(μια, εν προόδω, ανθολογία ελληνικών ποιημάτων).
Επιμέλεια: Θανάσης Χατζόπουλος
προλεγόμενα
Κάθε ανθολογία στήνει έναν διάλογο με το χρόνο. Κι αυτός ο διάλογος ακολουθεί τόσο τον οριζόντιο άξονα, τη συγχρονία, όσο και τον κάθετο τη διαχρονία. Ακολουθεί επίσης την μεταξύ τους συνομιλία. Διαχρονία και συγχρονία άλλωστε συνομιλούν για να κρατηθούν τα σημεία του παρελθόντος που θα οδηγήσουν μέσω του μετασχηματισμού τους στην ανίχνευση και την προοπτική του μέλλοντος. Η πολυπλοκότητα ενός τέτοιου διαλόγου δεν γίνεται παρά να αποτυπώνεται σε κάθε ανθολογία ποιημάτων, που αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της επιλογής. Κι αυτό επειδή η επιλογή, κάθε επιλογή, συνδέεται (αλλά και διακρίνεται και χωρίζεται) με όσα αφήνει στην άκρη, με το αντικείμενο δηλαδή όχι μόνον αυτού που επιλέγει αλλά κυρίως εκείνου που αφήνει κατά μέρος. Αυτό το ξεχώρισμα δεν συνιστά απόρριψη, δεν είναι της τάξης της διαγραφής, όσο της λήθης. Και γνωρίζουμε πλέον καλά πως ό,τι πέρασε στη λήθη μπορεί κάποια στιγμή να ξαναφανεί, η μνήμη να το ανασύρει υπό την επιρροή νέων ερεθισμάτων που θα το ανακαλέσουν. Έτσι ποιητές και ποιήματα που εποχές ολόκληρες μπορεί να χάνονται ή να λανθάνουν επανέρχονται δριμύτεροι στα αναγνωστικά μας ήθη και ξαναχαράζουν τον χάρτη της εποπτείας μας. Επίσης κατά τις εποχές αλλαγής παραδείγματος, όπως εκείνη που χαρακτηρίστηκε από την άνθιση του μοντερνισμού, ό,τι άλλαζε πήρε τον χρόνο που χρειαζόταν μέχρι να εκτοπίσει το παλαιό και στη συνέχεια να συνδιαλλαγεί μαζί του. Πρόκειται για πορείες που χαράζει η ανθρώπινη κατάσταση ιστορικά μέσα από τα διακυβεύματα της δικής της περιπέτειας, εκεί όπου η συνθήκη της ζωής της ίδιας αλλάζει και αναδιατυπώνει τους όρους της ύπαρξής της.
Σε αυτή την περιοχή οι ποιητές βρέθηκαν συνήθως στην εμπροσθοφυλακή, ακόμη κι όταν το αγνοοούσαν, και αυτή η πρωτοπορία αναγνωρίστηκε όπως και κάθε αληθινή πρωτοπορία εκ των υστέρων. Γιατί οι πρωτοπορίες που εμφανίστηκαν με αυτή τη σημαία σύντομα εξαντλήθηκαν στον επαναστατικό χαρακτήρα της εξέγερσής τους, ο σπόρος της οποίας όμως έπεσε και φύτρωσε αλλού με ποικίλα αποτελέσματα. Τα παραδείγματα του ρομαντισμού αλλά και του υπερρεαλισμού είναι από τα πιο σημαντικά και σφράγισαν περισσότερο από άλλα την πορεία της ποίησης αλλά και της τέχνης συνολικά. Δεν υπάρχει ποίημα στη συνέχεια που να μην κλείνει μέσα του κάτι από την αύρα τους, όσο βεβαίως και από την αύρα εκείνου που συμβατικά ονομάζουμε παραδοσιακή ποίηση. Γιατί η ποίηση κουβαλάει αυτό το απώτερο παρελθόν που όχι μόνον επιβάλλει τον διάλογο, αλλά που η άγνοιά του σφραγίζει με ένα μοιραίο έλλειμμα τη σκευή κάθε ποιητή, όταν καθορίζει τη δική του επικράτεια. Δεν γίνεται να αγνοεί κανείς τα αρχαία ελληνικά, τα μεσαιωνικά ή τα αναγεννησιακά ίχνη της ποιητικής μας παράδοσης. Άλλωστε η ίδια η λέξη παράδοση δηλώνει το ίδιο το κληροδότημα και η ομόρρυθμή της μετάδοση ένα υποσύνολό της. Γιατί μεταδίδεται ένα μέρος αυτού που παραδίδεται. Και η σχέση παράδοσης-μετάδοσης μάς καθορίζει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε, στην προβολή βεβαίως τόσο αυτού το οποίο μας παραδόθηκε και μας μεταδόθηκε, όσο και εκείνου το οποίο παραδίδουμε και μεταδίδουμε. Εδώ βεβαίως εμφιλοχωρεί ένας άλλος διάλογος, αφανής αλλά τόσο έντονος και ισχυρός ώστε να καθορίζει τις συνέχειες αλλά και τις ασυνέχειες, τους προδρόμους αλλά και τους επιγόνους μαζί με τους απογόνους, όσο και εκείνους που φάνηκε ότι αναδύθηκαν από το πουθενά, χωρίς ποτέ στην πραγματικότητα να είναι έτσι.
