(Μετάφραση από τα ρωσικά:
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С).)
Σε τελείως διαφορετική μορφή η δημιουργία και η γνώση θέτουν το ερώτημα περί της φύσεως της ύπαρξης των πάντων, σε τελείως διαφορετική μορφή το επιλύουν.
Εκεί όπου η γνώση αναρωτιέται: «Τι είναι η ζωή, που βρίσκεται η αυθεντικότητα της ζωής;» η δημιουργία απαντάει με τον κατηγορηματικό ισχυρισμό: «Ζωή είναι αυτό που βιώνουμε αυθεντικά». Και η φόρμα, στην οποία επιβεβαιώνεται η ζωή, δεν αντιστοιχεί στις φόρμες της γνώσης: οι φόρμες της γνώσης είναι μέθοδοι καθορισμού της φύσης των όντων (δηλαδή μέθοδοι, οι οποίες προσδιορίζουν επακριβώς τη γνώση) · και στην διατύπωση των βιωμάτων, στη διατύπωση του βιώματος της μορφής της φύσης – είναι το τέχνασμα της επικύρωσης της ζωής από τη δημιουργία · η υπό βίωση μορφή είναι το σύμβολο · από τη στιγμή που το σύμβολο ισχυροποιείται με το λόγο, το χρώμα, το πράγμα, γίνεται μορφή της τέχνης.
Πού έγκειται η διαφορά της μορφής της πραγματικότητας από τη μορφή της τέχνης; Στο ότι η μορφή της πραγματικότητας δεν μπορεί να υπάρξει καθεαυτή, παρά μόνο σε σχέση με όλα όσα την περιβάλλουν· ενώ η σχέση όλων όσων της περιβάλλουν είναι η σχέση αιτίας και αιτιατού · ο νόμος που διέπει αυτή τη σχέση είναι ο νόμος της δικής μου σκεπτόμενης συνείδησης. Η μορφή της πραγματικότητας υπάρχει νομοτελειακά· η νομοτέλεια αυτή όμως είναι μέρος του «Εγώ» μου (αντανακλαστική), και κάθε άλλο παρά το ίδιο το «Εγώ»· και η μορφή της πραγματικότητας, προκαθορισμένη από τη σχέση, δεν υπάρχει ως απόλυτα έμψυχη μορφή. Η μορφή δε της τέχνης υπάρχει για μένα ως ανεξάρτητη, έμψυχη μορφή. Η πραγματικότητα, αν θέλω να τη κατανοήσω, μετατρέπεται απλά στο ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντήσει η συνείδησή μου· η τέχνη όντως εκφράζει τη ζώσα ζωή, τη ζωή που βιώνουμε. Επικυρώνει τη ζωή ως δημιουργία, και κάθε άλλο παρά ως παρατήρηση. Αν η ζωή γεννά μέσα μου τη συνείδηση του «Εγώ» μου, συνεπώς όχι στη συνείδηση επικυρώνεται η αυθεντικότητα αυτού του «Εγώ», αλλά σε σχέση με τα βιώματα. Η συνείδηση είναι μια σχέση που συνειδητοποιείται: τα αντικείμενα της σχέσης εδώ είναι απλά οι όροι· η δημιουργία είναι η σχέση που βιώνεται· τα αντικείμενα της σχέσης εδώ είναι οι μορφές· έξω από αυτή τη σχέση του «Εγώ» παύει να είναι «Εγώ».
