Αντίδωρον

0
310

 

Της Γεωργίας Συλλαίου.

 

Το αλύχτισμα με ξύπνησε στις 7.30. Οριστικά και τελειωτικά. Τελειωτικά διότι το σκυλί έκλαιγε όλη τη νύχτα. Ουδείς από την περιοχή μπήκε στον κόπο να διαμαρτυρηθεί. Τελικά βγήκα στο μπαλκόνι και ούρλιαξα στριγκά, δεν αναγνώριζα τη φωνή μου. «κάντε κάτι με το σκυλί, ντροπή». Κάνει και ρίμα, σκέφτηκα αυτομάτως, αγουροξυπνημένη, αχτένιστη, απροσανατόλιστη μετά από την άγρυπνη νύχτα. Το σκυλί, ένα κυνηγητικό πανέμορφο, ασπρόμαυρο και μεγαλόσωμο, ήταν δεμένο στο χωράφι έμπροσθεν της οικίας μας, δεν γινόταν να το αγνοήσεις, ακόμη και να μισούσες τα σκυλιά. Το δούλεψα στο μυαλό μου για λίγα λεπτά και μετά ξαναπήγα στο κρεβάτι με την ελπίδα ότι η απειλή μου θα έφερνε κάποιο αποτέλεσμα. Θυμήθηκα και την προχθεσινή συζήτηση με τον ιδιοκτήτη του σκυλιού. Στην παρατήρησή μου «νομίζω ότι το σκυλί υποφέρει δεμένο» ο κ. Πασχάλης αντέτεινε «αυτό το σκυλί στοιχίζει 1.800 ευρώ, λές να θέλω να υποφέρει;» Με αποστόμωσε. Σκέφτηκα τη γάτα μου και το βιβλιάριο υγείας της το οποίο γράφει « ΚΕΚ» δηλαδή Κοινή Ευρωπαϊκή Κοντότριχη, κοινώς κεραμιδόγατα και αστραπιαία αναρωτήθηκα πόσα πιάνει σ’ αυτό το περίεργο χρηματιστήριο, όπως επίσης και ποιά η γνώμη της – ως Ευρωπαία –   για την παραμονή μας ή όχι στο ευρώ. Το χαμόγελό μου έκανε ακόμη πιο έξαλλο τον κ. Πασχάλη ο οποίος με έστειλε στον διάβολο χωρίς πολλά πολλά.

Μία ώρα αργότερα, η Σουλτάνα αρριβάρησε στο σπίτι, με τις ζαχαρίνες της ανά χείρας. «κάνε καφέ», διέταξε, χωρίς καλημέρα. Σκουντουφλώντας, πήγα στην κουζίνα, ψηλάφησα στα ντουλάπια και βρήκα τον Λουμίδη. Ήξερα ότι η Σουλτάνα προτιμούσε άλλη μάρκα ελληνικού καφέ, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.

Χασμώμενη , έφτιαξα ένα είδος καφέ και της τον σέρβιρα στο μπαλκόνι. Κάθισα δίπλα της με μια κούπα κρύο τσάι, ατενίζοντας τον γαλανό ορίζοντα. Ήθελα σιωπή, ήθελα να ξυπνήσω με την ησυχία μου χωρίς κουβέντες, να πάρει η μέρα τον δρόμο της σιγά σιγά, κυρίως επειδή οι ειδήσεις ήταν αγρίως απειλητικές, συν τοις άλλοις προμηνυόταν μίνι καύσωνας. Φοβερή φρασεολογία αν το σκεφτείς δεύτερη φορά, σκέφτηκα φωναχτά και χασμουρήθηκα ηχηρά, ενώ η Σουλτάνα με κοιτούσε παραξενεμένη. «ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα;» «Παρασκευή», μουρμούρισα μετά από μικρή σκέψη, « Της Αγίας Παρασκευής», με κατακεραύνωσε η Σουλτάνα, «για δες, τι σύμπτωση, χα χά» χασκογέλασα ανοήτως, «γιορτάζει το εκκλησάκι, πίνουμε τον καφέ μας και πάμε να προλάβουμε την λειτουργία» συνέχισε ατάραχη, ενώ εγώ ανακάτευα ταραγμένη το τσάι μου, παρακαλώντας να μην ξυπνήσει ο ΄Αρης.