Έτσι μια ανθολογία “ελληνικών” ποιημάτων προσπαθεί στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα να χαρτογραφήσει ένα ασταθές και μεταβλητό πεδίο, τα όρια του οποίου κυρίως είναι ασαφή, τη στιγμή που οι πυλώνες του γίνονται όλο και σαφέστεροι, παρόλο που ακόμα και κάποιοι από αυτούς είναι υπό διαπραγμάτευση. Τα “ελληνικά” ποιήματα δεν είναι παρά μια αναφορά στην καβαφική περιοχή της περιφέρειας η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο, μια αναφορά στη γλώσσα μας, από την οποία θα εξαιρέσουμε τις μεταφράσεις οι οποίες τείνουν να γίνουν και γίνονται όλο και περισσότερο ελληνικά ποιήματα. Όμως μια συμπερίληψή τους θα μας δυσκόλευε ένα έργο που εξαρχής έχει την αχλύ του χαοτικού, καθώς τα κείμενα και τα βιβλία που τα φιλοξενούν αυξάνονται κάποτε με μεγάλες ταχύτητες, παρά την επιρροή που άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν σε έναν διάλογο χωρίς τέλος. Και καθώς ό,τι ελληνικό έχει ατυχώς περιοριστεί στο ελλαδικό θα μείνουμε σε αυτό, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι δεν περιλαμβάνονται και ποιήματα γραμμένα στην ελληνική γλώσσα έξω από την ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, και εντός αυτής, η αίσθηση μιας περιόδου αλλαγών που την ξεπερνούν και που ασφαλώς μετατοπίζουν τον άξονά της εκτός της περιοχής της ποίησης μας υποχρεώνει σε μια απόπειρα να καταγράψουμε το ώς εδώ σαν μια απόπειρα όχι μόνον να διαισθανθούμε το από δω και πέρα αλλά και να ευοδωθεί αυτό με έναν τρόπο ο οποίος παίρνει τον χαρακτήρα της στάσης, της κρίσης, της αναδρομής ώστε να αναφανεί η συνέχεια ή το μετά.
Πρόκειται για άλλη μια φορά για αλλαγή παραδείγματος (πιθανώς ανθρωπολογικού όπως ισχυρίζονται αρκετοί) που έχει αρχίσει να δίνει τα σημάδια του σαν μια άλλη “μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων”, μέρος των οποίων βρίσκεται ήδη στο πρόσφατο παρελθόν; Όπως και να έχει μια απόπειρα να ανθολογηθεί αυτό που έχει ήδη καταγραφεί, και μέσω αυτής έστω και με προσωπικό τρόπο να αποτιμηθεί, διαθέτει εκ των πραγμάτων μια απόπνοια μέλλοντος, καθώς και η ίδια αυτή η επιλογή θα βρεθεί υπό την δική του κρίση, του μέλλοντος. Έτσι μέσα στις δυνατότητες που δίνει μια επιλογή, δηλαδή με τους περιορισμούς του χώρου και επομένως και του χρόνου, θα επιχειρηθεί να δοθεί ένα στίγμα, καθώς και αυτό ζητάει τον χρόνο του ώστε να χαραχτεί μέσα σε αυτόν. Το αποτέλεσμα, διόλου προδιαγεγραμμένο ακόμη και για τον ανθολόγο, θα φανεί εκ των υστέρων σαν μια ας πούμε εικόνα η οποία θα χρειαστεί πρώτα τον σχηματισμό της αλλά και την απόσταση για να δείξει τις διαστάσεις, ίσως και τη σημασία της. Έτσι αυτό το “εν προόδω” του υπότιτλου δεν είναι παρά η χρονική διάσταση της ίδιας της επιλογής, η οποία βεβαίως δεν περιορίζεται μόνον στα