Αναρριπίζοντας τον Μοντερνισμό

0
565

 

 

Του Αριστοτέλη Σαίνη.

“Τέσσερις σύγχρονοι συγγραφείς στο μεταίχμιο των αλλαγών”

«Να δίνεις την εντύπωση του αληθινού σημαίνει

να δημιουργείς μια πλήρη ψευδαίσθηση του αληθινού,

[…] Καταλήγω λοιπόν

στο συμπέρασμα ότι οι ταλαντούχοι Ρεαλιστές

θα έπρεπε μάλλον να αποκαλούνται ψευδαισθησιαστές.»

 

Μωπασάν

 

Ένα ερωτηματικό συνοδεύει τον τίτλο της σημερινής βραδιάς και ελπίζω τη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Ερωτηματικό, που επιτονίζει και ξεχωριστά, κάθε λέξη του τίτλου, τα αντίθετά τους αλλά και τους άμεσους συνειρμούς μας. «Ενάντια» ή εναντίον; Συνειδητά και συντονισμένα; Τι σημαίνει «Παράδοση»; Τι είναι λογοτεχνικός «Κανόνας»; Υπάρχει «Aντικανόνας»; Και φυσικά τι είναι «Ρεαλισμός», τι «μη ρεαλισμός» και τι τ’ ανάμεσό τους; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που φαντάζομαι ότι θα μας απασχολήσουν στην πορεία της βραδιάς, όπως απασχόλησαν τους διοργανωτές της συζήτησης. Δεν θα τολμήσω να ανοιχτώ στο γραμματολογικό εύρος του όρου που δεσπόζει στον τίτλο μας, ούτε στην ευελιξία και τις αναπροσαρμογές του ή τα αισθητικά ζητήματα και τις αντιπαραθέσεις στις οποίες εμπλέκεται μέχρι σήμερα. Θυμίζω μόνο ότι ο όρος χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τόσο το κίνημα της μυθιστοριογραφίας του 19ου αιώνα (για παράδειγμα: τον Μπαλζάκ στη Γαλλία, την Έλιοτ στην Αγγλία κ.α.), αλλά και έναν δεδομένο τρόπο αναπαράστασης της πραγματικότητας σε διάφορες εποχές και είδη. Για να μην αναφερθώ, πιο κοντά στις μέρες μας, στον Μαγικό ρεαλισμό ή τον ρεαλισμό ενός Ρομπ Γκριγιέ, που διατεινόταν ότι είναι ένας αντικειμενικός ρεαλιστής συγγραφέας αφού, αναμφίβολα, «δημιουργεί έναν κόσμο φανταστικό, χωρίς να τον κρίνει»: «Ούτε τον δέχομαι ούτε τον καταδικάζω, απλώς διαπιστώνω την ύπαρξή του ως καλλιτεχνική και λογοτεχνική πραγματικότητα».

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο όρος στην κοινή του χρήση αναφέρεται στο σύνολο των συμβάσεων «που δίνει την εντύπωση της πραγματικότητας» (ή μπορεί να προκαλέσει «την πίστη στην εντύπωση», θα έλεγε ο Μπουρντιέ). Στη μακρά διάρκεια της λογοτεχνικής εξέλιξης, που ήδη από τους Ρώσους Φορμαλιστές την αντιλαμβανόμαστε ως δυναμικά εξελισσόμενη, ο Ρεαλισμός αποτέλεσε αντίδραση στη μυθιστορία και τον Ρομαντισμό, δέχτηκε βολές από τους ίδιους τους ρεαλιστές (η Μαντάμ Μποβαρύ, γράφεται ως αντίδραση στον ρεαλισμό, ενώ ο Μωπασάν κάνει λόγο για «ψευδαίσθηση του αληθινού»), διαρκείς επιθέσεις από κάθε διάδοχο λογοτεχνικό κίνημα (Συμβολισμό, Αισθητισμό, Μοντερνισμό κ.ά.), αλλά και εξακολουθητικά τα βέλη του φιλοσοφικού σκεπτικισμού ο οποίος αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε αντικειμενικής πραγματικότητας.

Δεν ξέρω αν έχει σημασία να δώσουμε οριστικές απαντήσεις σε ζητήματα που απασχολούν τη λογοτεχνία από αρχαιοτάτων χρόνων, σε ερωτήματα που δοκίμασαν και δοκιμάζουν εξακολουθητικά το νου και την καρδιά όσων ασχολούνται με αυτήν, –από τους παραγωγούς-συγγραφείς, που με περιστοιχίζουν, μέχρι εμάς, τους καταναλωτές-αναγνώστες–, χωρίς να έχουν καταφέρει να αναπαυθούν ακόμα σε οριστικές απαντήσεις. Εξάλλου, πάντα στο τέλος, προβάλλει το Ελντοράντο της λογοτεχνικής θεωρίας, το θεμελιώδες ερώτημα «Τι είναι λογοτεχνία;» ή καλύτερα «Τι είναι “λογοτεχνικότητα”;»

Παραφράζοντας, λοιπόν, τον γνωστό ορισμό του Ζαν Ρικαρντού, και για να μείνω στο πνεύμα των ομιλητών, θα έλεγα, ότι λιγότερη σημασία έχει, εν προκειμένω, «η συζήτηση μιας περιπέτειας από ό,τι η περιπέτεια μιας συζήτησης».

