Αντρί Σνερ Μάγκνασον:«Ζούμε μυθολογικούς καιρούς…» (συνέντευξη στην Άννα Κουππάνου)

0
675

 

 

Συνέντευξη του Αντρί Σνερ Μάγκνασον στην Άννα Κουππάνου

 

O Αντρί Σνερ Μάγκνασον (Andri Snær Magnason) κατάγεται από την Ισλανδία. Είναι συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και για ενήλικες. Έχει γράψει επίσης ποίηση, θεατρικά έργα, διηγήματα και δοκίμια. Είναι ένας εκ των δύο σκηνοθετών του ντοκιμαντέρ “Dreamland”. Τα βιβλία του έχουν λάβει πληθώρα διακρίσεων και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για ενήλικες και για παιδιά, καθώς και με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου. Το  βιβλίο του, “Τα παιδιά του γαλάζιου πλανήτη”, ήταν το πρώτο παιδικό βιβλίο που έλαβε το Ισλανδικό Λογοτεχνικό Βραβείο και μεταφράστηκε ή παίχτηκε ως θεατρικό έργο σε 30 χώρες. Το βιβλίο του, “Τιμακιστάν – Το σεντούκι του χρόνου”, βραβεύτηκε επίσης με το ίδιο βραβείο, καθώς και με το βραβείο Βιβλιοπωλών για το 2013. Το βιβλίο του, “LoveStar”, βραβεύτηκε με το βραβείο Philip K. Dick το 2013 και με το Grand Prix de lImaginaire στη Γαλλία το 2016.  Έχει έντονη πολιτική και ακτιβιστική δράση ενάντια στην καταστροφή των ισλανδικών υψιπέδων. Ζει στο Ρέικιαβικ και έχει τέσσερα παιδιά.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Αντρί Σνερ Μάγκνασον απαντά με λεπτομέρεια σχετικά με τη δική του διαδικασία συγγραφής, για τον τρόπο που τα θέματα παρουσιάζονται στη δημιουργική διαδικασία και συνυφαίνονται με τους χαρακτήρες, τα γεγονότα και τις ιδέες που καθοδηγούν τη σκέψη του. Αναφέρεται επίσης στις συζητήσεις που κάνει με τον εαυτό του όταν μεγάλα ερωτήματα εισέρχονται κατά τη σύνθεση της αφήγησης.

 

 Τι συμβαίνει όταν γράφετε; Βλέπετε μια εικόνα; Είστε ριγμένος σε κάποια διάθεση; Κατοικείτε τους χαρακτήρες σας; Δεσμεύεστε με μια ιδέα;

Θα έλεγα ότι ως συγγραφέας καθοδηγούμαι πολύ από ιδέες και για αυτό συνεχώς εξερευνώ νέους τρόπους και νέες γλώσσες για να πω μια ιστορία. Εμπνέομαι πάντα από άλλα κείμενα, περισσότερο από ποίηση, μυθολογία και λαογραφία, παρά από μεγαλύτερες φόρμες μυθοπλασίας. Συγγραφείς που με έχουν εμπνεύσει ιδιαίτερα είναι ο Μπόρχες, ο Βόνεγκατ, ο Μπουλγκάκοφ και ο Καλβίνο. Μου αρέσει να δημιουργώ μεταφορές, μοντέρνα μυθολογία, να παίρνω τις τάσεις του καιρού μας και να τις στρεβλώνω.

Η γραφή μου μεταβάλλεται με κάθε ιστορία. Τις περισσότερες φορές μού αρέσει να παίζω με τις ιδέες ή να τις παρατηρώ. Πολλές φορές αυτές είναι πολύ μεγάλες ιδέες. Κάποιες φορές με δελεάζει η ιδέα του να καταφέρω να βρω μια νέα οπτική σε μια ιδέα που είναι μπανάλ ή προφανής αλλά και που μπορεί να αλλάξει με μια μικρή παραλλαγή. Στο Τιμακιστάν προσπαθώ να βρω μια νέα διάσταση μιας πολύ κλασσικής ιστορίας, αυτής του τρελού βασιλιά, της αθώας πριγκίπισσας που βρίσκεται σε γυάλινο φέρετρο, του βασιλείου και του χρόνου.