όριά της αλλά πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Για άλλη μια φορά λοιπόν μέσα στην πρόοδο του παρόντος, και τους μετασχηματισμούς του, υπεισέρχεται η διάσταση ενός ήδη διαμορφωμένου παρελθόντος, προσωπικού αυτή τη φορά, που θέτει υπό την αιγίδα του το “εν προόδω”. Όμως για άλλη μια φορά το μπρος πίσω στο χρόνο, παρά την γραμμική διάσταση της ίδιας του της κίνησης συμπλέκει πολλούς χρόνους, όχι για να βγει εκτός χρόνου, αλλά για να δεξιωθεί την ίδια τη χρονικότητα στις σελίδες αυτού του εγχειρήματος. Και από αυτή τη σκοπιά να αναδείξει το πως η ιστορικότητα συνδέεται και συμπλέκεται με το ανιστορικό αλλά και το μη ιστορημένο. Η ανθολογία αυτή θα ήθελε απλώς να δείξει κάτι από τη ζωντάνια αυτών των διαστάσεων που διέπουν τα ανθρώπινα.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ
(1960)
ΒΙΟΣ ΑΣΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Mal di luna
Όλη τη νύχτα έφεγγε
σαν πυρωμένο δόντι.
Με το σκοτάδι, με τον άνεμο
και με το μαύρο σύνεφο
στα σκέλη.
* *
Καθένας με το θάνατό του ονειρεύεται.
Κράτησα λίγη απ’ την ανάσα σου
και τη σιωπή ρυτίδα των χειλιών σου
αλλά εσύ δεν έχεις πρόσωπο και σώμα
το κάθε βράδυ λιγοστεύεις σαν μια λέξη
που ράγισε τον άνεμο χωρίς επιστροφή.
Εδώ καθένας ζει το θάνατό του
την κάθε μέρα κρύβοντας τα χέρια του
την κάθε νύχτα με τη μουσική
και τα σκοτάδια.
Όμως σε γνώρισα στο φως πριν από χρόνια
γνώρισα τη φωνή σου και το γέλιο σου
να φέγγει ανάμεσα σε λέξεις που καπνίζουν.
Έπειτα πέρασες στη φλέβα.
* *
Άσαρκος λόγος μέσα μου ο κόσμος.
Βαθύς σεισμός που αναδύεται
στο φως. Όταν νυχτώνει
βαρύς σαν πέτρα ο ουρανός
κρύβει το πρόπωπό μου
η νύχτα με κυκλώνει
και ο ύπνος
με ταξιδεύει πάλι
ώς τη ρίζα μου – ώς το πυκνό
σκοτάδι της φυλής μου.
Δικός μου κλήρος η σιωπή.
(ΒΙΟΣ ΑΣΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1991)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
(1922-1987)
ΑΡΧΕΤΥΠΟ
Της ίδιας ομιλίας χνάρια
Κρατούν χιλιόφωνων πουλιών την ιστορία
Οστά καλλίγραμμα στης πέτρας τη σκληράδα
Προϋπαντούν τη μάθηση
Και του χεριού την πολυπραγμοσύνη
Τότε που γλύκαιναν γαμήλιοι φθόγγοι τις σπηλιές
Κι ο ψίθυρος του μαχαιριού το ψητό ελάφι.
(ΟΥΣΙΕΣ, 1959-1962)
ΜΕΡΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
ΙΙ
Απέχω λίγο απ’ το να γίνω τόξο
το “πού” και το “γιατί” ομοιώματά μου πεταμένα
στους δρόμους
ούτε τ’ αναγνωρίζω και ουδέ μ’ αναγνωρίζουν
επειδή μόνο σαν φυτό λιγνό εξηγώ τις δυσκολίες να δω
τον κόσμο απλά
ν’ ακούσω και μες στο θάνατό μου ακόμα τη συγχορδία του
το σκίρτημα της αρχής μου
η τρυφερότης όμως είναι τρυφερότης
κι από τα λόγια σου θερίζω χορτάρι
κι όπως με κοιτάς λέω να μην ξαναπώ τίποτα
να μην ξαναπώ ποτέ ότι είναι ένας θνητός που άρχισε
απ’ τα χαμομήλια κι όπου κοιτάξει φυτρώνει
μια λύρα.