 

***

 

Σήμερα, λοιπόν, κοντά μας, κατά αλφαβητική σειρά οι Γιώργος Αριστηνός, Τάσος Γουδέλης, Αχιλλέας Κυριακίδης και Άρης Μαραγκόπουλος. Δεν πρόκειται να σας κουράσω με γραμματολογικές λεπτομέρειες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα πω τίποτα. Έτη, τόποι γεννήσεως και εργοβιογραφικά σημειώματα είναι προσιτά σε κάθε φιλέρευνο ενδιαφερόμενο στα οικεία λήμματα των λογοτεχνικών λεξικών ή σε μια εγκυκλοπαίδεια, και δεν έχουν καμία σημασία στις περιπτώσεις των σημερινών προσκεκλημένων, παραδειγματικών ακούραστων γραφιάδων, εραστών της γραφής, εμμανών του ήχου της πένας στο χαρτί ή των δακτύλων στο πληκτρολόγιο, που έχουν ήδη πίσω τους έργο, το οποίο βαραίνει τους πάγκους των βιβλιοπωλείων και κάποιες τυχερές βιβλιοθήκες, όχι μόνο με τη φυσική δύναμη της βαρύτητας, αλλά και με τη γραμματολογική σημασία του περιεχομένου τους…

Ιδιαίτεροι πεζογράφοι, χαρισματικοί αφηγητές και χειροτέχνες της γραφής, με ιδιοσυγκρασιακές αντιλήψεις για την τέχνη και τη φόρμα, απασχολούν συχνά τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Σήμερα, πλέον, οι σχεδόν συνομήλικοι στην ωριμότητά τους, έχουν οροθετήσει καθένας τον δικό του λογοτεχνικό «χώρο», που καμιά φορά εφάπτεται ή και ταυτίζεται με τους χώρους των άλλων… Πάντως, παραμένουν, εν πολλοίς, συνοδοιπόροι, όχι βέβαια, «στα μεγάλα μπουλβάρ του Οσμάν», αλλά περιπλανώμενοι περιπατητές, αυτόπτες μάρτυρες και ωτακουστές, στα «πολύβουα παλιά σοκάκια που εξύμνησε ο Μποντλέρ και οι flâneurs μιας άλλης εποχής», όπως θα έλεγε ο ευπατρίδης νεοελληνιστής Σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμορ. Εκεί εξάλλου συχνάζουν: κάπου στη Φειδίου και Χαριλάου Τρικούπη οι Αριστηνός και Γουδέλης –ο πρώτος αφήνει τη σοφίτα στο Παγκράτι και κατηφορίζει πεζός να βρει τον δεύτερο, που μόλις έχει ανέβει από την Μαυροκορδάτου 9–· στα στενά των Εξαρχείων, Πλαπούτα και Καλλιδρομίου, ξημεροβραδιάζεται ο Μαραγκόπουλος,  και «άνθρωπος του πλήθους», χαμένος στους ρυθμούς και τον θόρυβο της πόλης, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, πίνει μαύρο καφέ στο μυθικό  «Καμπέθα ντελ Λόμπο», οραματιζόμενος τον επόμενο λαβύρινθο για τους φανατικούς αναγνώστες του.

Κειμενικοί λαβύρινθοι και αναγνωστικά σκραμπλ τα κείμενά τους, κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο ελληνικό τμήμα του λογοτεχνικού σύμπαντος, που άλλοι ονομάζουν Βιβλιοθήκη. Δύσκολα συχνά στην προσπέλαση τους, εκβιάζουν την αναγνωστική συμμετοχή με την προδήλως νεωτερική αφηγηματική ελλειπτικότητα, την εκτεταμένη διακειμενική διάχυση, ενώ η ζωντανή γλώσσα τους αντλεί από όλες τις περιόδους και όλα τα επίπεδα ύφους, υπηρετώντας τόσο τον πεζογραφικό, ενίοτε  δοκιμιακό, βηματισμό, όσο και τις χορευτικές ποιητικές εξάρσεις τους.

Παμφάγοι συγγραφείς, έπιασαν την πένα έχοντας πρώτα σβαρνίσει την παγκόσμια λογοτεχνία και συνεχίζουν ακούραστοι να καταναλώνουν αδηφάγα τη σύγχρονη παραγωγή. Η ζωγραφική και οι καλές τέχνες αρδεύουν τα έργα τους, η μουσική συνοδεύει τις αναγνώσεις τους, ο κινηματογράφος κάποτε παρέχει τα μέσα. Μυθοπλάστες και θεωρητικοί μαζί κινούνται για χρόνια με συνέπεια μακριά από τις παραδοσιακές νόρμες του κλασικού μυθιστορήματος, στην καμπύλη που διέγραψε περίπου ο ώριμος Μοντερνισμός, ενώ κάποιοι φλερτάρουν με τις μοντερνιστικές υπερβολές ή και τις ακρότητες της πρωτοπορίας. Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους, όλοι αντλούν από τη μεγάλη νερομάνα του Μοντερνισμού, του κινήματος που συντάραξε τις αρχές του 20ου  αιώνα με τα απόνερά του να συγκλονίζουν ακόμα τη λεγόμενη μεταμοντέρνα εποχή μας. Καθυστερημένοι επίγονοι; Μπορεί! Σίγουρα πάντως συγγραφείς  των αρχών του 21ου αιώνα και του τέλους του 20ου που ξεκίνησε με την Επιστολή του Λόρδου Τσάντος του Χόφμανσταλ και τους ετερώνυμους του Πεσσόα, σημαδεύτηκε από τα μεγαλειώδη επιτεύγματα του μοντερνισμού (Έρημη Χώρα και Οδυσσέα), τις καφκικές αλληγορίες και τις μπορχικές επαναναγνώσεις, γνώρισε την εκκωφαντική  σιωπή του Μπέκετ, αλλά και τη σύγχρονη ανακύκλωση του ύστερου μοντερνισμού ή μεταμοντερνισμού.