Μπορώ να συνειδητοποιήσω εαυτόν μόνο έτσι και όχι αλλιώς· συνειδητοποιώ μόνο ό,τι βιώνω· η συνείδηση μετατρέπει το βίωμα σε νομοτελειακές και μη συνειδητοποιούμενες πλέον ομάδες αντικειμένων της εμπειρίας. Οι νόμοι της εμπειρικής πραγματικότητας, οι οποίοι βρίσκονται έξω από εμένα, κατά την έξωθεν παρατήρηση των αντικειμένων της εμπειρίας, μου φαίνονται ότι βρίσκονται έξω από εμένα: είναι οι νόμοι της φύσης· παρατηρώντας τον εαυτό μου δεν βλέπω την αυθεντική δημιουργική ουσία: βλέπω τη φύση που βρίσκεται έξω από εμένα και εμένα που είμαι γέννημα του νόμου της φύσης. Η συνείδηση είναι η παρατήρηση στους νόμους του περιεχομένου (δηλαδή της αυθεντικότητας) της ζωής μου. Η αυθεντικότητα στο «Εγώ» μου, το οποίο δημιουργεί τις συνειδητοποιούμενες μορφές· η μορφή που δεν περιγράφεται στους νόμους είναι μια δημιουργική μορφή· η μορφή που συνειδητοποιείται είναι η μορφή της ορατής φύσης. Η δημιουργική μορφή είναι κάτι σαν τη φύση της ίδιας της φύσης, δηλαδή η εκδήλωση του αυθεντικού «Εγώ». Αυτό το «Εγώ» κατανέμεται από την παρατήρηση στη βιωμένη, άμορφη φύση της δημιουργίας και στην εμφανιζόμενη σε μορφές ορατή φύση. Η ορατή φύση εδώ είναι η μάγισσα Λορέλια[2], η οποία με αποσπά από την αυθεντική ζωή και με ωθεί προς την ορατή ζωή. Η φύση της δημιουργίας αποδεικνύεται ένας πανίσχυρος Άτλας, ο οποίος σηκώνει τον κόσμο στους ώμους του: δίχως αυτόν η ζωή της μάγισσα Λορέλια δεν είναι ζωή.
Η τέχνη είναι ένα ιδιαίτερο είδος δημιουργίας, το οποίο απελευθερώνει τη φύση των μορφών από την κυριαρχία της μάγισσας Λορέλια. Η αναγκαιότητα των μορφών της όρασης έχει τις ρίζες της στους νόμους της συνείδησής μου· το πραγματικό «Εγώ» όμως δεν βρίσκεται στη συνείδηση. Η παράθεση της ικανότητας της αντίληψης να βιώσει, απελευθερώνει τις υπό αντίληψη μορφές από τους νόμους της αναγκαιότητας, και τότε αυτές ελεύθερα μετατρέπονται σε νέες μορφές, σε νέες ομάδες. Στο σημείο αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι πραγματική η εξάρτηση μας από τη μοίρα της φύσης, γιατί η φύση είναι απλά το έμβλημα του πραγματικού και όχι το πραγματικό. Η μελέτη της φύσης είναι η μελέτη των εμβλημάτων του πραγματικού, και όχι το ίδιο το πραγματικό: η φύση κάθε άλλο παρά φύση είναι: η φύση είναι η φύση του «Εγώ» μου: είναι η δημιουργία.
Αυτή είναι η άποψη για τη ζωή κάθε πραγματικού καλλιτέχνη. Δεν είναι όμως αυτή η άποψη για τη ζωή της πλειοψηφίας· για την πλειοψηφία αυτή η ίδια η δημιουργία είναι απλά ένα έμβλημα του πραγματικού· η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στη φύση που μας περιβάλλει.
Δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι η μη συνειδητοποιούμενη μορφή του καλλιτέχνη είναι για πολλούς ένα απλό γέννημα της δημιουργικής θύελλας που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Εκείνος όμως που κατέκτησε την αληθινή φύση των συμβόλων, δεν μπορεί να μη διακρίνει στο ορατό, αλλά και στο μη ορατό «Εγώ» του την αντανάκλαση ενός άλλου «Εγώ», του πραγματικού, του αιώνιου, του δημιουργικού.
Η ζωή για τον καλλιτέχνη –
…το ραντισμένο βάθος
με το βαθυγάλανο κύμα.
Με το καθημερινό τραγούδι της
Το κύμα το βλέμμα μας θολώνει.
Και στην εφήμερη ματαιοδοξία
Όνειρα σημαντικά βλέπουμε
Σα στεκόμαστε ενώπιον της οικουμένης
Συγκλονισμένοι, βυθισμένοι,
Και αποκαλύπτεται πάνω μας
Η απροσπέλαστη εσχατιά
Απλόχωρη πάνω στα σύννεφα
Του βαθυγάλανου βάθους.
