Ανθρωπογεωγραφία 2

0
717

 

Μια ποιητική ανθολογία εν προόδω που επιμελείται ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος.

 

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

(1907-1985)

 

ΠΟΙΗΣΗ 1948

 

τούτη η εποχή

του εμφυλίου σπαραγμού

δεν είναι εποχή

για ποίηση

κι’ άλλα παρόμοια:

σαν πάει κάτι

να

γραφή

είναι

ως εάν

να γράφονταν

από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων

θανάτου

 

γι’ αυτό και

τα ποιήματά μου

είν’ τόσο πικραμένα

(και πότε –άλλωστε– δεν είσαν;)

κι είναι

–προ πάντων–

και

τόσο

λίγα

 

(ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948)

 

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ

 

Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον πόλεως, της οποίας και είτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός.

 

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 

σήκωσε τη λάμπα

κοιτάξου στον καθρέφτη:

δυστυχισμένη

είν’ οι κόγχες των ματιών σου

άδειες!

 

(κι από μακρυά

η Ηχώ

φωνάζει:

“Ευρυδίκη!”)

 

 

ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ

…una accion vil y disgraciado.

 

η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:

η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε

να πεθάνουμε

 

περιφρόνησις απόλυτη

αρμόζει

σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους

τις έρευνες

τα σχόλια επί σχολίων

που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν

αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες

γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες

της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα

υπό των φασιστών

 

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει

πως

από καιρό τώρα

–και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα–

είθισται

να δολοφονούν

τους ποιητάς

 

(ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ, 1957)

 

Η ΠΕΙΡΑ

(επιστολή προς ψευδοφιλόσοφο τινά, συνάμα δε μία τελείως άσχετη προσευχή)

C’est inutile, la tristesse durera toute la vie.

VINCENT VAN GOGH

 

Πρέπει να τσακώσουμε το λύκο μέσα στην τρούπα του, μέσα στο θολλάμι του. Ναν τον κωλοσύρουμε όξω, στον ελεύθερον αγέρα. Ναν του βάλουμε μια σειρά λαμπερά άστρα –κοσμητικά– στο μέτωπο και ν’ αντικαταστήσουμε, μέσα στην καρδιά του, το μίσος του προς τους ανθρώπους με την φλογερή αγάπη προς αυτούς. Μα πώς, κ ύ ρ ι ε, επιστέψατε πραγματικά πως είτανε δυνατό ναν το πούμε επιτυχία, και μεγάλη μάλιστα, αυτό που επλημμυρίσατε τον βαθύτερο εαυτό σας με μωροφιλοδοξίες, με απληστία για επίδειξη κι’ επικράτηση, με άμετρη πλεονεξία μέσα στη στενή περιοχή του επιτηδεύματός σας, ή και πέραν αυτού; Μα πώς, Κ ύ ρ ι ε, θα συχωρέσετε ποτέ αυτή την κατάντια των πλασμάτων Σας; Όχι, του ανθρώπου του πρέπει να ζη με το μέτωπο ψηλά, τα στήθια ξέσκεπα, την καρδιά ορθάνοιχτη σε κάθε αίτημα που δυνατόν ποτέ ν’ αντηχήση γύρωθέ του. Ακριβώς όπως ο λύκος, που είπαμε, μέσα στο θολάμι του.

 

ΙΚΕΣΙΑ

 

Η νύχτα διαδέχεται την ημέρα. Και ως η μέρα είναι η περιοχή των δέντρων και των λουλουδιών, έτσι κι’ η νύχτα είναι η περιοχή των φαντασμάτων και των κρουνών. Τοποθετείς τη σκάλα στον τοίχο, και με πολλή πολλή προσοχή περνάς “από την άλλη μεριά”. Αντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σαν θρόϊσμα νεκρών φύλλων, και το κελάρυσμα των νερών, τον σχεδόν ανεπαίσθητο θόρυβο που κάμνει η ρόδα του μύλου. Ένας τροχός, ένα αλέτρι, αστέρια, κι’ αρχίζουν τα θαύματα και τα μάγια της νύχτας. Με τα χείλια κολλημένα στ’ άσπρα της πόδια, στοχάσου καλά, λέγε μέσα σου πως δε θα πάψης ποτέ να ελπίζης, πως δε θα πάψης ποτές να πιστεύης, πως δε θα πάψης ποτέ να ικετεύης, πως δε θα πάψης ποτέ να επιστρατεύης όλη την αγάπη, που έχεις μέσα σου κρυμμένη ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

