Ανατέμνοντας τον σπαραγμό (της Νίκης Κώτσιου)

0
706

 

 

Της Νίκης Κώτσιου.

 

Φιλόδοξο και μεγαλόπνοο εγχείρημα που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο, η «Λίγη Ζωή» της Αμερικανοχαβανέζας Χάνια Γιαναγκιχάρα(σε υποδειγματική μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη, από το Μεταίχμιο) έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και χαιρετίστηκε ακόμα και ως το «μεγάλο γκέι μυθιστόρημα», που ήρθε να ταράξει τα νερά μέσα σε ένα λιμνάζον σύμπαν κοινοτοπίας. Στη Λίγη Ζωή, η σεξουαλικότητα είναι πάντα ρευστή, δεν υπάρχουν άπαξ και διαπαντός αποκρυσταλλωμένες σεξουαλικές ταυτότητες αλλά κάθε φορά υπεισέρχονται διαφορετικοί παράγοντες που προσανατολίζουν τη σεξουαλική ροπή προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίς και πάλι να τη σταθεροποιούν αμετάκλητα. Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα είναι ανήσυχες προσωπικότητες από τον κόσμο της επιστήμης και των τεχνών που διαρκώς ψάχνονται και δεν εφησυχάζουν ποτέ εξερευνώντας ο καθένας με τον τρόπο του τα όρια της δημιουργικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης. Ζούνε τη ζωή τους παράγοντας πλούσιο και σημαντικό έργο, παρασύρονται από δυνατές συγκινήσεις, είναι καλοπροαίρετοι και δεμένοι μεταξύ τους με μια ακλόνητη,βαθιά ριζωμένη φιλία. Ο ηθοποιός Γουίλεμ, ο ζωγράφος Τζέι Μπι, ο αρχιτέκτονας Μάλκομ και ο δικηγόρος Τζουντ. Καθώς κυλά ο χρόνος, οι σχέσεις τους βαθαίνουν και αποκτούν  λεπτές αποχρώσεις ενώ συγχρόνως το κέντρο βάρους της αφήγησης μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς τη μεριά του Τζουντ, μέχρι που ο Τζουντ επισκιάζει όλους τους άλλους και γίνεται αυτός το κύριο θέμα μαζί με το μυστήριο που τον περιβάλλει. Σπαραγμένος από έναν ανείπωτο πόνο που πηγάζει από την παιδική του ηλικία και δεν κατευνάζεται ποτέ, ο Τζουντ δυναστεύεται από τους εσωτερικούς του δαίμονες και προσπαθεί ματαίως να ξεφύγει από όλα εκείνα που του έχουνε στοιχειώσει τη ζωή.

Ηθικά κατεδαφισμένος, συναισθηματικά καταρρακωμένος, σωματικά ανήμπορος, ο πολλαπλά κακοποιημένος Τζουντ καταφέρνει να ισορροπήσει ως ενήλικος μόνο  χάρη στην καταξίωση και τη δικαίωση που του προσφέρουν αφειδώς τα επιτεύγματα στον τομέα της απαιτητικής δουλειάς του. Ως δικηγόρος διαπρέπει και δρέπει δάφνες, πράγμα που του επιτρέπει να επανακτά μερικώς την αυτοεκτίμηση που στερήθηκε με τον πιο βίαιο και απάνθρωπο τρόπο. Η πάγια συνήθειά του να χαρακώνεται ανελέητα και να αυτοτραυματίζεται εξακολουθητικά μεταφέρει πάνω στην απτή επιφάνεια του σώματος το τραύμα που βρίσκεται ανεξάλειπτο εντός του. Το ανεπούλωτο τραύμα της ψυχής γίνεται και τραύμα του σώματος, διαρκώς αιμάσσον. Έχοντας υποστεί στην πιο τρυφερή του ηλικία τους πιο αποκρουστικούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, φτάνει στο σημείο να πιστέψει πως δε διαθέτει τίποτε αξιαγάπητο και δεν αξίζει να αγαπηθεί. Παραιτούμενος από το βασικό δικαίωμα κάθε ζωντανού πλάσματος, δηλαδή την αγάπη, καταλήγει να αυτοτιμωρείται χωρίς έλεος μέσα από μαζοχιστικές πρακτικές, που τον καταδικάζουν στην πιο επώδυνη δυστυχία, επώδυνη σωματικά όσο και ψυχικά. Την κακοποίηση που υπέστη μέσα στα λογής ιδρύματα της συμφοράς όπου του φέρθηκαν σα να ήταν απόρριμμα, την επιβάλλει τώρα ο ίδιος στο εαυτό του με μια σκληρότητα ανείπωτη. Άλλοτε η κόλαση ήταν άλλοι, όμως τώρα η κόλαση βρίσκεται εντός του και είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Το παρελθόν καθορίζει τη ζωή του  απόλυτα, οι μνήμες είναι αδυσώπητες και δεν επιτρέπουν καμία διαφυγή. Η ζωή του εγκλωβίζεται σε ένα διαρκές αναμάσημα του σπαραγμού, που προκαλεί καινούριο, προσαυξημένο πόνο. Ο Τζουντ, σακατεμένος και ακρωτηριασμένος σωματικά και ψυχικά, τυλίγεται από ένα βαθύ υπαρξιακό σκοτάδι, από έναν ζόφο τόσο πυκνό και αποπνικτικό, που απειλεί να τον κατασπαράξει στερώντας του κάθε προοπτική ανάνηψης.