Σε λίγα λεπτά, είχα ντυθεί, είχα πείσει τον εαυτό μου να συνέλθει και πάρκαρα έξω από το εκκλησάκι. Το πανηγύρι ήταν υποτυπώδες, μόνο ένας πάγκος με πλαστικά παιχνίδια και ένας ακόμη πιό κοντά στη μικρή εκκλησία με βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου, σταυρουδάκια, εικόνες και κομποσκοίνια. Και μερικά κοσμήματα. Τα περιεργάστηκα σκεπτική, ενθυμούμενη άλλα πανηγύρια, παλαιότερα, της παιδικής μου ηλικίας, τις κούνιες με τις βαρκούλες, τα ποθητά ψεύτικα κοριτσίστικα κοσμήματα, το μαλλί της γριάς και άλλα ζαχαρωτά που φάνταζαν εξαιρετικά εδέσματα και δώρα.  Μία κυρία έβγαινε από το εκκλησάκι μασουλώντας ένα κομματάκι αντίδωρο και σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη της ένα παιδικό σωσίβιο, ζωόμορφο, έναν κουλουριασμένο δεινόσαυρο. Αναστέναξα εκ βαθέων και μπήκα και γώ στο εκκλησάκι. Με τα μαύρα γυαλιά. Η λειτουργία είχε τελειώσει και ο παπάς μοίραζε το αντίδωρο. Ξαφνικά στάθηκα σαν υπνωτισμένη, τελείως αποξενωμένη από το περιβάλλον, ένιωθα σα να έβλεπα τον εαυτό μου από ψηλά, τον παπά να λέει σαν από τούνελ «γειά σου Χαρίκλεια, όλοι καλά στο σπίτι;» , έβγαλα μηχανικά τα γυαλιά μου και χαμογέλασα με το κεφάλι σκυφτό, ενώ ο παπάς έλεγε «πλησίασε, πλησίασε, πάρε την ευλογία του παπά, φίλησε και το χέρι του», με επιτακτική φωνή όλα αυτά, ενώ ήταν ένας νέος άνθρωπος, κοκκινοπρόσωπος σαν Σκοτσέζος, και εγώ έσκυψα απρόθυμα και ακούμπησα τα χείλη μου στο πάλλευκο παχουλό του χεράκι, ευχαριστώντας τον Θεό του παπά, ή τον δικό μου Θεό, ή μήπως εννοούσαμε τον ίδιο με παραλλαγές, όλες αυτές οι σκέψεις και πάλι σε δευτερόλεπτα, ευχαριστώντας λοιπόν κάποιον Θεό που δεν ήταν παρών ο Άρης να με βλέπει να φιλάω το χέρι ενός παπά.

Ο παπάς κοντοστάθηκε , με κοίταξε για δεύτερη φορά και μου έχωσε στο χέρι έξι κομμάτια ψωμί, το διπλάσιο αντίδωρο που έδινε στο ποίμνιό του. Στράφηκα γρήγορα μουρμουρίζοντας βλακωδώς «καλησπέρα» στις δέκα και μισή το πρωί, προς την έξοδο, γρήγορα να φύγουμε.

«Ωραία, πολύ ωραία, πάμε τώρα στην αγορά για ένα τσιπουράκι», η Σουλτάνα ήταν υπερευχαριστημένη με την πρωινή μας τελετουργία και ήθελε να αποζημιωθούμε με κάτι πιο κοσμικό. Βρεθήκαμε λοιπόν στο μπουγατσατζίδικο του Μάνου, στην Δημοτική Αγορά, να πίνουμε τσίπουρο με μεζέ από το απέναντι κατάστημα, το ντελικατέσσεν της αγοράς. Παστό σκουμπρί, ελιές και τα λοιπά. Απέναντί μας δύο μικρά μαγαζιά κλειστά. Παραδίπλα τα ψαράδικα.Η Σουλτάνα καμάρωνε τις αγορές της, μια εικόνα με την Παναγία και τον Ιησού βρέφος στην αγκαλιά της και οκτώ επάργυρα βραχιόλια τα οποία αγόρασε κατόπιν αμείλικτου παζαριού στη μισή τιμή. ΄Επινα μελαγχολική το θολό ποτό, αλλά ήδη γνώριζα ότι η μέρα είχε πάρει το δρόμο της και όλα θα πήγαιναν καλύτερα.

Μας πλησίασε ένα σκυλί. Κοκκινόξανθο, θηλυκό. Τα μάτια της έφεραν όλη τη θλίψη του κόσμου. Ξάπλωσε ανάσκελα και βλέποντας την αδύνατη κοιλίτσα της κατάλαβα ότι είχε νεογέννητα και θήλαζε. Η σκυλίτσα έτριβε τη ράχη της στο πλακόστρωτο και μείς πίναμε το δυνατό ποτό καθώς η μέρα προχωρούσε και προμηνυόταν καυτή. Δεν είχα τίποτε που να μπορούσε να φάει. Τα πιάτα μας είχαν αλμυρά και ζαρζαβατικά. Θυμήθηκα τα αντίδωρα. Κοίταξα διστακτικά τη Σουλτάνα και έβγαλα από την τσάντα μου το πρώτο κομμάτι. Το σκυλί το έφαγε αστραπιαία. Της έδωσα το δεύτερο και το τρίτο αντίδωρο. «Τι κάνεις εκεί ;» βροντοφώναξε η Σουλτάνα. Την κοίταξα λοξά και προκλητικά βγάζοντας το τέταρτο αντίδωρο.

Η Σουλτάνα χαμογέλασε αχνά. ΄Αναψε τσιγάρο. Άπλωσε τα πόδια της απολαυστικά και ήπιε μια γουλιά. « Καλά που ο παπάς σου έδωσε έξι».

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΘαύματα που δεν είδαμε
Επόμενο άρθροΤο γλέντι του εγωισμού

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