της Σταυρούλας Τσούπρου.
Το «κατά λέξη» στον τίτλο τής ανά χείρας έκδοσης θα πρέπει να το εννοήσουμε στην επίμοχθη και συνεπή προς τον εαυτό της κυριολεξία του. Βέβαια, για κάποιον που έχει γνωρίσει έστω και ένα δείγμα ερευνητικής ή/ και μεταφραστικής εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου, το καθοριστικό αυτό στοιχείο τής δουλειάς του (και να υποθέσω: του χαρακτήρα του) δεν αποτελεί κάτι καινοφανές· ωστόσο, ο ζήλος, όταν φθάνει σε τέτοια ένταση, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσει, κάθε φορά.
Ο μελετητής αναμετριέται εδώ με την Σεφερική Κίχλη, «ένα από τα πιο δυσνόητα» ποιήματα της ελληνικής γλώσσας, και η έκβαση της αναμέτρησης είναι επιτυχής (όπως αντίστοιχα και στις λοιπές παρόμοιες εργασίες του, είτε για τον Σεφέρη είτε για άλλους δημιουργούς), κρίνοντας από το γεγονός ότι στο τέλος τού βιβλίου του έχει κατορθώσει πράγματι να αποδείξει ότι ο παραπάνω χαρακτηρισμός δεν ισχύει και ότι η Κίχλη, αντίθετα, είναι ένα «εύκολο» ποίημα. Η έκταση των σελίδων, ωστόσο, που χρειάστηκε να καλυφθεί και ο απίστευτα πολλαπλάσιος κόπος, για τον οποίο μαρτυρούν οι προσκομιζόμενες πληροφορίες, διαψεύδουν, κατά μία έννοια, το «εύκολον» του πράγματος· εκτός αν θεωρήσουμε ότι ένα δυσνόητο ποίημα δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευθεί, ούτε καν έως έναν βαθμό.
Η λεπτουργημένη δομή τού εξαντλητικού ερμηνευτικού σχολιασμού, αφ’ ενός, τής νεκυομαντείας τής Κίχλης και, αφ’ ετέρου, του ιδιότυπου «ανθρωπομορφισμού τού φωτός» ως σπονδυλικής στήλης και άξονα ολόκληρης της ζωής και της τέχνης τού Γιώργου Σεφέρη, από τον μελετητή είναι, οπωσδήποτε, πολύ απαιτητική για τον αναγνώστη. Αλλά πώς θα μπορούσε και να μην είναι, εφόσον αυτή η «κατά λέξη» και στίχο-στίχο εξήγηση οδηγείται αναπόφευκτα σε μία εις βάθος και εις πλάτος έρευνα όλων (πραγματικά όλων) των θεμάτων – μοτίβων – συμβόλων – διακειμενικών αντηχήσεων, που περιλαμβάνονται, μεν, στο συγκεκριμένο σεφερικό έργο αλλά εξακτινώνονται (η λειτουργία είναι αμφίδρομη) και σε άλλα κείμενα (λογοτεχνικά ή μη) του ίδιου συγγραφέα. Μπορεί να φανταστεί κανείς, μάλιστα, πόσο περισσότερο περίπλοκη γίνεται η εν λόγω διαδικασία καταγραφής τής δικτύωσης των διακειμένων, όταν σε αυτά αναγνωρίζονται ποικίλες “εξωτερικές επιδράσεις”, ιδέες, δηλαδή, τις οποίες ο Σεφέρης άντλησε (και κατόπιν αρμοδίως επεξεργάστηκε) από έργα άλλων δημιουργών. Η προσωπική σφραγίδα τού Α.Κ. Χριστοδούλου είναι αυτή ακριβώς η εξαντλητική καταγραφή[1], η οποία αισίως οδηγεί στην διαύγαση των νοημάτων και των προθέσεων του ποιητή.