Μπορεί να μου πάρει αρκετό χρόνο για να τελειώσω ένα βιβλίο. Το Tιμακιστάν, για παράδειγμα, ήταν στο μυαλό μου για πολλά χρόνια, και μετά μού πήρε περίπου τρία χρόνια για να το γράψω. Ζω παρόλα αυτά στον πραγματικό κόσμο και η γραφή μου διαμορφώνεται από τα γεγονότα της δικής μου κοινωνίας. Πολύ μεγάλα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ισλανδία, την περίοδο 2004-2008, με έκαναν να βάλω το βιβλίο στην άκρη για λίγο. Η Ισλανδία, το περιβάλλον και η οικονομία της πέρασαν από μεγάλες δυσκολίες λόγω της απληστίας και της τελικής συντριβής. Η Ελλάδα περνούσε παρόμοιες δυσκολίες εκείνο τον καιρό. Έτσι υπήρχαν αρκετά πράγματα που απαιτούσαν την άμεση προσοχή μου όσον αφορά κυρίως στον ακτιβισμό, την αρθρογραφία σχετικά με την οικονομία, τις διαμαρτυρίες και την ανάλυση των διαφόρων καταστάσεων. Όλη αυτή η εμπειρία άλλαξε την έκβαση του Τιμακιστάν και το μήνυμά του.

Πώς ξεκινά μια ιστορία; Όταν γράφετε μια ιστορία (σε οποιοδήποτε μέσο ή είδος) ζείτε εντός της; Την επισκέπτεστε συχνά, ακόμα και όταν δεν γράφετε; Πώς ξεδιπλώνεται ο χρόνος της γραφής; Πότε τελειώνει το βιβλίο;

Έχω γράψει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που έχει τον τίτλο LoveStar. Κέρδισε το βραβείο Philip K. Dick στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου είχα κάπως βαρεθεί με τη λογοτεχνία. Ένιωσα ότι κάποτε είναι πολύ κοινότοπη. Ρώτησα λοιπόν τον εαυτό μου: «Γιατί πρέπει ένα βιβλίο να έχει κανονικές προτάσεις, παραγράφους και κεφάλαια; Και τι συμβαίνει με τους χαρακτήρες; Πρέπει πάντα να δημιουργώ ένα άτομο, να το ονομάζω, να το κάνω να μιλά και να σκέφτεται, να περνά από κάθε είδους γεγονότα, ακόμη και να το σκοτώνω; Και τι συμβαίνει με την τυπική αρχή, τη μέση και την τελική έκβαση; Κάθε βιβλίο πρέπει να ακολουθεί το ταξίδι των ηρώων του;» Έτσι λοιπόν προσπάθησα να γράψω σελίδες χωρίς κανονικές προτάσεις, χαρακτήρες ή πλοκή. Θα ήταν κάτι που θα είχε περίπου την πιο κάτω μορφή:

«…και ο ήλιος, χρυσός σαν το μέλι, έσταζε σαν σιρόπι, σαν σιρόπι οι πυκνές αχτίδες του φωτός κάλυψαν τους δύο εραστές που ξάπλωναν στο κρεβάτι. Αλλά ανοίγοντας τα μάτια της είδε τα δικά του μάτια και τα πρόσωπά τους έλαμψαν σαν.»

Έφτιαξα τρεις περίπου παραγράφους με αυτό τον τρόπο μέχρι που δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο. Έτσι λοιπόν παραδόθηκα και ξεκίνησα να γράφω κανονικές προτάσεις, πραγματική αφήγηση, και χαρακτήρες με ονόματα. Το ότι όμως προσπάθησα να μην κάνω κάτι τέτοιο, άλλαξε το τελικό ύφος και τη γεύση της ιστορίας, αλλά και τη γλώσσα της που έγινε πιο πειραματική.