 

ΤΟ ΛΙΚΝΟΝ Ο ΛΥΧΝΟΣ

 

πάντοτε αγαπούσα

–με πάθος–

κάθε εκδήλωση της ζωής

όμως δεν μ’ ένοιαζε

ο θάνατος

 

τώρα που μ’ άφισες ναα ξαποσταίνω

πλάϊ στο λαμπρό φως

των ωραίων ματιών σου

τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή

και δε θα ’θελα

να πεθάνω πια

ποτέ

 

ΑΝΘΗ

 

μάτια που πλέον δεν βλέπετε

βλέμματα όπου δεν

σας ελκύει πια η μορφή του κόσμου

 

είσαστε αστέρια

 

φωτίζετε

 

ΜΕΡΟΠΗ

 

είναι των αδυνάτων αδύνατο

να νικηθή ο χρόνος

 

η αγάπη προϋποθέτει αγνότητα

κι’ αυτή η φλογισμένη αγάπη

που δείξαμε

–που επροσφέραμε–

εξελήφθη γι’ αδυναμία κι’ άλλα

 

τώρα: τα χρώματα

 

το γαλάζιο τ’ ουρανού

το πράσινο των δέντρων

το μουντό των βουνών

να στοιχεία συνθέσεως

για τον γοητευτικό

τον εξαίσιο

πίνακα της ζωής

 

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

 

σα να μην έφτανε

πως η ζωή

είν’ τόσο σύντομη

είν’ τόσο λίγη

μας

τηνέ κάμουνε

τόσο συχνά

–και δίχως λόγο–

κι’ οδυνηρή

 

γι’ αυτό κι’ εγώ γυρνάω

από σκοντράδα

σε σκοντράδα

ξεμπετουργιασμένος

και τραγουδώ

 

ΠΑΡΑΦΑΣΙΣ ή Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ

 

τι είναι στη ζωή που να μην είναι αίνιγμα

γρίφος;

μα κι η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος

αίνιγμα;

 

τι δυστυχία οι τεχνοκράτες

μέσα στην τύφλα απ’ ολούθε που τους περιζώνει

να παραμένουνε

στις κούφες πεποιθήσεις (;) τους

ισχυρογνώμονες

πεισματωμένοι

γινατατζήδες

 

του ποιητή

πια μόνη –θεόθεν– σωτηρία λύσις

παρηγόρηση

μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές

ό εστι

μεθερμηνευόμενο

η κοιλάδα των ροδώνων

 

(ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, 1978)

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

(1945)

 

ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Γάλα

αυτό το πρώτο κατοικίδιο.

 

Ταπεινή στο βαμβακερό

γνέθοντας το λευκό μέχρι να γίνει Πασιφάη

σ’ όλη την έκταση.

 

Το βρέφος αγκαλιάζει το μαστό

βαρύς

σαν προφήτης κατεβαίνει

το μέλλον δίχως γενειάδα κι ωστόσο σοφό.

 

Άγγιγμα.

Πριν απ’ τη γνώση

η αγάπη

σαν κέρατο σφηνώνεται στο σώμα.

 

Ο δρόμος για την ιερή πληγή.

 

ΕΛΚΟΜΕΝΗ

 

Πέφτουν νομίσματα απ’ το σώμα μου.

 

Προσπαθώ

μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά

να εξαγοράσω τη νύχτα.

 

(ΓΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ, 1986)

 

ΦΥΓΗ ΠΑΝΑΚΡΙΒΗ

 

Υπέρμετρα με καταχράστηκε το μαύρο.

Μη μ’ εμπιστεύεστε λοιπόν

κι εγώ

όπως τ’ αποδημητικά

που ελευθερώνουνε τον ίσκιο τους

ρίχνοντας νύχτα

στην πρωινή πατρίδα.

 

Άγραφος νόμος μέσα μου το πένθος.

Παιδί κιόλας του υποτάχθηκα.

Μ’ όλα του αινίγματος τα αιμοφόρα αγγεία.

 

(ΩΧΡΟΤΑΤΗ ΕΩΣ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ, 1989)

 

Ο ΦΘΟΝΟΣ

 

Ζήλεψα τα επίγεια ζώα μου το λαμπροφορεμένα.