Το ως άνω σήμα κατατεθέν τού ερευνητή Χριστοδούλου στηρίζεται, δε, σε μία, σαφώς διατυπωμένη και εδώ, θεωρητική αντίληψη (στην οποία, πάντως, έχει αφιερώσει και ξεχωριστό ερευνητικό πόνημα), σύμφωνα με την οποία: «Μια ανάλυση που προχωράει βήμα-βήμα, πατώντας διαρκώς με άκρα προσοχή πάνω στην «ποιητική λέξη» πάντα, στο συγκεκριμένο εννοιολογικό (και ποιητικό ενίοτε) φορτίο της, όπως πατάει με προσοχή ένα πόδι στις απλωμένες πέτρες σε ένα ρέμα, για να περάσει το ορμητικό νερό, είναι ο μόνος τρόπος πειστικής «ανάλυσης». Στα τυφλά ασφαλώς προχωράμε, αλλά κρατάμε στα χέρια μας μια έξυπνη βέργα, την ποιητική λέξη, που μπορεί να μας περάσει στην απέναντι όχθη. Όσο για τον όρο «πειστική ανάλυση» που χρησιμοποίησα, γνωρίζω τον κίνδυνο της αυταπάτης και της πλάνης. Κι εδώ ακριβώς κρύβεται ένα άλλο δράμα στην επικοινωνία αναγνώστη και ποιητή. Είναι μοιραίο, όσα θεμελιωμένη κι αν είναι μια ποιητική ανάγνωση/ ανάλυση, η συναίσθηση της ασφάλειας (επειδή ακριβώς είναι άλλη μια ατομική ιδέα) να είναι κλεισμένη ερμητικά στο κάστρο της. Το μοναχικό δράμα ενός βαθυστόχαστου αναγνώστη δεν έχει τέλος» (σσ. 57-58).
Όσο καλά γνωρίζει, όμως, να διατηρεί τις επιφυλάξεις του ο Α.Κ. Χριστοδούλου, άλλο τόσο καλά γνωρίζει πώς να διατυπώνει και να τεκμηριώνει τις αντιρρήσεις του, είτε πρόκειται για ανακρίβειες κριτικών, μελετητών ή μεταφραστών, είτε πρόκειται για λανθασμένες εκτιμήσεις, κατά την γνώμη του, ακόμη και του ίδιου τού Σεφέρη. Έτσι, επί παραδείγματι, ο Χριστοδούλου θεωρεί πως το περίφημο κείμενο «Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη», γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή, αντί να διευκολύνει την κατανόηση του ποιήματος, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα· αλλού, πάλι, δεν διστάζει να καταλογίσει στον Σεφέρη ελλιπή εμβάθυνση στην γνωστή θέση τού Διονύσιου Σολωμού για την προτεραιότητα της νοητικής έναντι της (συν)αισθηματικής πρόσληψης της ποίησης.
Η «εξηγητική» μέθοδος εργασίας τού Α.Κ. Χριστοδούλου οφείλει (υποθέτω, μάλιστα, συνειδητά) οπωσδήποτε πολλά στην «πρακτική κριτική» τού I. A. Richards και, γενικότερα, στην «πλησία ή προσεκτική ανάγνωση» [close reading] της Νέας Κριτικής, όπως και στις αντιλήψεις περί «προθεσιακής πλάνης» των Wimsatt και Beardsley. Ωστόσο, τα παραπάνω συνδυάζονται επιτυχώς, όσο και, εν μέρει, απρόσμενα, με τις «θεωρίες τής αναγνωστικής ανταπόκρισης», αν κρίνουμε από φράσεις όπως η ακόλουθη, διατυπωμένη ως κριτικός έλεγχος μιας ακυρολεξίας τού Ανδρέα Καραντώνη: «Οι ποιητικές λέξεις δεν έχουν ούτε κύτταρα, ούτε νεύρα, ούτε αίμα. Δεν είναι ζωντανά πλάσματα. […] Οι λέξεις στην ποίηση ζωντανεύουν όταν πίνουν από το αίμα ενός αναγνώστη, για να χρησιμοποιήσω την εικόνα τής ομηρικής νεκυομαντείας» (σ. 74).
Πέρα από την αληθινή και βαθιά κατανόηση της Κίχλης (με όλες, βέβαια, τις αναφερθείσες νωρίτερα εδώ επιφυλάξεις), την οποία κερδίζει κάθε επιμελής αναγνώστης τού Α.Κ. Χριστοδούλου (αυτήν την φορά), ο οποίος και καθοδηγεί την «παραμυθιακή»[2] ανάγνωση του σεφερικού έργου, προσωπικά οφείλω, επιπροσθέτως, στον μελετητή την πολύτιμη δυνατότητα μιας διαφορετικά φωτισμένης ανάγνωσης ενός άλλου λογοτεχνήματος, του μυθιστορήματος Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη, χάρη στις πληροφορίες που παρέχονται και στις περιγραφές τού Γιώργου Σεφέρη για τον Πόρο. Ως αντίδωρο, δε, για αυτήν την ιδιαίτερη (αδιάφορο αν είναι ανεπίγνωστη) προσφορά του, θα ήθελα εδώ να θέσω υπ’ όψιν τού Αθανάσιου Χριστοδούλου μια δική μου απορία, αλλά και μία συγγενή θεματικά, όσο και άκρως εισαγωγική, βέβαια, σχετική ερευνητική απόπειρα.