Ακόμη ένα βιβλίο που έγραψα και δεν είναι μυθοπλαστικό είναι το Dreamland. Αναφερόταν σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα για την Ισλανδία και πιο συγκεκριμένα στο μέλλον των ποταμών και των καταρρακτών της που κινδύνευαν από τη βιομηχανία αλουμινίου που επιθυμούσε να εκμεταλλευτεί τα ποτάμια με σκοπό το κέρδος. Το πρόβλημα ήταν ότι η συζήτηση ήταν πολύ πολωμένη και οι άνθρωποι πολύ κουρασμένοι από αυτή. Αυτό ήταν πολύ κακό, επειδή το θέμα ήταν σημαντικό για το μέλλον της Ισλανδίας. Έτσι έγραψα το βιβλίο μου, αλλά δεν ανέφερα τα θέματα μέχρι τη σελίδα 200. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο αποτελείται από ιστορίες, γλώσσα και μεταφορές. Έκτισα έναν κόσμο από ιστορίες και παραδείγματα που μετά χρησιμοποίησα για να αναφερθώ στα μεγάλα ζητήματα. Το βιβλίο αυτό τελικά πώλησε 23.000 αντίτυπα στην Ισλανδία, δηλαδή σχεδόν ένα στα πέντε σπίτια είχε ένα αντίγραφο.

Όντως το περιβάλλον είναι πολύ σημαντικό για τη γραφή σας. Το ίδιο σημαντικά είναι και ο μύθος και το παραμύθι. Γιατί; Μήπως η φύση έχει κάποια αφηγηματική/μυθική πλευρά; Αντίστροφα, μήπως ο μύθος είναι πιο ‘φυσικός’, δηλαδή, πιο σχετικός με τη φύση από ότι νομίζουμε;

Ζούμε μυθολογικούς καιρούς στον πλανήτη μας. Ο παππούς μου ήταν χειρούργος στη Νέα Υόρκη. Ένας από τους ασθενείς του ήταν ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Αυτός ήταν ένας μοντέρνος Προμηθέας – το μόνο ανθρώπινο ον του 20ου αι. στο οποίο αξίζει πραγματικό μυθολογικό στάτους. Ο Προμηθέας ανέβηκε το πιο ψηλό βουνό και έκλεψε τη φωτιά και την έδωσε στην ανθρώπινη φυλή. Ο Οπενχάιμερ κατάφερε να εισχωρήσει στο πιο μικρό κομμάτι ύλης και να βρει κάτι πιο δυνατό από το ηφαίστειο, κάτι που έδωσε στους αρχηγούς του κόσμου, παραχωρώντας τους έτσι δύναμη μεγαλύτερη από αυτή των θεών. Έτσι λοιπόν ο παππούς μου γνώρισε ένα πραγματικά μυθολογικό άτομο. Τώρα βλέπουμε ότι η φύση εγκατέλειψε τη γεωλογική ταχύτητα και αλλάζει με ανθρώπινους ρυθμούς. Ένας ολόκληρος παγετώνας θα λιώσει μπροστά στα μάτια μας κατά τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Στην Ισλανδία ένα φυσικό φαινόμενο συνήθως λάμβανε μια μυθολογική εξήγηση ή μια εξήγηση μέσω ενός παραμυθιού. Μια ρωγμή σε έναν βράχο, π.χ., είχε αιτία ύπαρξης ένα ξωτικό. Ένα φαράγγι σε σχήμα αλόγου αποτελούσε αποτύπωμα του αλόγου του Θεού Όντιν. Το βρήκα πολύ δελεαστικό να εξηγήσω πώς διαχωρίστηκε η Αφρική από τη Νότια Αμερική. Αναρωτήθηκα αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι με τον χρόνο, όπως έκανε ο Οπενχάιμερ με το άτομο. Χρειαζόμουν ένα εργαστήριο για να δοκιμάσω αυτές τις ιδέες και έτσι λοιπόν δημιούργησα το βασίλειο της Παγγαίας.