Στη δημιουργία βρίσκεται το «μυστικό της ζωής» του καλλιτέχνη. Η πραγματικότητα απομακρύνει αυτό το μυστικό στα απροσπέλαστα ύψη του ουράνιου θόλου· εκεί πάνω από τα σύννεφα αποκαλύπτεται η «ανέφικτη οικεία περιοχή»· και αυτό γιατί η παρατήρηση του πραγματικού το εμφανίζει ως μια μορφή της φύσης που βρίσκεται έξω από εμένα, και τον ουράνιο θόλο ως όριο της φαντασίας μου, ενώ πίσω από αυτό το όριο, σε ένα έρεβος απύθμενο βρίσκεται το αυθεντικό «Εγώ»· πίσω από την μεθόριο του ουρανού βρίσκεται η μουσική της ψυχής μου, η οποία τραγουδά εντός μου τις συγκινήσεις μου: ο ουρανός φύτρωσε εντός μου, ενώ στον ουρανό σχηματίστηκε η γη και σε αυτήν επάνω η ορατή μου μορφή. Η ορατή φύση είναι το όνειρο μου· είναι τα σύννεφα που τρέχουν στο γαλανό ουρανό:
.
Περνάει πάνω από τη μυστική ζωή
Του χώρου και των μοιραίων εποχών
Στην γαλανή ουράνια πατρίδα
Το γοργό καπνισμένο όνειρο.
Περνάει πάνω από τους ουρανούς,
Πετούν πάνω από τα ύψη οι μέρες,
Λιβανισμένες από τα σύννεφα
Λιβανισμένες από την αρχή του χρόνου.
Το καταγάλανο κύμα του ουρανού – να η πραγματική φύση της ζωής, η φύση του ορατού – ο αφρός στην κορυφή αυτού του κύματος.
Με το καθημερινό τραγούδι του
Το κύμα το βλέμμα μας θολώνει.
* * *
Στις υπάρχουσες μορφές τέχνης κατά τρόπο διττό απεικονίστηκε η δημιουργία. Δύο τύποι συμβολικών μορφών συναντάμε στην ιστορία των τεχνών· δύο μύθοι ενσαρκώνουν για εμάς τις δύο αυτές ατραπούς· οι μύθοι αυτοί έχουν συγκεκριμένες μορφές: η πρώτη είναι η μορφή του λαμπερού Ήλιου, ο οποίος φωτίζει με τον μαγικό του δαυλό, έτσι που οι μορφές του κόσμου τούτου διακρίνονται με λεπτομερή ακρίβεια· ο άλλος είναι η μορφή του μουσικού Ορφέα, ο οποίος υποχρεώνει την μη έμψυχη φύση να κινείται ρυθμικά, – τον Ορφέα, ο οποίος καλεί στο κόσμο της πραγματικότητας το φάντασμα, δηλαδή μια νέα μορφή, η οποία δεν υπάρχει στη φύση· στην πρώτη μορφή το φως της δημιουργίας απλά φωτίζει στη φύση εκείνο το οποίο υπάρχει ήδη· στη δεύτερη μορφή η δύναμη της δημιουργίας δημιουργεί εκείνο που δεν υπάρχει στη φύση. Και, υποτασσόμενη σε αυτά τα σύμβολα, με τρόπο διττό φωτίζει η τέχνη την επιφάνεια της ζωής.
Να η πρώτη ατραπός:
Στις μορφές, οι οποίες υπάρχουν στη φύση, ο καλλιτέχνης βλέπει τα καλέσματα του Αιώνιου· η φύση γι’ αυτόν είναι η αληθινή, αυθεντική ενσάρκωση του συμβόλου: η φύση και όχι η φαντασία – είναι το δάσος των συμβόλων· η κατάδυση στη φύση είναι η αιώνια εμβάθυνση του ορατού· η κλίμακα της εμβάθυνσης είναι η κλίμακα των συμβόλων. Ο καλλιτέχνης αναπαριστά το αιώνιο σε μορφές που υπάρχουν στη φύση· στην εργασία επί της φόρμας βρίσκεται το νόημα της τέχνης· η συνένωση σε μία φόρμα πολλών χαρακτηριστικών, διασκορπισμένων σε πολλές φόρμες της φύσης, η δημιουργία στερεοτυπικών φορμών, φορμών – ιδεών – να ο συμβολισμός αυτού του είδους της δημιουργίας: αυτός είναι ο συμβολισμός του Γκαίτε. Είναι η ατραπός των επονομαζόμενων κλασσικών της τέχνης. Από την μορφή της φύσης, ως κάτι δεδομένου έξωθεν, στη μορφή της φύσης ως κάτι έσωθεν κατανοηθέν – να η ατραπός της κλασσικής δημιουργίας.