Ωστόσο, η ζωή του επιφυλάσσει μια ανέλπιστη τύχη που έρχεται ως δώρο. Είναι ο χαρισματικός ηθοποιός Γουίλεμ, ο αλλοτινός φίλος από τα φοιτητικά χρόνια και τώρα ιδανικός σύντροφος, που έρχεται, με την παρηγορητική του παρουσία, να επουλώσει και να ανακουφίσει. Ο Γουίλεμ αποτελεί ευλογία για τη ζωή του Τζουντ, τον περιβάλλει με την πιο άδολη αγάπη και ο ίδιος λειτουργεί σαν την απόλυτη ενσάρκωση του καλού. Αλλά ακόμα και η αγάπη με την τεράστια ιαματική της δύναμη, ακόμα κι αυτή δε δύναται να θεραπεύσει τα πάντα διαμιάς. Ο Τζουντ εξακολουθεί να χαρακώνεται, πιο ενοχικός από ποτέ, παρά την αδιατάρακτα υποστηρικτική συμβολή του Γουίλεμ που είναι πάντα εκεί, για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Τα κακοφορμισμένα τραύματα του Τζουντ έχουν γίνει βλάβες ανήκεστες, που πλέον δεν επιδέχονται θεραπεία. Η δυνατή ενόρμηση θανάτου που μοιραία διέπει κάθε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του Τζουντ  γίνεται στην πορεία όλο και πιο δύσκολο να αναχαιτιστεί, ακόμη και από το ιδανικό αντίδοτο, που δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Ο Τζουντ μοιάζει να είναι αμετάκλητα ταγμένος στο θάνατο, όσο κι αν ο Γουίλεμ, σαν άλλος Ορφέας, προσπαθεί απελπισμένα να τον γλυτώσει και να τον επαναφέρει στο φωτεινό κόσμο της ζωής. Το γεμάτο αυταπάρνηση εγχείρημα του ερωτευμένου Γουίλεμ, η μαρτυρία του και το προσωπικό του παράλληλο μαρτύριο, αποτελούν μια οικειοθελή ορφική  κάθοδο στην άδη, καθώς αποφασίζει να «διεκδικήσει» με κάθε κόστος τον αγαπημένο του σύντροφο από τον ίδιο το θάνατο, που ήδη νέμεται τον Τζουντ, ακόμα και ζωντανό.

Είναι φορές που η Λίγη Ζωή ολισθαίνει ανησυχητικά στο μελό, αναπαράγοντας τα κλισέ του πιο γλυκερού ρομαντισμού. Είναι φορές που η αφήγηση γίνεται υπέρ το δέον σπαραξικάρδια και δακρύβρεχτη θέλοντας να εκβιάσει με τρόπο επιτακτικό τα συναισθήματα του αναγνώστη. Επίσης, η Λίγη Ζωή πάσχει από μια απεραντολογία άνευ λόγου και αιτίας, στην οποία και χρωστά τον απίστευτο όγκο των οκτακοσίων της σελίδων. Οι φλύαρες παρεκβάσεις και η  μακρηγορία χωρίς πάντα να συντρέχει λόγος στερούν ενίοτε από την αφήγηση πυκνότητα και νεύρο. Έτσι το εγχείρημα, μολονότι υπερφιλόδοξο ως σύλληψη, χωλαίνει κατά τόπους στην εκτέλεση, αν και συνολικά είναι ίσως ικανοποιητικό. Πάντως, μολονότι άνιση και παρά τα σποραδικά ολισθήματα και το συγκινησιογόνο ξεχείλωμα που κατά καιρούς επιχειρείται σε βαθμό υπερβολής, η Λίγη Ζωή τελικά «διασώζεται» χωρίς σημαντικές απώλειες. Η διεισδυτικότητα, η ακρίβεια και η ευστοχία με την οποία αποδίδονται οι χαρακτήρες και ειδικότερα η εξαντλητική, εμβριθής ψυχογράφηση του πάσχοντος Τζουντ με την αναλυτική και προσεχτική ανάδειξη όλων των παραμέτρων που συνθέτουν την πολύπλοκη τραυματική του κατάσταση συνθέτουν ένα αξιοπρόσεκτο έργο ψυχολογικού ρεαλισμού, δουλεμένο μέχρι τις απώτατες λεπτομέρειες. Επίσης, η ριζοσπαστική σκιαγράφηση ενός άλλου οράματος, δηλαδή ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής όπου πρυτανεύει η δημιουργικότητα, η φιλία και ο έρωτας, μακριά από κάθε είδους στερεότυπα και αποκλεισμούς, και όπου η κοινότητα των φίλων λειτουργεί ως υποδειγματική οικογένεια αντικαθιστώντας τη συμβατική, είναι σίγουρα από τα πιο σπουδαία και αξιομνημόνευτα  επιτεύγματα του βιβλίου.

 

 

info: Χάνια Γιαναγκιχάρα: Λίγη Ζωή, μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, σελ. 896,εκδ. Μεταίχμιο, 2016

Προηγούμενο άρθροΣτη συχνότητα μιας καλής αστυνομικής γραφής… (της Ελένης Καρρά)
Επόμενο άρθροΚλ. Λισπέκτορ: ιστορία μιας ποδοπατημένης αθωότητας, μιας ανώνυμης δυστυχίας, (Της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