Στο βιβλίο Τα παιδιά του γαλάζιου πλανήτη και στο βιβλίο, Τιμακιστάν – Το σεντούκι του χρόνου, η ουτοπία βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας που μετά εξελίσσεται σε δυστοπία, ενώ το μέλλον της αφήγησης ανοίγεται στον χρόνο περιμένοντας την ανθρώπινη απόφαση ή αναποφασιστικότητα. Είναι αυτή η ιστορία της δικής μας εποχής;

Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με το νερό υφίστανται μια θεμελιώδη αλλαγή. Σε διάστημα 100 χρόνων, βλέπουμε παγετώνες να λιώνουν, τη στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει, ενώ γνωρίζουμε ότι το pH των ωκεανών θα αλλάξει δραματικά σε ένα επίπεδο που δεν έχουμε δει τα τελευταία 30 εκατομμύρια χρόνια. Έτσι λοιπόν, ναι, αυτή είναι η ιστορία της εποχής μας. Ότι δηλαδή αν αποφασίσουμε να μην κάνουμε τίποτε, θα γίνουν δραματικά πράγματα, σε μια κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από ότι έχουμε δει προηγουμένως.

Στο Τιμακιστάν υπάρχουν δύο κύριες αφηγήσεις: μία παραμυθιακή και μία επιστημονικής φαντασίας και συγκεκριμένα δυστοπική. Ποιο ήρθε πρώτο και ποιο δεύτερο; Πώς συναντήθηκαν στη συγγραφική σας διαδικασία και πώς επηρέασαν το ένα το άλλο;

Το Τιμακιστάν ξεκίνησε ως μια φουτουριστική δυστοπία που αναφερόταν σε ένα κουτί, που θα μπορούσε να προέρχεται από το IKEA, και στο οποίο ο καθένας μπορεί να σφραγίσει τον εαυτό του για να προφυλαχθεί από το πέρασμα του χρόνου, για να μη ζήσει τις βροχερές μέρες, τις βαρετές μέρες, τα χρόνια του Trump, κλ.π. Μετά ξεκίνησα να φτιάχνω μια μικρή δεύτερη ιστορία, όπου υπήρχε μια πριγκίπισσα και ένας βασιλιάς, και όπου ο δεύτερος ήθελε να διατηρήσει την αιώνια ομορφιά της πρώτης. Εκείνη η ιστορία μεγάλωσε πολύ και σιγά-σιγά κατέλαβε το βιβλίο και έγινε το κύριο μέρος του. Σε κάποια στιγμή η ιστορία άρχισε να μετατρέπεται σε τριλογία: Μια ιστορία για το μέλλον. Ένα παραμύθι. Και ένα βιβλίο εναλλακτικής ιστορίας που συμβαίνει το 1950 και παρουσιάζει στοιχεία steampunk. Μετά όμως επέστρεψα στην συνειδητοποίηση, ότι, δηλαδή, μου αρέσουν τα πιο απλά πράγματα.

Και στα δύο βιβλία που συζητούμε, η ιδεολογία, η πολιτική – ακόμα και ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος – τα τελευταία δύο στοιχεία παρουσιάζονται κυρίως στο Τιμακιστάν, η οικονομία, η διαφήμιση και η θρησκεία μπαίνουν στη συζήτηση και μάλιστα σε περίπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Μπορείτε να σχολιάσετε σχετικά με τους τρόπους που αυτές οι έννοιες εμφανίζονται στη γραφή σας για παιδιά και για εφήβους;