Εμβαθύνοντας και διευρύνοντας όμως ένα τυχαίο σύμβολο της φύσης, ο καλλιτέχνης συνειδητοποιεί το πόσο σχετική είναι η μορφή, από την οποία εκκινεί· η αναγωγή της μορφής σε στερεοτυπική μορφή σκοτώνει τη μορφή καθεαυτή, έξω από τον καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης εδώ, κατακτά την εξάρτηση της φόρμας από το νόμο της φόρμας, το νόμο όμως αυτό τον κατακτά εντός του: το «Εγώ» γίνεται γι’ αυτόν νόμος. Η καλλιτεχνική συνείδηση, το κέντρο της παγκόσμιας δημιουργίας, είναι ο λόγος της ζωής – αυτό είναι το συμπέρασμα του· και τη σάρκα της τέχνης την εξάγει από το λόγο, ενώ από τη τέχνη εξάγει τους νόμους της ζωής.
Στο σημείο αυτό όμως συγκρούεται με την πραγματικότητα, η οποία δεν έχει υποταχθεί στη δημιουργική του συνείδηση: και έτσι αυτό μετατρέπεται γι’ αυτόν σε ένα απειλητικό και αλλότριο χάος.
«Ω, τραγούδια παράξενα μη τραγουδάς» – αναφωνεί, απευθυνόμενος στη φύση.
Από την ορατή φύση κατευθύνεται προς το αυθεντικό· το αυθεντικό όμως γι’ αυτόν βρίσκεται στο «Εγώ», το οποίο συνειδητοποιεί εαυτόν ως νομοθέτη της ζωής. Τον γοητεύει η φωνή της μάγισσας Λορέλια: αυτή είναι η φύση της συνείδησής του· η Λορέλια του υποδεικνύει το μεγαλείο του κόσμου τούτου και λέει: «Έλα κοντά μου, και θα σε κάνω βασιλιά του κόσμου». Και τότε, μαγεμένος από τη Λορέλια, κάθεται στον θρόνο της ζωής, η φύση εμφανίζεται στη συνείδησή του ως κακιά μοίρα, η οποία τον απομακρύνει από τη βασιλεία του κόσμου τούτου. Η μοίρα με τη μορφή του χάους νικάει τον βασιλιά. Η Λορέλια (η φύση της συνείδησης) υποκατέστησε το «Εγώ» του καλλιτέχνη. Το «Εγώ» δεν βρίσκεται στο νόμο, το «Εγώ» βρίσκεται στη δημιουργία.
* * *
Υπάρχει και μια άλλη ατραπός της τέχνης.
Ο καλλιτέχνης δεν θέλει να βλέπει την περιρρέουσα πραγματικότητα, γιατί στη ψυχή του τραγουδάει η φωνή του αιώνιου· μια φωνή όμως χωρίς λόγια, είναι το χάος το ψυχής. Για τον καλλιτέχνη το χάος αυτό είναι ένα «αγαπημένο» χάος· στη νομοτέλεια της εξωτερικής φύσης βλέπει το θάνατο του, εκεί, στην ορατή φύση – τον αναμένει η κακιά του μοίρα. Στα βάθη του υποσυνείδητου καλύπτεται από τη φύση με το παραπέτασμα της φαντασίας· δημιουργεί εκπληκτικές μορφές (σκιές), οι οποίες δεν απαντώνται στη φύση. Με τον κόσμο της φαντασίας περιχαρακώνεται από τον κόσμο του είναι. Αυτή είναι η ατραπός της επονομαζόμενης ρομαντικής τέχνης· αυτός είναι ο Μίλτον.
Δημιουργώντας όμως έναν άλλο κόσμο, ο καλλιτέχνης βλέπει ότι καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση αυτού του κόσμου είναι φτιαγμένος και ο κόσμος του είναι· η φύση είναι ένα κακό αντίγραφο αυτού του κόσμου, αντίγραφο, όμως, παρόλα αυτά. Η ομίχλη των τύψεων του επικάθεται της πραγματικότητας, την πλένει με την δροσιά της δημιουργίας· το αγαπημένο χάος αρχίζει να τραγουδάει γι’ αυτόν και στη φύση. Αυτή είναι η ατραπός του φανταστικού ρομαντισμού της πραγματικότητας· αυτή είναι η φανταστική πραγματικότητα· στις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ, στο Ζαν – Πλω Ρίχτερ και σε άλλους.