(ΔΥΟΕΙΔΗΣ ΛΟΓΟΣ, 1980)
ΔΕΛΦΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ
Να σ’ ακούω, πώς;
να μ’ ακούσεις, γιατί;
ό,τι αφήσαμε φως
μας πατεί.
Μη με χάσεις, φωνή
έχω γίνει νερών,
στα φαράγγια αντιχτύπημα
αετήσιων φτερών.
Μη με χάσεις, η αφή
είναι μνήμη και ηχώ
άλλου κόσμου.
Λάλον ύδωρ ξυπνώ
στο εννοσίγαιο βουνό
και βαθαίνει ο Πλειστός μου.
Δελφοί, 1982
(Η ΑΣΩΜΑΤΗ, 1983)
ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ
7
[…]
εγώ όμως πρέπει εν σπηλαίω
νερό ν’ αντλώ, έχω μια δίψα
όλο να λέω κι όλο να λέω
τρία δροσόνερα ποτάμια
στη σπηλιά με κάλυψαν
Ώσπου η ψυχή κατά το βράδυ
(άστρο στη φέση ή στη χάση)
στη βιά της να ’βγει από τον άδη
μ’ έχει ξεχάσει
Το κάθετί το ξαναβρίσκω
κι έχει το μάτι μου διχάσει
φως από θάνατο κι από ίσκιο
σε πυκνά δάση.
14 Απριλίου-7 Ιουλίου 1984
ΤΑ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ ΤΟΥ ΤΙΘΩΝΟΥ
3
Ψάξε το σώμα σου, άκουσα από μέσα να μου λέει
ο αντίλαλος που χάθηκε απ’ το μάτι του Πανός
τα γερασμένα χέρια και τα πόδια σου τα καίει
χωρίς να τ’ αφανίζει η αργή φωτιά του μηδενός.
Πίσω απ’ την αίσθηση μονιάζει ο χρόνος πλάι στο χέρι
που και στον τάφο φλέγεται από χάδι ερωτικό
σώμα μου αστράφτεις το ίδιο νύχτα ή μεσημέρι
στης Ηώς τα μάτια ως ξαναλάμπεις νεανικό.
7
Ποιός με κοιτάει; ξυπνάει μέσα στο χνούδι μου ένα ρίγος
και του πουλιού είμαι η χόρταση στην αντηλιά
μες στη σιωπή μου αρχίζει η ανθοβολή και ο τρύγος
κι ο καρπός δένει την ελιά.
Καμπύλο είναι το βλέμμα μου τ’ άστρο με τ’ άστρο ως δένει
και τ’ όνειρό μου μαγνητίζει φωτεινές τροχιές
είναι η φωνή μου με το ηλιόκαμα ζευγαρωμένη
κι ό,τι μου δίνει η κάψα μού το παίρνουν οι βροχές.
Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικόκ είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.
*
Όλες οι αισθήσεις μου μαζί στον ήλιο αεροτρεμίζουν
σαν φύλλα που στο πέταγμά του τράνταξε ο ερωδιός
άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν
τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς.
*
Είπα δεν έχω πια φωνή κι ούτε με φύτεψε όν
είναι σαν να με γέννησαν ερωτοανάσες θεών.
Ο καθείς έχει δυό φτερά για να πετά εδώ κάτου
ο θεός εχτές που τα ‘’δωκε τα θέλει αύριο δικά του.
Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω
κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω
θα ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη
ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη.
Νευρόπολις Ταυρωπού, καλοκαίρι 1984
(ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ, 1986)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ
(1978)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΪ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ
Βγαίνουμε στην επιφάνεια μιας ηλιόλουστης μέρας
επιπλέοντας δίπλα σ’ ορθόδοξους τρούλους και κομμουνιστικά τραμ.
Τώρα χρειάζεται μια στάση σ’ ένα πραγματικό café των Βαλκανίων.
Εδώ που οι καιροί αλλάζουν και τα οράματα πέφτουν,
δεν υπάρχει ζωή δίχως κολχόζ και καφείνη
κι ο ξεναγός μας ονομάζεται Ίλιτς Ουλιάνοφ.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Τ’ άλογα περπατούν με ματωμένες οπλές στ’ άσπιλο χιόνι.