Δεν είναι περίεργη η αρχική επιλογή τής ονομασίας «Κίχλη» για το, «βοηθητικόν του Στόλου», καραβάκι, «που έκανε στους καλούς καιρούς τα θελήματα του Προγυμναστηρίου του Πόρου»; Το πουλί «τσίχλα» (thrush στα αγγλικά) αποτελεί μια ευρεία κατηγορία με πολλά είδη, αλλά η χρήση τού ονόματός του και, μάλιστα, στην “επίσημη” μορφή του για ένα μικρό καράβι φαντάζει, τουλάχιστον, πρωτότυπη. Πάντως, η «καλλιτεχνική εμπλοκή» τής τσίχλας/ κίχλης δεν ξεκίνησε με τον Σεφέρη. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι η οικογένεια Turdidae, δηλαδή, οι τσίχλες, ταξινομείτο παλαιότερα μαζί με το γένος Erithacus rubecula, επιστημονική ονομασία τού πολύ γνωστού μας κοκκινολαίμη – robin readbreast, στα αγγλικά. Σε αυτόν, στον robin, λοιπόν, αναθέτει ο W. H. Auden στο διάσημο ποίημά του «Ισπανία» (1937) να εκπροσωπήσει την πολιτεία τής αυτονομίας, το ελβετικό καντόνι: «the robin’s plucky canton» (στρ. 11, στ. 2). Όταν ο Σεφέρης μετέφρασε το συγκεκριμένο ποίημα του Auden,[3] απέδωσε το robin ως «τσιμπογιάννης» (λαϊκή ονομασία τού κοκκινολαίμη που επιχωριάζει στην Αίγινα), ενώ έκτοτε, στις ελληνικές μεταφράσεις τού ίδιου ποιήματος, συναντώνται οι αποδόσεις (θα υπάρχουν ίσως και άλλες, που δεν γνωρίζω): «κοκκινολαίμης» (Κώστας Μπουρναζάκης[4], Θωμάς Τσαλαπάτης[5]) και «κίχλη» (Τάκης Παπαγγελόπουλος)[6].[7]
Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης μετέφρασε το ποίημα «Ισπανία» τού Auden, κρίνοντας από την ημερομηνία 4.3.1943 κατά την οποία μετέφρασε το «Musée des Beaux Arts»[8], ποίημα που ανήκει στην ίδια συλλογή (Another time) με το διάσημο προαναφερθέν, θεωρώ πως νομιμοποιούμαστε να πιστεύουμε ότι ο Σεφέρης είχε ήδη μεταφράσει το «Ισπανία» πριν αρχίσει να ασχολείται με την Κίχλη. Θα μπορούσε άραγε να συσχετιστεί το μετάφρασμα καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το περί ου ο λόγος εδώ σεφερικό ποίημα;
Όπως και να έχει, στον Α. Κ. Χριστοδούλου, και, μέσω της μελέτης αυτού, στον Γιώργο Σεφέρη, καθώς και στον W. H. Auden και στους μεταφραστές του οφείλω το ωραίο ταξίδι. Πέραν τούτου, κάθε προσεκτικός αναγνώστης τής ανά χείρας έκδοσης (η οποία, να σημειωθεί ότι, αποτελεί εκτυπωτικό κόσμημα σε κάθε τυπογραφική λεπτομέρειά της, σχεδιασμένο και κατασκευασμένο, μάλιστα, από τον ίδιο τον Α. Κ. Χριστοδούλου), ύστερα από την διαπεραίωσή της, πιθανότατα θα οφείλει στους δύο πρώτους (και) μία διαφορετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αφ’ ενός, των ομηρικών προσώπων τού Οδυσσέα, της Κίρκης και του Ελπήνορα και, αφ’ ετέρου, των πολλών προσώπων τής καταστροφικής λαγνείας (του αίματος). Η σοβαρή (όχι, βέβαια, με την έννοια «αγέλαστη») Τέχνη επιφυλάσσει πάντοτε εκπλήξεις.
info: «Κίχλη», ένα ποίημα σαν παραμύθι, του Γιώργου Σεφέρη. Εξηγημένο και σχολιασμένο κατά λέξη από τον Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg/ Σύρτις, 2016
Σημειώσεις
[1] Η λεπτομερέστατη ανάλυση του Α.Κ. Χριστοδούλου, στο σώμα και στα Συμπληρωματικά Σχόλια του κυρίως κειμένου, συνοδεύεται επιπλέον και από 3 Ευρετήρια: «Κυρίων ονομάτων και όρων», «Λέξεων της Κίχλης» και «Σεφερικών παραθεμάτων»!