Στη φύση όμως ηχεί για έναν τέτοιο καλλιτέχνη η φωνή της μάγισσας Λολέρια: «Έλα σ’ εμένα, εγώ είμαι εσύ: επέστρεψε στη φύση· αυτή είναι εσύ».
Η φύση όμως δεν είναι τα θηριώδη κύματα της μουσικής: αυτή είναι αναγκαιότητα· και, επιστρέφοντας στη φύση, ο βασιλιάς της φαντασίας μετατρέπεται σε σκλάβο της Λορέλια. Η Λορέλια παραδίδει το σκλάβο της στην αλλότρια λογική της φύσης. Έτσι αρχίζει η τραγωδία του ρομαντικού. Και οι μορφές της τραγικής τέχνης ολοκληρώνουν την εποποιία του ρομαντισμού: είναι οι μορφές του Σοφοκλή, του Αισχύλου, είναι οι μορφές του Σαίξπηρ.
* * *
Ο ρομαντικός είναι βασιλιάς, η αυθαιρεσία του οποίου καταλύει το νόμο της αναγκαιότητας.
Ο κλασσικός είναι βασιλιάς, στην ξεκάθαρη λογική του οποίου χύνεται το χάος της φύσης.
Στη μάχη με τη μοίρα θα χαθούν και οι δύο: και τους δύο θα τους σκοτώσει η καλλονή Λορέλια, έχοντας μεταμορφωθεί για τον ένα στη φύση της συνείδησης και για τον άλλον στη φύση του ορατού. Αλλά και η μία και η άλλη φύση δεν είναι η πραγματική φύση.
Η πραγματική φύση βρίσκεται στο δημιουργικό «Εγώ», η παρατήρηση και η τομή της αναγκαιότητας στη μορφή της φύσης είναι μέρη του καταλυμένου ζώντος «Εγώ». Το μέρος σκοτώνει το όλον. Το μέρος δίχως το όλον γίνεται μοίρα. Η μοίρα στη φύση, αλλά και η μοίρα στη συνείδηση· η φύση και η συνείδηση είμαι μέρη του «Εγώ» μας. Κουβαλάμε μέσα μας τη μοίρα.
Στο χάος της φύσης ο κλασσικός δεν θα διδαχθεί τον ρυθμό της προσωπικής του ζωής.
Στο νόμο που κατευθύνει τη φύση, δεν θα μάθει ο ρομαντικός το νόμος της προσωπικής του συνείδησης.
Και οι δύο θα ηττηθούν από το ίδιο τους το ξίφος.
* * *
Ο λόγος της συνείδησης θα πρέπει να έχει τη δική του σάρκα. Η σάρκα θα πρέπει να έχει το χάρισμα της ομιλίας.
Ο λόγος θα πρέπει να γίνει σάρκα. Ο λόγος, που έγινε σάρκα, είναι και το σύμβολο της δημιουργίας και η αυθεντική φύση των πραγμάτων. Ο ρομαντισμός και ο κλασσικισμός στη τέχνη είναι το σύμβολο αυτού του συμβόλου. Οι δυο ατραποί της τέχνης ενώνονται σε μία τρίτη: ο καλλιτέχνης θα πρέπει να γίνει η προσωπική του φόρμα: το κατά φύση «Εγώ» του θα πρέπει να ενωθεί με τη δημιουργία· η ζωή του θα πρέπει να γίνει καλλιτεχνική.
Ο ίδιος θα πρέπει να είναι «λόγος που έγινε σάρκα». Οι υπάρχουσες φόρμες τέχνης οδηγούν στη τραγωδία του καλλιτέχνη: η νίκη επί της τραγωδίας είναι η μετατροπή της τέχνης σε θρησκεία της ζωής.
Εδώ ο καλλιτέχνης μιμείται τον πανίσχυρο Άτλαντα, ο οποίος σηκώνει τον κόσμο στους ώμους του.
INFO: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Весы». 1908, Νο 12, σελ. 36 – 41.
[2] Ποιητική μορφή την οποία εμπνεύστηκε ο γερμανός ρομαντικός Κ. Μπρεντάν. Στη συνέχεια η μορφή της σειρήνας, η οποία γοήτευε με το τραγούδι της τα πληρώματα των πλοίων έγινε πολύ δημοφιλής στα γερμανικά λαϊκά τραγούδια.