Πήρα βελόνι και κλωστή,

Δεν έφτιαξα παρά το μελανό χιτώνα των ανθρώπων.

 

(ΛΕΑΙΝΑ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ, 1992)

 

Η ΑΓΡΥΠΝΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ

 

Ανερμήνευτο ας μείνει για ζωή το πάθος μου

σφοδρό ακόμα και για τα δεινά.

Αγάπησα ό,τι κρατούσε ακέριο τον πυρήνα της πληγής του

και με καλούσε άπληστο,

δεν παίρνω γιατρειά.

Αλλά τα ρούχα μου από πού κρατούν

και νέφη γίνονται στο χώμα του σπιτιού,

να ’χει  ελαφρύ βηματισμό το αρσενικό, όταν κρατά τις χθόνιες αρετές μου

βαραίνει ο άνεμος μ’ όλο το φύλλωμα των ήχων απ’ τα αηδόνια προς το βουνό,

όταν στα δύο κόβεται η άνοιξη και μ’ ελαφρύ οπλισμό χιμάει το χαμομήλι.

Καθείς με το δικό του ανάστημα στο Πάσχα των στιγμών.

Εδώ πατώ κι αλλού με βγάζει η λάμψη.

Άγνωστοι τόποι ακυνήγητοι

κι όλα τριγύρω ανήθικα σαν φως.

Η άγρυπνη των ουρανών με ύψος ένα εξήντα.

 

(Η ΑΓΡΥΠΝΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, 1995)

 

ΤΟ ΠΡΟΣΦΟΡΟ

 

Πάρε τα ψίχουλα στα σοβαρά,

θραύσματα πίστης προς το αναπάντητο.

Ορκίσου πίστη στο προζύμι του βραδιού,

το ύψωμα της μοίρας

που το γεύεσαι ως πρωινό ψωμί.

 

ΜΑΓΝΗΤΕΣ

 

Πίσω δεν παίρνεται η αγάπη κι ό,τι έδωσες

νερό, τα φύλλα πότισε και πόντο πήραν.

Αγιάζει ο κήπος κι απ’ τα χέρια μας.

 

ΟΙ ΜΥΣΤΕΣ

 

Τα καθημερινά οι οδηγοί μας για το θαύμα.

Καθαρίζοντας μήλα

και στου λύχνου το φως

ανακαλύπτω τα γεράματα οπώρας.

Πεινώ, κάτι στο χαμό θα οδηγήσω.

Τρώγοντας γίνομαι η κοινή ακμαία.

Μα όταν νηστεύω

αιωρούμαι αιωνόβια

και τ’ άωρα με συνοδεύουν.

 

(ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΙΔΑ ΤΟΥ ΕΞΩΣΤΗ, 1998)

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ

 

Άνοιξε το μανδύα

και την κόμισε

στης πάνω γης

τον κάτω κόσμο.

Δεν είναι τίποτα.

Φύση αλλάζεις όταν ερωτεύεσαι,

αλλά τη φύση του θανάτου

δεν τη μετάβαλλεις.

*

Ο πανταχού παρών ερωτευμένος

αρμενίζει στ’ άγραφα.

Περνάει από βασιλικά

το ριζικό ευωδιάζει.

Αθώα χόρτο στα χαλάσματα οδηγεί.

Σ’ όλα τα κόκινα επεμβαίνει.

Μέχρι η εύνοια ν’ αποσυρθεί,

αθρόα η ψυχή του στην αγάπη.

*

Η άκρη των ακρών τους καλωσόρισε

κι απρόσιτα απ’ την αγέλη.

Σε δόξα όλο το παρόν

περισσεύει και σωριάζεται.

Πώς θα τιμωρηθούν;

Χτίζουν στην άμμο τα νερά.

*

Όλη του την πορφύρα τάμα έκαψε

μην πάρει τέλος το ζευγάρι.

Πολύτιμοι λίθοι υπάκουσαν

μ’ ατέρμονες λάμψεις

την ωραιότητα να συγκαλύψουν.

Αλλά αν και με θάμβος

πώς να κρταήσουν

τον αόμματο κύκλο ανοιχτό;

*

Ερέβους μέλαθρο.

Κέντρο τα πλούτη

το αμύθητο αγγιγμένο στα βαθιά.

Σαν ψέμα ο χειμώνας,

αλλά θα ενσκήψει δίχως φωτιά,

μόνο με παξιμάδι και νερό.