Μεγάλες και σημαίνουσες οι διαφορές όσο και οι ομοιότητες μεταξύ τους. Διαφορετικής ανάσας και μεγέθους αναπνοής συγγραφείς. Εραστής της μεγεθυμένης λεπτομέρειας ο σκοτεινός μινιμαλιστής Γουδέλης και της απόλυτης αφαίρεσης ο ακριβολόγος, διάφανος Κυριακίδης. Μετρίου πνευμονικού ανύσματος ο Αριστηνός, ο ασθματικός και συγκοπτόμενος λόγος του οποίου, προσεγγίζει κάποτε την έκταση του μυθιστορήματος, αν και συνήθως τα κείμενά του παραμένουν καταδικασμένα «στο ατελεύτητο». Στη μεγάλη περιπέτεια του πιο αδηφάγου και μακροβιότερου στις συνεχείς μεταμορφώσεις του λογοτεχνικού είδους της νέας εποχής, ανοίγει, τέλος, τα ευέξαπτα πανιά του ο Μαραγκόπουλος, αφού πρώτα έχει δημιουργήσει ανοικτές φυγόκεντρες συνθέσεις από ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη.

Μεταφραστής με την προσωπική σφραγίδα του σε κάθε βιβλίο που αναλαμβάνει να μεταφέρει στην ελληνική ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Βιβλία έχει μεταφράσει και ο  Γουδέλης. Επιμελητές λογοτεχνικών σειρών ο Αριστηνός, εκδότης και επιμελητής ο Μαραγκόπουλος. Κάποιοι διδάσκουν ή δίδαξαν λογοτεχνία, σενάριο ή δημιουργική γραφή. Κυριακίδης και Γουδέλης μικρομικάδες κινηματογραφιστές με αρκετές ταινίες στο ενεργητικό τους αλλά και εμφανείς τις επιδράσεις της κινηματογραφικής γλώσσας στην κειμενική επιφάνεια των έργων τους και στις τεχνικές τους.

Όλοι τους, μαζί με τη λογοτεχνική πένα, κρατούν σφιχτά στο χέρι και τη γραφίδα, νυστέρι ακριβείας του κριτικού. Ο Γουδέλης, συνεκδότης του Δέντρου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά, έχει γράψει μελέτες για σκηνοθέτες του κινηματογράφου και αρθρογραφεί για τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία (παλιότερα συστηματικά στη Παρασκευιάτικη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας), ενώ  σήμερα μας επισκέπτεται τακτικά στο διαδίκτυο.

Κινηματογραφικός και λογοτεχνικός κριτικός και ο Κυριακίδης, με τρεις ήδη  συγκεντρωτικές εκδόσεις άρθρων και μελετών, συνεχίζει να εμφανίζεται περιστασιακά και σήμερα, έχοντας οδηγήσει και τον κριτικό του λόγο στην απόλυτη αφαίρεση, όπως δείχνουν οι υποδειγματικοί «Βιβλιοστάτες» του στη Σαββατιάτικη Εφημερίδα των Συντακτών. Προς επίρρωση των ισχυρισμών μου, για τη σημασία των κριτικών παρεμβάσεών του, θυμίζω την ανυπέρβλητη ειδολογική μελέτη του («Τρία docrimentaries») στο επίμετρο των Παραδειγματικών φόνων του Μαξ Άουμπ (Άγρα, 2002), ή το πολεμικό, ως οφείλει κάθε μανιφέστο, «Ο Σαλλυμαρισμός δεν θα περάσει» (επίσης επίμετρο στο Ρεϊμόν Κενώ, Το απόκρυφο ημερολόγιο της Σάλλυ Μάρα, Opera, 1993), όπου θέτει, εν συνόψει, αλλά απερίφραστα, το θέμα του «Σαλλυμαρισμού» επί τάπητος και τον καθένα προ των ευθυνών του.