[2] Σε ένα από τα τελευταία Συμπληρωματικά Σχόλιά του ο Α. Κ. Χριστοδούλου προβάλλει ως έναν από τους λόγους εξαιτίας των οποίων χαρακτήρισε την Κίχλη ως «παραμύθι» το γεγονός τής «υπέρογκης αυταπάτης» τού Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται (ή θέλει) να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει κάτι, έστω και το παραμικρό, στον βίο τού ανθρώπου που να μην διαφεντεύεται από την νοητική λειτουργία. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, η σύνολη αφήγηση του Α. Κ. Χριστοδούλου διαθέτει παραμυθιακά χαρακτηριστικά, και αυτό, δεδομένων των συνεχών παραπομπών και παρεκβάσεων, είναι, πραγματικά, ένα κατόρθωμα και καταδεικνύει, αναμφίβολα, αφηγητικό τάλαντο.
[3] Στην σχετική σημείωση των Αντιγραφών αναφέρεται ότι: «Η μετάφραση έγινε από την έκδοση του ποιήματος σε χωριστό φυλλάδιο (Λονδίνο, Faber and Faber, 1937) που έφερε την ακόλουθη δήλωση: «Τα συγγραφικά δικαιώματα από το πούλημα τούτου του ποιήματος πηγαίνουν στην “Ιατρική βοήθεια για την Ισπανία”». Το ποίημα ξανατυπώθηκε στη συλλογή τού Auden, Another Time (Λονδίνο, Faber and Faber, 1940). Αυτά ήξερα ώς τον καιρό που βγήκε η πρώτη έκδοση των Αντιγραφών (Απρίλης 1965)». Στην συνέχεια ο Σεφέρης αναφέρεται στην μεταγενέστερη αποκήρυξη του συγκεκριμένου ποιήματος από τον W. H. Auden· βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές Οριστική έκδοση, Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 1978, σσ. 159-160.
[4] Βλ. στο περιοδικό Παλίμψηστον, Ηράκλειο Κρήτης, τχ. 31, Φθινόπωρο 2013, σ. 12.
[5] Βλ. στο περιοδικό Τα Ποιητικά, τχ. 12, Δεκέμβριος 2013, σ. 19.
[6] Βλ. στο περιοδικό Το Κοράλλι, τχ. 10, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2016, σ. 18.
[7] Δευτερευόντως, το «plucky [= τολμηρός, ψυχωμένος] canton» μεταφράζεται ως «καβγατζίδικο καντόνι» (Σεφέρης, ό.π., σ. 123), «θαρραλέο καντόνι» (Μπουρναζάκης, ό.π. και Τσαλαπάτης, ό.π.), «γενναίο καντόνι» (Παπαγγελόπουλος, ό.π.).
[8] Αυτό το δεύτερο μεταφρασμένο ποίημα του Auden (το «Musée des Beaux Arts») ο Γιώργος Σεφέρης το ξαναθυμήθηκε στο «Θερινό Ηλιοστάσι» (από τα Τρία κρυφά ποιήματα), αν κρίνουμε από την αναφορά εκεί (Β′ 10-12) στον πίνακα του Breughel «Τοπίο με την πτώση τού Ίκαρου», ο οποίος περιγράφεται (μεταξύ και άλλων παρόμοιων “ζωγραφικών” νύξεων· βλ. σχετικά στο Γ. Χ. Ώντεν, Πένθιμο μπλουζ και άλλα ποιήματα, Ανθολόγηση, μετάφραση και σχόλια: Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη, 2015/ στο «Σημείωμα», σσ. 7-19, εδώ, σσ. 14-15) από τον W. H. Auden στο «Musée des Beaux Arts» (βλ. και την αντίστοιχη Σημείωση στο Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Δέκατη έκτη έκδοση, Ίκαρος, 1989, σ. 348).
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου