Αντώνης Σουρούνης: “Τώρα μπορώ να πεθάνω”( μια παλιά συνέντευξη στον Γ.Ν.Μπασκόζο)

0
5816

 

In memoriam (από τον Γιάννη Ν.Μπασκόζο)

Πώς γίνεται αυτός που θυμόταν την ζωή του πετραδάκια – πετραδάκι να φύγει από την ασθένεια που σε κάνει να χάνεις τη μνήμη σου; Το παλληκάρι , ο συγγραφέας, ο Αντώνης Σουρούνης δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε χθες σε ηλικία 74 ετών μετά από χρόνια μάχη με την ασθένεια.  Τον βλέπω ακόμα μπροστά μου στον Βλάση, να τρώει με μια κοπέλα (οι γυναίκες και το συγγραφιλίκι ήταν τα δυνατά του σημεία). Τα  είπαμε στα όρθια, επέμενε να φάω, δεν ήθελα. Κανονίσαμε να τα πούμε μια άλλη φορά.  Δεν τα είπαμε ποτέ ξανά. Υπάρχει μια συνέντευξη που μιλάει για όλα: πώς γράφει, για τις γυναίκες, τους φίλους, το καλύτερό του βιβλίο (Στο μονοπάτι της Θάλασσας- Βραβείο Διαβάζω 2007), τους μαλάκες και τους τιποτένιους της ζωής.

Ήταν η αφορμή για να γνωριστούμε. Θα ερχόταν στο Διαβάζω,στα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη, για μια συνέντευξη ενόψει του μεγάλου χριστουγεννιάτικου τεύχους. Καθυστέρησε λίγο. Μπήκε κρατώντας δύο πλαστικές σακούλες. Καθίσαμε στο ηλιόλουστο σαλόνι. Εγώ έτοιμος με το μαγνητόφωνο στο on. Με κοίταξε γελαστά.  Από τη μια σακούλα έβγαλε δύο κεσεδάκια, άσπρα πλαστικά. Το ένα είχε γαύρο τηγανητό. Το άλλο πιπεριές τηγανητές. Από την άλλη σακούλα έβγαλε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό γεμάτο τσίπουρο. Είναι του Θανάση (Καστανιώτη), είπε. Ζήτησε δύο ποτήρια και τα γέμισε. Τσίμπα, μου είπε, μην ανησυχείς θα αρχίσουμε. Άνοιξα το μαγνητόφωνο . Ο Αντώνης κοίταξε απέναντι το ωραίο κόκκινο σπίτι που έφεγγε από το παράθυρο, κι άρχισε να μιλάει. Για τη  ζωή του όλη.

Η συνέντευξη (Νοέμβριος  2006)

Δεν είχα γράψει ποτέ για την παιδική μου ηλικία. Ποτέ! Όχι γιατί φοβόμουν αλλά δεν χρειαζόμουν κάτι τέτοιο. Πριν τρία χρόνια που ζούσα στην Τήνο, με πήραν από το περιοδικό Status και μου ζήτησαν να γράψω 4- 5 σελίδες για την παιδική μου ηλικία. .Τους λέω «δεν μπορώ». Μόλις το ‘ κλεισα δεν ξέρω τι συνέβη. Θυμάσαι τον ‘Γίγαντα» με τον Τζέημς Ντην; Θυμάσαι τη σκηνή που στραβοπάτησε και πετάχτηκε πετρέλαιο από το χώμα; Έτσι κι εγώ , μόλις έκλεισα το τηλέφωνο άρχισε να αναβλύζει κάτι από μέσα μου. Έτσι ξαφνικά, άγρια. Τους παίρνω τηλέφωνο και τους λέω: «μπορώ». Γράφω λοιπόν , λοιπόν, τέσερις, πέντε σελίδες, γράφω είκοασι. Γράφω σαράντα.

Πώς έγραψα «Το μονοπάτι στη θάλασσα»

Όλα μου τα βιβλία τα έχω γράψει κοντά στη θάλασσα. Το σπίτι στην Τήνο που έμενα ήταν  είκοσιε μέτρα από τη θάλασσα. Όμως μετά από 30-40 σελίδες που είχα γράψει κατάλαβα ότι δεν μπορώ να το γράψω στη θάλασσα. Ήθελα κλεισούρα, να μη βλέπω τίποτα. Σκέφτηκα το βουνό. Λέω στη φίλη μου «πάμε, πάμε να βρούμε βουνό». Αρχίσαμε από το Καιμακτσαλάν και κατεβαίναμε με΄χρι να βρούμε μέρος που θα με βοηθήσει να γράψω. Πίνδο, Περτούλι, Όλυμπο, γυρίσαμε ένα σωρό ορεινά μέρη., αλλά τίποτα. Στο παλίο σπίτι που είχα στο Λυκαβηττό δεν μπορούσα να κάτσω γιατί είχαμ μαζευυτεί πολλοί φοιτητές , έκαναν φασαρία. Είχαν πεθάνει οι ένοικοι και το νοικιάζαν οι κληρονόμοι σε όποιο φοιτηταριό για να κονομήσουν. Δεν μπορούσα να κάτσω με τίποτα. Ένα Σάββατο, το πρώτο που είχαμε φτάσει πάλι στην Αθήνα , σκέφτηκα: δεν τρώμε μια φασολάδα. Αλλά έκανε πολύ ζέστη για φασολάδα και αποφασίσαμε να κάνουμε πιάζ. Αλλά δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι ούτε κρεμμυδάκια, ούτε σκορδάκια, άνηθο…Βγαίνω και πάω σε ένα μπακάλικο στη γειτονιά μας. Είχα να πάω δύο χρόνια σε αυτόν. «Τι γίνεται;». «Καλά».  Τον ρωτάω μήπως νοικιάζεται τίποτα εδώ γύρω. Να, μου λέει, αυτό απέναντι. Στην Αναγνωστοπούλου ήταν αυτός.Πάω απέναντι, δεν μου κάνει. Βγαίνοντας και κρατώντας ακόμα την τσάντα στα χέρια μου γυρνάω να του πως ένα ευχαριστώ. Εκεί , λοιπόν, ανάμεσα στο ευχαριστώ και τον μπακάλη, συναντάω μια παλιά γνωστή μου. Αυτή έχει ένα γραφείο εκεί πέρα. «Έλα πάνω να πιούμε έναν καφέ», μου λέει. Πάω, κάθομαι και της λέω ότι ψάχνω ένα σπίτι για να κάτσω να γράψω, αλλά να είναι τόσο ήσυχο που να μην ακούω και να μην βλέπω τίποτα. Να έχει αν είναι δυνατόν έναν βράχο απέναντι. «Σου χω», μου λέει, τον τάφο του Ινδού». Εκεί δίπλα έμενε η κόρη της. Πάμε, το βλέπουμε. Το σπίτι είναι μέσα στο δάσος, ούτε ακούς, ούτε βλέπεις τίποτα.

Κάθισα εκεί τρία χρόνια. Είπα στη φίλη μου «τώρα αρχίζει γράψιμο, χοντρό  γράψιμο.Πήγαινε στο πατρικό σου και θα ανταμώνουμε Σαββατοκύριακα. Κι όταν τελειώσω θα στο πω». Πέρασε ένας χρόνος, δύο, τρία  χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα βγήκαμε έξω μόνον τρία βράδια. Σε ένα θέατρο, σε ένα μπαλέτο και μια βραδιά που πήγαμε να χορέψουμε. Αυτές ήταν οι έξοδοι της νύχτας. Συνατιόμασταν όμως μεσημέρια και Σαββατοκύριακα. Ήταν ήρωας αυτή η κοπέλα, πώς κάθισε μαζί μου. Και εγώ να μη μιλάω. Να΄μαι μες στα σκατά μου. Δεν ξέρω μπορεί να τα έχω παίξει κιόλας. Τώρα που θα πάω σε ένα κρησφύγετο ίσως καταλάβω τι μου γίνεται.

Επίσκεψη στην παιδική ηλικία

 Παιδεύτηκα πολύ να μπω στην παιδική μου ηλικία, να γυρίσω πίσω. Λ¨ενε ότι όσο μεγαλώνει κανείς ξαναγυρνάει προς τα πίσω. Εγώ δεν το έκανα ποτέ αυτό. Μπορεί βέβαια πολλά από αυτά που έχω γράψει να είχαν σχέση με αυτή την ηλικία και να μην το καταλάβαινα. Σίγουρα υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος που με κρατάει με αυτή την ηλικία, στις γειτονιές εκείνες και τους ανθρώπους τους. Έπρεπε κάθε πρωί να κάνω τυμβωρυχεία, να ξεθάβω νεκρούς και να μιλάω μαζί τους. Έβγαλα μια σειρά φωτογραφίες και τους κοιτούσα όλους αυτούς και σχεδόν γελούσα. Ήταν πολύ καλή κατάσταση, γέλασα τόσο πολύ…αλλά όχι μόνον, συνέβησαν κι άλλα πράγματα.Τους άφηνα να μιλούν μόνοι τους. Ό,τι ήθελαν έλεγαν. Αλλά οι αχαρκτήες παρέμεναν χαρακτήρες. Δεν μπορούσα να αλλάξω το χαρακτήρα της γιαγιάς μου , της μάνας μου ή του πατέρα μου.