Από τις «δοκιμές ή τα γυμνάσματα» της Υπόθεσης Γλωσσαλγίας (Κέδρος, 1981), στα «οιονεί δοκίμια» των Τοξικών αποβλήτων (Κέδρος, 2011), δια μέσου των «διδακτικών αφηγημάτων» της ιδιόμορφης συλλογής με τον τίτλο Θανατόφιλα και ερωτοπαθή (Σμίλη, 1992), αλλά και της πιο «καθαρής» συναγωγής δοκιμίων που τιτλοφορείται Ακάθιστη Σκέψη (Δελφίνι, 1996) ο Αριστηνός κήρυξε από το μετερίζι της κριτικής και της θεωρίας έναν ανένδοτο αγώνα εναντίον κάθε είδους κατηγοριοποίησης στη λογοτεχνία, με κυριότερο στόχο των πυρών του τον «μανιχαϊσμό» των λογοτεχνικών ειδών.

Μελετητής του Τζόυς ο Μαραγκόπουλος, με δύο βιβλία-χάρτες πλοήγησης στον ωκεάνιο κόσμο του «πιο άξιου τέκνου της Ιρλανδίας»: το Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο (Κέδρος, 1997) και έναν Οδηγό Ανάγνωσης (τελευταία έκδοση Τόπος, 2010) του δύστροπου τζοϋσικού Οδυσσέα. Το κριτικό του έργο συμπληρώνουν οι μελέτες του για τους Διαφθορείς, Εραστές και Παραβάτες (Ελληνικά Γράμματα, 2005), μια νεωτερική χαρτογράφηση της συγγραφικής «παραβατικότητας» στη νεοελληνική πεζογραφία. Δίδυμος τόμος με την τολμηρή απόπειρα του Αριστηνού να αποτυπώσει έναν πρώτο νεωτερικό Κανόνα ή Αντικανόνα της ελληνικής πεζογραφίας στον τόμο Νάρκισσος και Ιανός (Μεσόγειος, 2009).

Ο Αριστηνός, στα οικεία λήμματα του παραπάνω βιβλίου, επισημαίνει τις πολύπλοκες αφηγηματικές δομές των πρώτων αρχειακών βιβλίων του Μαραγκόπουλου και σχολιάζει «τη μοντερνιστική εμμονή του τελευταίου στην παράδοση και τις ανθρωπιστικές αξίες», αλλού υπογραμμίζει τις «μπορχικής καταγωγής ειρωνικές νάρκες που οδηγούν στην καύση κάθε λογικής αιτιότητας και κάθε φαινόμενης πραγματικότητας» στο έργο του Αχιλλέα Κυριακίδη, ενώ σε πρόσφατη μελέτη του παρουσίασε το τελευταίο βιβλίο του Γουδέλη. Ο Κυριακίδης έχει επισημάνει την ατμόσφαιρα των πεζών του Γουδέλη «όπου πρυτανεύουν το υποδόριο μαύρο χιούμορ, η κωμικοτραγική ειρωνεία και, πάνω απ’ όλα, η ευφρόσυνα έντονη αίσθηση μιας στιλπνής γλώσσας», και σε άλλη ευκαιρία  του αφιερώνει ένα διήγημα. Ο Μαραγκόπουλος έχει μιλήσει για «μεταμοντέρνα ύβρη» στον Δολοφόνο (Ελληνικά Γράμματα, 2000) του Αριστηνού, αυτός εκδίδει στις εκδόσεις «Τόπος» που διευθύνει ο  πρώτος, και όλοι κατά καιρούς έχουν γράψει και γράφουν στο «Δέντρο» των Γουδέλη-Μαυρουδή. Ας τους δούμε έναν έναν:

 

***

Ι. «Παροξυστικός νατουραλισμός»

«Θέλω να γράφω χωρίς τελειωμό, χωρίς στίξη ούτε τύψη,

σε μια ατέρμονη και αχαλίνωτη φυγή,

 [..] θέλω να γράφω με το χέρι δεμένο στον καρπό του

με μια άσπρη γάζα που το ανακουφίζει

ίσως από τον ακρωτηριασμό του,

την αναπόφευκτη πτώση του,

τους αλύτρωτους πόνους…»

Γιώργος Αριστηνός

 

O ειδολογικά αποχρωματισμένος όρος «αφήγημα» ή «πεζό», εναλλακτικά συνοδευόμενος από τους όρους «νουβέλα» και «διήγημα», σπανιότερα δε από τον όρο «μυθιστόρημα», υποτιτλίζει τις μυθοπλαστικές αναζητήσεις  του Γιώργου Αριστηνού, για να χαρακτηρίσει μια σειρά από υβριδικά κείμενα που μαρτυρούν την ταξινομική αμηχανία της σύγχρονης θεωρίας. Κείμενα με τολμηρή θεματολογία (: τον Έρωτα ως παροξυσμική εμπειρία και τον Θάνατο ως απόλυτη αξία της ζωής), και φρενήρη ρυθμό, η υποτυπώδης μυθιστορηματική άρθρωση των οποίων ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, σε μια ρευστότητα αναπόφευκτη και απειλητική για το ίδιο το εγχείρημα.