Τις περισσότερες φορές τα θέματα μπαίνουν στο βιβλίο κατά τη διάρκεια της συγγραφικής διαδικασίας. Στο βιβλίο, Τα παιδιά του γαλάζιου πλανήτη, ο Γκλαμ ο Γελαστός καρφώνει τον ήλιο σε ένα σημείο για να δώσει στα παιδιά αιώνια ευτυχία. Έτσι όμως τα άλλα μέρη του πλανήτη σκοτεινιάζουν. Και τότε τα παιδιά αποφασίζουν να ψηφίσουν σχετικά με το αν πρέπει να αφαιρέσουν το καρφί ή όχι, και στο τέλος ψηφίζουν να παραμείνει το καρφί. Όταν το έγραψα αυτό ρώτησα τον εαυτό μου: «Μπορώ να το κάνω αυτό σε ένα βιβλίο για παιδιά; Μήπως έτσι αμφισβητώ τη δημοκρατία; Είναι αυτό εντάξει;» Μετά όμως τα παιδιά αποφασίζουν να βοηθήσουν τα παιδιά των σκοτεινών περιοχών στέλνοντάς τους τρόφιμα και κουβέρτες. Και μετά ρώτησα και πάλι τον εαυτό μου: «Τι συνέβη μόλις τώρα; Μήπως συζητώ σε αυτό το σημείο σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια αλλά με κριτικό τρόπο; Τα παιδιά ωστόσο που διαβάζουν το βιβλίο βλέπουν μόνο δραματικά γεγονότα. Τα μεγαλύτερα παιδιά, από την άλλη, ίσως να βλέπουν μια αλληγορία. Δεν πιέζω τα θέματα στην ιστορία, είναι αλληλένδετα με αυτήν, είναι μέρος της αγωνίας. Στο Τιμακιστάν η πριγκίπισσα σφραγίζεται από την επίδραση του χρόνου και γίνεται θεά που λατρεύεται σε έναν ναό. Πάντα γνωρίζουμε ότι είναι απλά ένα κορίτσι. Και πάλι ρώτησα τον εαυτό μου: «Μήπως εδώ κριτικάρω τη θρησκεία; Μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο σε ένα παιδικό βιβλίο;» Αλλά φυσικά δεν ήταν αυτό ο αρχικός σκοπός, μού ήρθε φυσικά και πάλι σε σχέση με την πλοκή και τα γεγονότα στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, είμαι πολύ ευτυχής όταν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, όταν δηλαδή μεγάλα ερωτήματα γίνονται μέρος ενός βιβλίου, το οποίο θα διαβάσουν έφηβοι και παιδιά.

Στο Τιμακιστάν, και κυρίως στην παραμυθιακή αφήγηση, οι άνθρωποι είναι προβληματισμένοι με κάποια πολιτικά, αλλά κυρίως με πολύ φιλοσοφικά προβλήματα που αφορούν για παράδειγμα τη φύση του χρόνου. Παρόλα αυτά, η συνεισφορά του φιλόσοφου του παλατιού δεν είναι πολύ καθοριστική. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως η ηθική δράση έρχεται πριν τη φιλοσοφία;

Ο Εξέλ, ο οικονομολόγος του βασιλιά, θεωρεί ότι είναι καταπληκτική ιδέα αν η βασίλισσα ζει μόνο μια μέρα την εβδομάδα – έτσι μπορεί να ζήσει 700 χρόνια. Αν χρησιμοποιεί μόνο μια μέρα τον μήνα, μπορεί να ζήσει 3000 χρόνια. Το βασίλειο μπορεί να είναι αιώνιο. Ο φιλόσοφος είναι πιο πολύ ταοϊστής. Έτσι λοιπόν δεν λέει κάτι καθοριστικό, η βασική του στάση υποδεικνύει ότι κάποιες φορές κάνεις λιγότερα για να κάνεις περισσότερα, και ότι κάποιες φορές πρέπει να κινείσαι πιο αργά για να κινείσαι πιο γρήγορα, αλλά αντιλαμβάνεται ότι κανένας δεν ακολουθεί πραγματικά τη συμβουλή του.

Info: O Μάγκνασον θα βρίσκεται την Παρασκευή 30/11, στις 19.00 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Με τον Μάγκνασον θα συνομιλήσουν οι Σοφία Βγενοπούλου (σκηνοθέτις/παιδοψυχίατρος)-Φίλιππος Μανδηλαράς (συγγραφέας). Συνεργασία των «Αθήνα 2018-Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου», Δήμου Αθηναίων, Πρεσβείας Ισλανδίας, Megaron Plus, Εκδόσεων Πατάκη (κυκλοφορούν τα βιβλία του στα ελληνικά).

Προηγούμενο άρθροΛύτρωση μέσω της τέχνης και το ξαναμάγεμα του κόσμου (του Μάνου Κουμή)
Επόμενο άρθροΠοίηση: Ξέρει μόνη της τον δρόμο (του Γιώργου Δουατζή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