 

Όλα τα βιβλία μου τα αγαπάω. Αλλά για κανένα δεν είπα «τώρα μπορώ να πεθάνω». Γι αυτό μπορώ να το πω.

Οι φίλοι

Όλα τα πρόσωπα των φίλων που αναφέρω στο «Το μονοπάτι στη θάλασσα» είναι αληθινά, ο Αλιάμπρας, ο Λεκές, ο Σερπετός, το Χέλι. Αληθινή είναι και η γιορτή «Τα αλιαμπράδικα» που γιορτάζουμε κάθε χρόνο για τη σωτηρία του Χελιού. Είχε περάσει μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του Χέλι και τον έσωσε ο Αλιάμπρας με τα λεφτά του και τις γνωριμίες του. Από τότε γιορτάζουμε τη σωτηρία του. Το Χέλι ζει σε ένα βαγόνι τρένου, παλιό, με μεγάλη αυλή. Εκεί μαζευόμαστε κάθε Σεπτέμβρη και γίνεται της πουτάνας. Μια μέρα μάζεψα πενετ – οκτώ φίλους σε ένα φούρνο στον Κορυδαλλό. Ξέρεις, έχω μια ευαισθησία με τους φούρνους γιατί ο πατέρας του πατέρα μου ήταν φούρναρης. Τους διάβασα μερικές σελίδες από το βιβλίο. Τους άρεσε , χειροκροτούσαν μισή ώρα.

Παίζαμε μπιλιάρδο με τους φίλους. Κατεβαίναμε τα μαγαζιά προς την παραλία.Όσο κατεβαίναμε τόσο καλύτερα ήταν τα μπιλιάρδα.  Ώσπου κάποτε φτάναμε στο Πτι Παλαί, το καλύτερο μπιλιαρδάδικο. Μετά δεν υπήρχε άλλο, μπροστά ήταν η θάλασσα. Ήμασταν τέσσερις – πέντε. Τότε λέγαμε τα όνειρα μας, τις επιθυμίες μας, τι θέλαμε να κάνουμε.  Ο μόνος που έφυγε ήμουν εγώ. Αυτοί σπούδασαν όλοι, μαζί, παντρεύτηκαν τις πρώτες γκόμενες που γνωρίσανε και ζούμε ακόμα μαζί σα μια  οικογένεια.

Λέω κάπου: «Όλα σου έχε τα καινούργια, τους φίλους έχε τους παλιούς». Τους φίλους τους αγαπάω όπως και τις ερωμένες μου. Μπορεί να βρεθείς σε κατάσταση να σκοτωθείς για τον φίλο σου όπως για μια γυναίκα. Η αγάπη των φίλων αντί να ξεφτίζει με τα χρόνια δυναμώνει κιόλας.

Το τίποτα και ο μαλάκας

«Τι κοιτάς;». «Τίποτα!». «Όλοι ένα τίποτα είμαστε». Τότε το τίποτα κυριαρχούσε στο μυαλό των ανθρώπων. «Ένα τίποτα είμαστε», έλεγε η γιαγιά μου. Το πρώτιο που άκουσα να λένε είναι «από το καν τίποτα καλό είναι και το τίποτα». Τι τίποτα έμπαινε τότε σε όλες τις κουβέντες. Ενώ τώρα που οι άνθρωποι είναι πραγματικά τίποτα δεν το λέει κανείς. Τότε οι άνθρωπου ήταν κάτι, τώρα είναι τίποτα. Μια άλλη συνηθισμένη λέξη ήταν τότε το «τιποτένιος». Ήταν ντροπή να σε πουν «τιποτένια». Σήμερα κανείς δεν τη λέει αυτή την λέξη. Σε αντίθεση τότε κανείς δεν έλεγε «αυτός είναι μαλάκας». Ήταν πολύ βαρύ, θα σε σκοτώνανε αν το έλεγες, επειδή ήταν όλοι μαλάκες. Σήμερα δεν είναι βρισιά, είναι ένας χαιρετισμός, μια φιλοφρόνηση. Είχα προσέξει και παλιότερα όταν έγραφα το «Πάσχα στο χωριό» ότι κάποιος θα σε αποκαλέσει αυτό που ο ίδιος είναι. Ο βλάκας θα σε πει βλάκα και το κορόιδο θα σε πει κορόιδο.