Μια εφιαλτική νύχτα των ημερών μας, σε μια σοφίτα της σύγχρονης Αθήνας –που αντηχεί τον μολυσμένο αχό ενός ντοστογιεφσκικού υπογείου–, διαδραματίζεται το Flash στη νύχτα (Τόπος, 2012), το τελευταίο του βιβλίο. Θα χρειαστούν διακόσιες ολόκληρες σελίδες ακατάσχετης λογόρροιας για να καταφέρει ο μανιοκαταθλιπτικός –πλην προμηθεϊκά αλαζονικός– αφηγητής να διανύσει λίγα μέτρα: να συρθεί από «τη δερμάτινη, καπιτονέ πολυθρόνα, πίσω από το γραφείο με το αρθρωτό φωτιστικό και το γαλλο-ελληνικό λεξικό του Ηπίτη» στο κρεβάτι (όπου τον περιμένει η όχι και τόσο ανυποψίαστη νεαρή γυναίκα) για να «σκάσει, να πλαντάξει, και να θερίσει τη θηριωδία του». Ο σπειροειδής, ατέρμονος και επιθετικός, μονόλογος του Flash στη νύχτα, με τον εντελώς αναξιόπιστο και εξαιρετικά παρεμβατικό αφηγητή, κορυφώνει την πορεία που άρχισε ο συγγραφέας πειραματιζόμενος (από το 1982) με μεικτά πλην νόμιμα είδη. Σύνοψη των μέχρι τούδε κατακτήσεων της πένας του, συγκέντρωση σε ένα μόνο κείμενο όλων των εκλεκτικών συγγενειών, όλων των θεωρητικών αναζητήσεων, το βιβλίο κατορθώνει να συγκεράσει την παράδοση της μοντέρνας λογοτεχνίας του Κακού, με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Για «εφαρμοσμένη θεωρία», η οποία όμως διασώζεται από τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε παρόμοια εγχειρήματα, κάνει λόγο ο ξεχασμένος Δ. Αιγινήτης, γνωστότερος ως Μάριος Μαρκίδης, σε επιστολιμαία διατριβή του στις απέθαντες Σημειώσεις.

Οι «Σημειώσεις από τη σοφίτα» του παραδοξολόγου Αριστηνού, με την ατέλειωτη αυτή συνειρμική αλυσίδα που ξετυλίγεται και συχνά απλώνεται με τη μορφή «καταλόγου» θυμίζοντας ραμπελιανά «κατάστιχα», μπορούν να χωνέψουν στη μαύρη τρύπα τους τα πάντα, από τον πιο στριφνό λογοτεχνικό υπαινιγμό, μέχρι την πιο σκληρή πραγματικότητα: τον μυθοποιημένο Γ. Χειμωνά, «ancient» φίλο του αφηγητή, στη «χρεωκοπημένη σχολή» του οποίου έχει θητεύσει, «τα γραμμάτια, τις πιστωτικές κάρτες, τα μονοπώλια, τον μαλακοτριζατοπουτσωμένο χαφιέ της οικονομίας, τους τσάρους και τους ανθυπολοχαγούς των διεθνών ταμείων, τα μουσκέτα που σημαδεύουν τους μισθοσυντήρητους και τους συνταξιούχους, τα παπάρια των εφοριών, και τους τζογαδόρους του χρηματιστηρίου», ενώ από το βάθος του κάδρου αναδύεται ο Χάιντεγκερ και ο Σαπίρο, σκυμμένοι πάνω από «τις ξεπατωμένες μπότες του Βαν Γκογκ που σβάρνιζαν το χώμα φορεμένες από Μικρασιάτες πρόσφυγες» παρέα με τον «γενναίο από το Λιμποβίσι», έφιππο πάνω από τα «χυμένα σπλάχνα στα λιθόστρωτα της Τριπολιτσάς».

***

ΙΙ. «Φανταστικός ρεαλισμός»

 

«Κι από την άλλη, μήπως αυτό που λέμε “πραγματικότητα”,

δεν είναι παρά μια θεσπέσια οργανωμένη μυθοπλασία,

ένα δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένο όνειρο απ’ το οποίο

αλίμονό μας αν ξυπνήσουμε;

Να τι κάνει ο πολύς Μπόρχες.»

Αχιλλέας Κυριακίδης

 «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες μας δίδαξε να διαβάζουμε τα δοκίμιά του με δυσπιστία και τα διηγήματά του καθαροί και έτοιμοι να πλανηθούμε», σημείωνε ο πιο αγαπητός μαθητής του, ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας Κρίστιαν Γκρέινβιλ, και με αυτήν την προειδοποίηση νομίζω ότι πρέπει να σκύβει κανείς πάνω από τα κείμενά που χειροτεχνεί ο παιγνιώδης μινιατουρίστας της πεζογραφίας μας, Αχιλλέας Κυριακίδης. Η ειδολογική κατάταξη είναι συχνά αδύνατη. Ψευδοδοκίμια γειτνιάζουν με σοβαρά στις προθέσεις τους κριτικά κείμενα και οι ατόφιες μυθοπλαστικές αναζητήσεις του μολύνονται από δοκιμιακό λόγο. Όλα χαρακτηρίζονται από την ίδια λογοτεχνική και αφηγηματική δεξιοτεχνία στην οικονομία του κειμένου, κινούνται δε ως ειδολογικοί χαμαιλέοντες που υιοθετούν μορφές και τρόπους των κειμένων που μιμούνται ή καλούνται να σχολιάσουν. Στα ίχνη των Μπόρχες–Γκρέινβιλ, και επίτιμο μέλος του ελληνικού γενεαλογικού κλάδου των απογόνων του αρχετυπικού Πιέρ Μενάρ, ο Κυριακίδης θα συνεχίσει το έργο του Δασκάλου, «χαρίζοντας στο Πάνθεον της μυθοπλασίας μια ολόκληρη στρατιά φανταστικών συγγραφέων, αληθοφανών κριτικών και άπειρων αποσπασμάτων από έργα ανύπαρκτα».

Κατά έναν περιέργως διόλου περίεργο τρόπο, ο Κυριακίδης ήταν Μπορχικός πριν γνωρίσει τον Μπόρχες, καθώς, μεσούσης της δικτατορίας, ήδη το παράλογο και το παράδοξο είχε βρει τρόπους εισόδου στην πρώιμη πεζογραφία του. Ο ίδιος, εικάζω,  βρισκόταν ήδη σε μια πορεία αναζήτησης πειραματικών τρόπων για να ανιχνευθεί η ουσία της μυθοπλασίας σε όσο δυνατόν μικρότερο χώρο, όταν ήρθε σε επαφή, αρχικά ως μεταφραστής, για να καταστεί στην πορεία ο συνεπέστερος μιμητής του Αργεντινού στην Ελλάδα, επίτευγμα, το μέγεθος του οποίου, μπορούμε να αντιληφθούμε, μόνο αν σκεφτούμε ότι το ύφος του Μπόρχες είναι αμίμητο. Αφού λοιπόν μετέφρασε υποδειγματικά και υπομνημάτισε λεπτομερειακά, στη συνέχεια καταβρόχθισε το Μπορχεσιανό σύμπαν, αφομοιώνοντας τα πάντα και όλους, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του… Έκτοτε, στον ανεξάντλητο κατάλογο των εκλεκτικών συγγενειών του ας προσθέσω μόνο κάποιους από τους συγγραφείς που μετέφρασε: Ζορζ Περέκ, Αλφρέντ Ζαρί, Ρολάν Τοπόρ, Πατρίκ Μοντιανό, Ζαν Εσνόζ, Φίλιπ Ροθ, Άντριου Κρούμι, Κάρλος Φουέντες, Λουίς Σεπούλβεδα, Κάρλο Φραμπέτι. Από το 1973 ως σήμερα, το δικό του, κρυστάλλινα διάφανο κυριακίδειο στυλ, είναι αναγνωρίσιμο: λακωνικό ύφος και προσεκτικά επιλεγμένα ηχοχρώματα, ειρωνεία, παρωδία και αυτοπαρωδία, πυκνό υπόγειο διακειμενικό δίκτυο, χαρακτηρίζουν τις καλειδοσκοπικές μινιατούρες του, που παραμένουν ευφρόσυνα ανάλαφρες ακόμα και όταν η συγκίνηση περισσεύει.

Ανάμεσα στις μεταφυσικές ή και μεταμυθοπλασιακές διερωτήσεις του Κυριακίδη, που «μόνο πονοκέφαλο μπορούν να προκαλέσουν στο μυαλό του αναγνώστη», ξεχωρίζω το μεγάλο μυστήριο του Χρόνου και «την τρομερή μοναξιά του Οδυσσέα που τον διαπλέει» σε ένα σχεδόν εξ ορισμού ατέλειωτο πολύφθογγο και πανανθρώπινο «ταξίδι αυτογνωσίας». Από τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μαρκές στην ρομπγκριγιερική Επανάληψη ο κατάλογος των βιβλίων που αναμετρήθηκαν ηρωικά, στον «Κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια» με το αβυσσαλέο πρόβλημα του χρόνου είναι αναρίθμητος. Σε μια τέτοια λογική η μνήμη δεν αποτελεί παρά ελαστική εκδοχή του χρόνου που «εκτείνεται και αναδιπλώνει, διαγράφει και διορθώνει, ταξινομεί και ανακεφαλαιώνει», ενώ τα πειράματα τεμαχισμού του χρόνου, («η συμπύκνωσή του στον πονηρό κινηματογραφικό ενεστώτα, ή η τεχνητή –εκτός πάσης λογικής- επιμήκυνσή του»), αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.

Αυτό είναι και το δεσπόζον θέμα της τελευταίας του νουβέλας (360, εκδ. Πατάκης), μιας αριστοτεχνικής πολυπρισματικής και κυκλικά μουσικότροπης αφηγηματικής μινιατούρας. Ένα τροχαίο ατύχημα πυροδοτεί την έκρηξη του χρόνου και φέρνει επικίνδυνα κοντά τις καθημερινές διαδρομές αλλά και τις τροχιές της ζωής των ηρώων. «Δυναμικές συμπτώσεις» και «δαιμονικές συγκυρίες» στήνουν αντικριστούς καθρέπτες. Προσωπικές, παράλληλες ιστορίες τέμνονται και διασταυρώνονται. Η μουσική, ως η κατ’ εξοχήν τέχνη του χρόνου, αποτελεί το μελωδικό χαλί πάνω στο οποίο ο Κυριακίδης συνθέτει τον δικό του συναισθητικό κέντρωνα: φλερτάροντας με το μελόδραμα και αναπαράγοντας συμβάσεις του νουάρ, το 360 βρίθει από μουσικές, κινηματογραφικές, εικαστικές και λογοτεχνικές αναφορές.

