ακυρωμένο ή και προδομένο παρελθόν, ουσιαστικά αναφέρεται στο απραγματοποίητο μέλλον-όλο αυτό που δεν μπόρεσε να γίνει: ουροβόρο φίδι που επαναφέρει την ανυπόστατη ανάμνηση (σ.13). Το βάρος των συμβολικών συνδηλώσεων των ποιητικών εικόνων: εάν κανείς θελήσει να από-καθάρει την αποκρυφιστική γλώσσα της ποίησης, τότε μένει φριχτά γυμνός ο άνθρωπος(σ.14). Στο Άλμα, ένα υπογραμμιστικά καβαφογενές ποίημα, δίνεται αναπαραστατικά ευκρινώς η περιγραφή ενός αθλήματος «ελληνικού» και ειρωνικά: «του πιο ελληνικού», το άλμα τριπλούν εις ύψος μιλώντας για τα «ακυρωμένα θαύματα» και μνημονεύοντας την Γκαμπριέλε Άντερσεν που το όνομά της συνδέθηκε με το σθένος και την θέληση του αθλητή να φτάσει ως το τέρμα διακινδυνεύοντας τα πάντα(σ.17). Στην Παρερμηνεία αποτυπώνεται το στιγμιαίο, το ελάχιστο σημείο του χωροχρόνου που ανοίγει διαδοχικά όλα τα σύμπαντα των συνδηλώσεων, των απειράριθμων δυνατών ερμηνειών, μια στιγμή που συμπυκνώνει τη δυνατότητα καταγραφής του απείρου, έτσι ώστε να δείχνει το πώς το απειροελάχιστο μπορεί να σημάνει το όλον(σ.18).

Εκείνο που παρατηρούμε έντονα στα περισσότερα ποιήματα είναι ότι ο λυρισμός υποχωρεί δίνοντας την θέση του σε πιο δραματοποιημένες μορφές, ενώ στρέφεται από τον έξω κόσμο στον εσωτερικό χώρο, εγκαταλείποντας έτσι μια «συμπαντική» διάσταση που υπήρχε στην προγενέστερη ποίησή του κι η οποία προσπάθησε να συναιρέσει και τα φυσικά και τα, τρόπον τινά, «αστικά» στοιχεία εντός της. Κοινό παραμένει το μοτίβο των φίλων και συντρόφων, μόνο που εδώ αποκτά έναν απολογητικό χαρακτήρα, σε κάποιες στιγμές φορτισμένο με απογοήτευση ή και διάψευση. Έχουμε μια μετατόπιση του άξονα της ποιητικής του από τη μουσική κεντρομόλο στην εικονιστική, η οποία αντιμετωπίζεται ως υπονομευτικά φυγόκεντρος και παρολαυτά εναποθέτει σ’ αυτήν τις ελπίδες μιας επένδυσης. Κι ενώ υπήρχε πρόδηλη η μακρόθεν οπτική ενός «γερασμένου» παιδιού, τώρα που έχει αγγίξει πλέον την ηλικία που θεωρούμε τρίτη, είναι σαν να έχει αποκτήσει και πραγματιστικά το δικαίωμα να μιλήσει ως ώριμος και παρολαυτά σαν να αυτοακυρώνει αυτή του τη δυνατότητα. Σαν να μην την εμπιστεύεται πια, αλλά όμως και να ενδίδει σ’ αυτήν.

Πώς συμπεριφέρονται, λοιπόν, ως κυρίαρχα, τα ζεύγη: αναπαραστατικότητα- συμβολισμός, νεότητα-γήρας (όπου συναριθμώ το ζεύγος παρελθόν-μέλλον), εικονοποιία-μουσική;

Αντιπροσωπευτικό της συμπεριφοράς αυτής της σύζευξης είναι το κείμενο Ένας γραφιάς. Μια υπέροχη αλληγορία, σαρκαστική και αυτοϋπονομευτική, όπου ο γραφιάς προσπαθεί να εικονοποιήσει, γιατί είναι «επικίνδυνο το κάπνισμα», επικινδυνότητα που πάντα τη γνώριζε ωστόσο, αλλά τώρα πια έχει εξαναγκαστεί να υποκύψει στη δύναμη των στατιστικών, άρα της λογικής διαχείρισης των προβλημάτων.  Ως ενήλικας, επομένως ως ένα ώριμο και έλλογο ον, θα αποτύχει παράγοντας ένα φτωχό εικαστικό αποτέλεσμα, διότι μόνο τρεις περιπτώσεις ανθρώπων μπορούν να επιτύχουν την εικονιστική αναπαράσταση: ένας παλίμπαις, δηλαδή κάποιος που έχει επιστρέψει πίσω στις αρχέγονες πηγές της αθωότητας, ένα γερασμένο παιδί δηλαδή ένα αθώο πλάσμα που ωστόσο έχει κερδίσει την ωριμότητα, χωρίς να χάσει την αθωότητά του ή ένας Κυκλαδίτης, ένας μη-αναπαραστατικός, επομένως, καλλιτέχνης, όχι όμως από επιτήδευση αλλά επειδή υπακούει στο εσωτερικό αρχέγονο κάλεσμα: ξέρει ως αξίωμα, ένα είδος βιωματικής γνώσης ότι η αλήθεια δεν προκύπτει από την ομοιότητα∙ άρα καθόλου δεν ενδιέφερε η αξιολόγηση ενός τέτοιου αποτελέσματος, από την αρχή(σ.15). Δεν είναι τυχαίο που επιλέγεται αυτό το ποιητικό περιβάλλον για το επόμενο κείμενο Είκοσι χρόνια αργότερα. Πρόκειται για ποίημα που συγκροτείται από δύο Ψαλμούς του Ιώβ και το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί το μότο ή το εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου. Η εσκεμμένη επιλογή αυτού του συντροφικού πλαισίου, νοηματοδοτεί ως ερμηνευτικούς βηματισμούς τα ποιητικά προ-σχήματα που προ-ηγούνται και συνιστούν τις προ-ϋποθέσεις για την ευρύτερη ερμηνεία ολόκληρης της συλλογής.