sourounis-1Οι γυναίκες

Στο γυμνάσιο αισθάνθηκα ότι είμαι ένα τίποτα. Όλοι είχαν γκόμενες πλην εμού. Δεν με θέλανε τα κορίτσια. Θυμάμαι μια φορά που κάναμε πάρτυ σε μια ταράτσα, ξέρεις εποχή Τζέημς Ντην, με τα πρώτα φαρδιά μπλουτζίν, είχαν χωριστεί τα κορίτσια με τα αγόρια., απέναντι τα μεν από τα δε. Με το σύνθημα τρέξανε όλα τα κορίτσια να ζητήσουν ένα αγόρι. Έμεινα στα αζήτητα εγώ κι ένας συμμαθητής μας που ήταν αδελφή. Φαντάσου, ούτε αυτός δε με ζήτησε για χορό! Στη μέση του γυμνασίου ήρθε ένα παλικάρι από τη Σκόπελο, ο Ρήγας. Πηγαίναμε μαζί για μπάνιο. Μια φορά πήγα σε μια ξαδέλφη μου, όπυ εκεί κοντά της έμενε μια κοπέλα , μεγαλύτερη από εμάς και πολύ όμορφη. «Ειδες τον Ρήγα κάτι βουτιές που κάνει», της λέω. «Ποιος Ρήγας, εσύ είσαι ο πιο ωραίος». Έπαθα την πλάκα μου. Αυτή η γυναίκα μου έδωσε μεγάλη ώθηση στη σχέση μου με τις γυναίκες.

Το καλύτερο βιβλίο

Γράφω πάντα πρωί. Εκείνη την ώρα κυκλοφορούν ιδέες σαν πουλάκια. Ψάχνουν να βρουν κάποιον που είναι ξύπνιος να κάτσουν πάνω του. Την ημέρα υπάρχει ταραχή, δεν είναι καλή για να βγάλεις πράγματα από μέσα σου.

Δεν έγραψα ούτε μια γραμμή όταν ήμουν στο εξωτερικό, ούτε όταν ταξίδευα με τα καράβια. Όλα τα βιβλία μου τα έγραψα στην Ελλάδα, ίσως γιατί η καρδιά μου ήταν εδώ. Και μόνο με την καρδιά γράφεις, έρχονται πράγματα και στη γεμίζουν.

Το βιβλίο αυτό (Το μονοπάτι στη θάλασσα) κάθε πρωί με εξέπληττε.  Μου έρχονταν κάτι ιδέες που δεν τις είχα σκεφθεί ποτέ. Ή μάλλον δεν έρχονταν σε μένα αλλά στον πιτσιρικά, τον ήρωά μου. Ήταν μια τρελή κατάσταση και ταυτόχρονα πολύ ωραία. Αφού ό,τι έγραφα δεν τολμούσα να το διαβάσω. Το διάβαζα την άλλη μέρα το πρωί. Πέρασα πολύ ωραία για τρία χρόνια.

Χθες ήρθε η γυναίκα που καθαρίζει. Τρία χρόνια δεν την άφησα να καθαρίσει το δωμάτιο που ήταν γεμάτο χαρτιά. Χθες το καθάρισε επιτέλους και χάρηκε. Μου λέει: «κυρ Αντώνη δεν λυπάστε που φάγατε τρία χρόνια στο δωμάτιο;» Μου το έλεγε με μια λύπη σα να μου λεγε: και τι κατάλαβες που ήσουν κλεισμένος τρία χρόνια εδώ μέσα.

Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσα να το γράψω νωρίτερα. Τώρα έπρεπε να το γραψω, Μέσα από το παρελθόν μου είδα το μέλλον μου. Συμφιλιώθηκα με τους νεκρούς, με ανθρώπους που είχα μαλώσει μαζί τους και έφυγαν, με τους γονείς μου.

Όλα τα βιβλία μου τα αγαπάω. Αλλά για κανένα δεν είπα «τώρα μπορώ να πεθάνω». Γι αυτό μπορώ να το πω.

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ Κρυφή Γοητεία του Εντέρου ( του Δημήτρη Σωκιαλίδη)
Επόμενο άρθροTristan Garcia: Φαμπέρ, ο καταστροφέας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