Με ισχυρές προσδέσεις και αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, τα κείμενα του Κυριακίδη, παραμένουν, όπως εξάλλου και τα πρώτα του βιβλία, «πολιτικά» με έναν ουσιαστικό τρόπο. «Τι θα ήταν η Ιστορία χωρίς τη δύναμη του μυθιστορήματος;» αναρωτιέται η επιγραφή της προτελευταίας νουβέλας του με τον τίτλο Κωμωδία (Πόλις, 2010) η οποία συμπυκνώνει στην πληθυντική αίσθηση του τρισυπόστατου ήρωά της, τη σκοτεινή («σαν νύχτα που σωριαζόταν πάνω τους βαρύτερη από στίχο νομπελίστα που σωπαίνει») ελληνική κωμωδία των τελευταίων σαράντα ετών σε 50 μόνο σελίδες. Ποιος ο λόγος να γράψεις ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα όταν μπορείς να γράψεις την περίληψή του, θα έλεγε ο Μπόρχες.

 

***

ΙΙΙ «Ποιητικός ρεαλισμός»

«Η αληθινή παρτίδα παίζεται κάτω από το τραπέζι,

στα νευρικά πόδια των ανέκφραστων σκακιστών»

Τάσος Γουδέλης

Στις εσωτερικές ψυχογραφίες του Τάσου Γουδέλη «κρίσιμο είναι το τίποτε σε απειλητική μεγέθυνση». «Το μηδαμινό που παίρνει ανυπέρβλητες διαστάσεις», έρμαιο κάθε λεπτού κραδασμού στην ατμόσφαιρα για τους υπερευερέθιστους αφηγητές του, που άλλοτε υπνωτισμένοι συνεχίζουν στον ξύπνιο τους τα ίδια βήματα, άλλοτε προσανατολίζονται στο χώρο με τους ήχους, βλέποντας, σωματικά, με κάθε ανοιχτό πόρο, όπως ακριβώς νιώθουν οι τυφλοί. «Πιάνεσαι από κάτι ασήμαντο στην αρχή που το μεγεθύνεις σιγά σιγά», μας ψιθυρίζει κάποιος, καθότι, με την ισχύ αξιώματος «είναι αδύνατο να μην επιφυλάσσει τίποτε μια ρωγμή του τοίχου»!

Ρωγμές στους τοίχους, λοιπόν, και ίχνη από λεκέδες σε τραπεζομάντηλα, παραμορφωμένες σκιές, διαθλάσεις και ανταύγειες σε θολωμένα τζάμια, είδωλα σε σπασμένους καθρέπτες, αποτυπώματα σε ποτήρια, αντανακλάσεις σε στιλπνές επιφάνειες και διαλυμένα περιγράμματα ανοίγουν δρόμους στο άρρητο που αποπειράται να ρηματοποιήσει ο λόγος του Γουδέλη, ακόμα και όταν τα στόματα ανοιγοκλείνουν χωρίς ήχο.

Διαρκείς η αμφιβολία και η αβεβαιότητα, το καφκικό ενδεχόμενο «να έχεις καταδικαστεί χωρίς Δίκη» πάντα υποβόσκει, και ο φόβος είναι πιο πραγματικός και από τις σκιές στους τοίχους. Παροδικές αμνησίες, και προυστικές υπερμνησίες, συναισθητικά αμαλγάματα ήχων και μυρωδιών (το σαπούνι στα χέρια του μεγάλου αδελφού, η πατρική ανάσα πάνω από το παιδί) εντείνουν την υπερένταση του αφηγητή, και οι ταχυκαρδίες που τον ταλανίζουν εναλλάσσονται με καταστάσεις νάρκης σε θαλάμους νοσοκομείων ή παιδικά δωμάτια. Άγχος να σηκώσεις το τηλέφωνο, μήπως σου απαντήσει ο εαυτός σου, τα πατώματα γίνονται διάφανα και οι τοίχοι ρευστοί, βλέμματα πάνω από ώμους,  «μάτια που βλέπουν τον εαυτό τους να κοιτούν», και ξαφνικά, «πίσω από τις κουρτίνες», βρίσκεις «επιτέλους κάτι ενδιαφέρον: βλέπεις τους απέναντι να σε κοιτούν»…  Ποιος παρακολουθεί ποιον;        Το εδώ και το εκεί, το  μέσα και το έξω, η συνείδηση και το άλλο μέρος της σε διαρκή, αέναη αντιμεταχώρηση: «Αρκεί να γυρίσεις πλευρό στον ύπνο σου», για να βρεθείς στην άλλη μεριά.