Οι οδοκαθαριστές σαρώνουν προκηρύξεις και ξηλωμένα σιρίτια,
άδεια φυσίγγια, συλλεκτικά νομίσματα, μινιατούρες τυράννων.
Στο μεταξύ τ’ αγάλματα σκέκονται στις ίδιες πλατείες
ίσως με λιγότερο βάρος από τον πόνο του μάρμαρου στα μέλη,
ενώ η μέρα που άρχισε με ριπές και ιάμβους διαλύεται
σ’ ένα απόγευμα γεμάτο ψιθύρους, ενστάσεις και φήμες.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Οδυσσέως εκτοπισμός
Αφήνοντας το γκέτο, ο πατέρας του
τον Αύγουστο του χίλια εννιακόσια σαράντα δύο
πήρε μαζί του τη βαλίτσα
με τα γραμματόσημα. Τον θυμάται
να σηκώνει με την τσιμπίδα
τα γραμματόσημα στο φως της λάμπας
και να διαβάζει τα γράμματα
που ήταν πολύ μικρά
και τον κάναν να δακρύζει.
Οδυσσέως όνειρο
Η μεταλλική κραυγή του τζίτζικα
σπασμένο αλογάκι στον πάτο του πηγαδιού
Βγάζει τα θλιβερά, στενά ξυλοπάπουτσα.
Η Αντίκλεια τον κοιτάζει πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.
(ΕΓΚΩΜΙΑ, 2013)
ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
(1931-1996)
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ
Πριν από μέρες, φτάνοντας στο σπίτι
προχωρημένο απόγευμα, ήλιος σβησμένος
με τα μεγάφωνα ανοιχτά, στο πάτωμα απλωμένα
σε τρόμο ασταμάτητο άναβες, ξοδευόσουν
στην άσφαλτο που πύρωσε τη μέρα, και το βράδυ
τη μεταφέρουν σκοτωμένα φώτα ηλεχτρικά.
Γιατί το αργό χαλάρωμα
μες στο κενό, το επίμονο ψιχάλισμα
στα κλειδωμένα βλέφαρα, τραβώντας τις κουρτίνες
γίνεται βάρδια εξαντλητική.
Γιατί αυτή η ερήμωση
δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο
δε συνηθίζεται σα ρούχο – είναι τα μάτια ενός παιδιού
πνιγμένου
(Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ, 1960)
ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΑΜΕ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ
Κληρονομήσαμε την καρδιά των παιδιών
με τα μικρά ξαφνικά τους ναυάγια
Όταν νυχτώσει ξεφυλλίζονται τα ρόδα
αρωματίζοντας ταράτσες και παράθυρα
αιμορραγούν κρυφά μες στα βιβλία
Πόσα απ’ αυτά δεν μας φωταγωγούν ακόμα
(ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, 1963)
Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη
ΕΚΚΟΚΙΣΤΗΡΙΑ Β΄
Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό σταθμό. Αφήναμε
τη Βέροια πίσω μες στην καταχνιά και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς
στο μισοφώτιστο βράδυ
Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκιστήρια να κελαϊδούνε.
Υπόκωφη στην αρχή, η βουή δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν
παρασύρει. Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά μας άφηναν να
ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλιστρούσε και σωριάζονταν
δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύννεφο άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμούμαι τα
μάτια του, σαν να είχαν δκαρύσει
Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής. Και πως ό,τι μπορούσαμε
να δώσουμε το είχαμε σχεδόν σκορπίσει
(ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, 1972)
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
Ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα, εκεί που με καλούν
οι πεθαμένοι ή όσοι άγνωστοι έρχονται από μακριά
μέσ’ από τις φωτισμένες πόλεις και τη θάλασσα
κι όλο βυθίζομαι ελεύθερα στον εύρωστο κορμό του κόσμου
Αναπολώ λιγότερο τη σκόνη στις παλιές μου κάμαρες
την παγωμένη ανταύγεια του απογεύματος στ’ άδεια δωμάτια
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΖΩΟΥ
Στα μάτια του ζώου βλέπω καλύτερα την έκταση
όπου σε αντάμωσα γυρνώντας μόνος και άρρωστος
πίσω, στ’ αχνάρια της χαμένης σου ηλικίας
Και η πόλη δε σε λογαριάζει πια καθώς αρδεύεις
τις βιομηχανικές ζώνες της δυτικής ακτής
ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο
γι’ αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει σήμερα
μέσα στα τραμ της χαμένης αφετηρίας
(ΑΡΓΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ, 1974)