«προέφθασάν με ημέραι πτωχείας∙/απέβη εις πένθος μου η κιθάρα/ο δε ψαλμός μου εις κλαυθμόν εμοί/Ιώβ»[13] (σ.16)

Οι φωτεινοί αλλά και άφεγγοι χώροι των ποιημάτων είτε σκηνογραφούν έναν υπαίθριο χώρο είτε μιαν περίκλειστη κάμαρα, δηλώνουν με τον τρόπο τους υπογραμμιστικά την άνιση μάχη με τον χρόνο αλλά και την γραφή. Μια μάχη η επίγνωση της οποίας υπήρχε στην ποίηση του Θ.Ζ. από πολύ νωρίς.[14]

«Κανείς δεν ακούει τον χρόνο, κανείς./Τη σκόνη που πέφτει στα πρόσωπα επάνω/τη σκόνη του χρόνου που σκεπάζει τα πρόσωπα/δεν την ακούει κανείς» (σ.21)

Επιλογικά

Ο Θ. Ζ. με την εξάρθρωση της Σκόνης της σιωπής του, μέσω της παραμόρφωσης της αιρετικής Εικονοστασίας του θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θέλει να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στα παρελθοντικά είδωλα της μνήμης, στα παροντικά σπαράγματα της πραγματικότητας και στις εικονικές προβολές του μέλλοντος. Ωστόσο. Κάποια πράγματα δεν επιδέχονται εξηγήσεις. Έτσι έγιναν και έτσι οφείλουμε να τα δεχτούμε. Ας μην προσπαθούμε εξονυχιστικά όλα να τα διερμηνεύουμε. Εξάλλου πολλές φορές πρόκειται για Ένα όνομα που (να) το ξέρω μόνο εγώ (σ.24) ή για μια λέξη από όλες τις λέξεις την πιο λησμονημένη/αυτή που φάνηκε χρήσιμη μόνο για μια στιγμή/δίνοντας σήμα σε ώρα κινδύνου, όπως η λέξη-κλειδί στην ταινία Magical girl του Κάρλος Βερμούτ, αυτήν την εξόχως μινιμαλιστική αλληγορία για την σύγχρονη Ισπανία∙ λέξη που θα προφυλάξει την ηρωίδα από την εξόντωση και που όσο πιο αργά την προφέρει, τόσο περισσότερο και θα ανταμειφθεί.

Μη λησμονώντας πως «ό, τι χάνουμε σε άγγιγμα το κερδίζουμε σε όνειρο», για να θυμηθούμε και πάλι τον Αγγελόπουλο και τη Σκόνη του δικού του Χρόνου, καλωσορίζουμε με μεγάλη χαρά ξανά τον Θεοτόκη Ζερβό στο προσκήνιο της ποίησης. Μια που το βιβλίο αυτό μας το χρωστούσε και του το ζητούσαμε.

Κλείνω αντιγράφοντας από την Μπαλάντα:

[…] «Αν έρθω, ούτε από πείσμα ούτε από σχέδιο/αναζητώντας τον άδειο θώκο της ψυχής μου/και της ευγένειας την ταπεινή εκδοχή/εκτεθειμένος στην εχθρότητα του χρόνου/του ίδιου που μού κλέβει τη σπαργή/αδιάφορος για την κλοπή του//να με δεχτείς, αν έρθω.» (σ.26)

 

 

 

 

[1] Άννα Αφεντουλίδου, Στη μουσική ρωγμή του χρόνου, ηλεκτρ. περ. Ο αναγνώστης, 16 Μαρτίου 2014

[2] Ό.π.

[3] Άννα Αφεντουλίδου, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και το βιολί του Ένγκρ, ηλεκτρ. περ. bookpress, 5 Ιουνίου 2016

[4] Θεοτόκης Ζερβός, Στη σκόνη της εικονοστασίας, εκδ. Γαβριηλίδης, 2016

[5] Μανόλη Αναγνωστάκη, Τα Συμπληρωματικά, σημειώσεις κριτικής, εκδ. στιγμή, 1985

[6]  ό.π.,σ.154

[7]Σπαράγματα ψυχών και στίχων ή ο ποιητής Άνθος Φιλητάς, του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13 Οκτωβρίου 1995

[8] Βλ. και σημ.6, σ.155

[9] Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ο Τίτος Πατρίκιος και τώρα ο Θεοτόκης Ζερβός.

[10] Ο Άρης Αλεξάνδρου πεθαίνει 3 χρόνια αργότερα, το 1978.

[11] Από τη συλλογή του Εκτοπλάσματα όπου και η ρήση του Νίτσε: (…)να μην πεθάνουν πια.

[12] Βλ και σημ 6, σ.157

[13] Από τους Ψαλμούς, κεφ Λ, 27 και 31

[14] Βλ και Στη μουσική ρωγμή του χρόνου, ό.π.

Προηγούμενο άρθροΚώστας Περούλης : «Το συντριπτικό μέρος του εαυτού»
Επόμενο άρθροΘεοτόκης Ζερβός: Η ενεργός σιωπή (συνέντευξη στην Άννα Αφεντουλίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