Καταμεσής της ομορφιάς

τολμάει ο ασκητής.

 

(Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΡΗ, 2001)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ

(1948-1987)

 

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

 

Μην περπατήσεις

τούτα τα βουνά

 

η μάνα λέει

δεν κάνει να πατάμε

πεθαμένους.

 

ΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

Ενέδρα των βουνών.

Βρίσκεσαι κυκλωμένος

από παντού.

 

Μη δοκιμάσεις να ξεφύγεις.

 

Οι σκοτωμένοι κλείσαν

όλα τα περάσματα.

 

 

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ

 

Πατρίδα των απόντων.

 

Οι φράχτες

κι οι φωλιές των βράχων

κρατούν ακόμα βογγητά.

 

Ο χρόνος μετριέται

με Ψυχοσάββατα.

 

ΑΣΤΡΑ

Οικολογική αποκάλυψη του μικρού Ιωάννη

 

Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.

Άμα σηκώσετε τη νύχτα

το κεφάλι σας θα τις ιδείτε

τις κάφτρες των τσιγάρων τους.

 

Τι καφενείο τι ουρανός

ντουμάνι και φτυσιές

κι αέρας σάπιος

 

(κι ο κάτω κόσμος

στάχτες κι αποτσίγαρα).

 

(ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΡΑΦΥΓΙΟ, 1983)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

Όχι ο βάτραχος κι ο γρύλλος

μα το σούρουπο: Εσάλπιζε τα μάγια.

Βυθός με νυχτοπούλια, με σκυλιά’

κ’ η πικροδάφνη φόβος.

Έσερνε το σκοτάδι

ο πατέρας, καλούσε τα φαντάσματα.

Άξαφνα ο Θόλος άστραψε

ακούστηκαν οι κρότοι.

“Μπουμπουνητά” ψιθύρισα.

“Άλογα” είπε ο γιός μου’

κι ο άλλος γιος μου: “Ντουφεκιές”.

Η γάτα έγδερνε το φράχτη,

η μάνα γέλασε.

 

Τ’ άλλο πρωί τον βρήκαν

τον προδότη. Με το κορμί

το κόσκινο. Βρήκαν τις μαύρες

κάπες και τα δίκωχα’ και τις οπλές

στη λάσπη. Τις πήρανε,

βγήκαν στα πίσω χρόνια.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΠΩΝ

Στον Χρήστο Δ. Γκαγκτζή

 

Και στα χαντάκια του καιρού

το κόκκινο θ’ ανθίζει.

Το χέρι μου θ’ ανοίγει το σεντούκι

να βγάλει τη μικρή φωτογραφία

 

και θα πηδάει λιγνός βοσκός.

Θα κρύβεται σε θάμνο’ ώς τη νύχτα.

Να πάει με τους παράνομους’

και με τους λυπημένους.

 

(ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, 1985)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ

(1982)

 

ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ

 

Διότι πάλι δεν θα ’μαι

στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,

χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.

Δεν θα ’μαι του δειλινού η αγκαλιά

η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης

τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων

να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου

φτάσει το γέλιο ώς την νύχτα της μητέρας

και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει

άγγιγμα των χεριών της.

 

Διότι πάλι δεν θα ’μαι λάμψη χάδι των νερών

ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,

ο ήχος, η απόκρισή του.

Δεν θα ’μαι η αόρατη σκέπη του ύπνου

στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά

κισσός στα χέρια, στον λαιμό

της πιο λευκής ημέρας.

 

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,

να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου

ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα

κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει

γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.

 

ΖΩΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Είναι

ο πατέρας μου

ο τελευταίος σ’ αυτή τη ζωή.

Με περιμένει.

Όλα δεν έχουν το ίδιο βάρος,

γι’ αυτό κοιτάω

μήπως φανεί

το νόημα, να σταματήσω.

 

Όμως δεν έχει.

 

Με παραλλάσσει η σκέψη σε ομιλία,

έρημη σάλα,

μέσα μου ο νεκρός,

κι οι λέξεις που είμαι, καθισμένες

κλαίμε το πρόσωπό του.

 

(ΣΤΗΝ ΑΨΙΔΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΘΡΙΑΜΒΩΝ, 2014)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠόλυ Μαμακάκη, 5 ποιήματα
Επόμενο άρθροΑναρριπίζοντας τον Μοντερνισμό

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