Αλλού αντηχεί η γοτθική πατίνα του Πόε και αλλού προβάλουν απειλητικές οι μανσέτες του «λεπιδοπτερολόγου της αγωνίας» Νίκου Καχτίτση, εδώ ένας ελεεινός Ιάγος, εκεί ένας Μίστερ Χάιντ, παρεκεί το «σφραγισμένο χαμόγελο» του Ουγκό ή οι οπτασίες του Λωτρεαμόν, Ντοστογιεφσκικά κακέκτυπα και καρικατούρες «μιλερικού εμποράκου», και ξαφνικά κάπου φυτρώνει μια σκάλα από τον «Δαυίδ Κόπερφιλντ». Αλλού το διήγημα, αφήγημα, κείμενο, τέλος πάντων, συνεχίζει τις σκέψεις ενός κινηματογραφικού ήρωα, άλλοτε αντηχεί σαν μακρινή ηχώ του Πιραντέλο, του Κάφκα ή του Καμύ, αλλού μιμείται τον υπαινικτικό αφαιρετικό λόγο του Ρέημοντ Κάρβερ, αλλού προεκτείνει το έργο του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ και αλλού αφήνεται στην τύχη του, άστικτο, να αγκομαχά. Φακός, κάμερα, πλάνο, ενσταντανέ, εικόνα, σκηνικό, εικαστικότητα, λήψη, λάιτ μότιφ… η ορολογία των αφηγηματικών παρεκβάσεων.

Αν οι μικρές ιστορίες του Γουδέλη δομημένες γύρω από σύντομες «στιγμές» διαστολής του βιώματος και παγώματος του χρόνου, παλινδρομώντας διαρκώς ανάμεσα σε αυτό που έχει περίγραμμα και στην απόλυτη διάχυση, αποτελούν ένα ψυχόδραμα της ανθρώπινης κωμωδίας σε συνέχειες, τότε, αναμφίβολα, «επαρχιακό μελόδραμα» με «πάχνη ρομάντζου», «φανταστική νουβέλα» ή «ταινία της σειράς», «ψυχόδραμα τύπου Στρίνπεργκ» και «τσεχοφική γδαρμένη σέπια» –που θα ζήλευαν ο Μπόρχες και οι Μπουενδίας–, αποτελεί  ταυτόχρονα το μοναδικό ως τώρα μυθιστόρημά του: Οικογενειακές Ιστορίες (Κέδρος 2006). Στον ασυνάρτητο μεσοπόλεμο, ένας φόνος σφραγίζει την εσωτερική μικροϊστορία μιας οικογενειακής σάγκας, την ώρα που δίπλα, περνά καμαρωτή η βίαιη μεγάλη της αδελφή, η Ιστορία, σαρώνοντας τα πάντα.

 

***

IV. «Κυβιστικός ρεαλισμός»

 

«Διηγούμαι ψέματα, για να πω αλήθειες»

Άρης Μαραγκόπουλος

Και από την μικρή ή την πολύ μικρή φόρμα σε ένα μυθιστόρημα ποταμό. Ο Άρης Μαραγκόπουλος εισέρχεται στη λογοτεχνία με οδηγό την εσωτερικότητα του Ζιντ και τον Μπάρναμπουθ του Λαρμπό, λοξοκοιτώντας τον ημερολογιακό Σεφέρη του Έξι Νύκτες στην Ακρόπολη και το παλίμψηστο Αρχείον του Πεντζίκη, αναμειγνύοντας ημερολογιακές εγγραφές, επιστολικό λόγο, ποίηση και δοκίμιο. Στο τελευταίο του βιβλίο (συνεπικουρούμενος από τη δέσποζουσα –στην άτυπη τριλογία που προηγήθηκε– περσόνα του Βενιαμίν Σανιδόπουλου), χτίζει σαν «κυβιστικό» παζλ, ένα βαθιά πολιτικό «μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ»: ο έρωτας της Μπέτι και του ναυτεργάτη Τόνι Αμπατιέλου αφορμή για μια οδυνηρή κατάδυση στην εμφύλια βαρβαρότητα της μεταπολεμικής μας ιστορίας στο φυγόκεντρο και ανοικτό Χαστουκόδεντρο (εκδ. Τόπος 2012). Με την Ιστορία και την Πολιτική –πάντα, υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα–, στον σκληρό πυρήνα αλλά και στο φόντο της αφήγησής του, ο Μαραγκόπουλος –συντονισμένος απόλυτα με την εποχή μας– επιστρέφει στο παρελθόν, αντιγράφει, παραθέτει, επεμβαίνει, εμπλουτίζει ή παραχαράσσει τις πηγές του, κινείται ελεύθερα, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ τεκμηρίου και μυθοπλασίας και αναστοχάζεται τις δυνατότητες και τα όρια της γλώσσας του. Στοιχεία της λογοτεχνικής (αυτο)βιογραφίας μπολιάζουν το δοκίμιο, ο ιστοριογραφικός λόγος συνδυάζεται με το πολιτικό ρεπορτάζ και διανθίζεται με λυρικές εξάρσεις, διαρκώς υπονομεύοντας τις αναγνωστικές αναμονές και καταστρατηγώντας τις διαχωριστικές γραμμές των λογοτεχνικών ειδών. Που εδράζεται η αλήθεια; Στη μυθοπλασία ή στο ντοκουμέντο; Και πώς εντάσσεται το Χαστουκόδεντρο στην ειδολογική εξέλιξη του «μυθιστορήματος- ντοκιμαντέρ»:  από τη «Νέα Δημοσιογραφία» στον Τρούμαν Καπότε και το αμερικάνικο «non fiction», και από εκεί στη βορειοευρωπαϊκή πολιτικοποιημένη μεν –πλην «μηχανικά νατουραλιστική»– εκδοχή του, μέχρι το θρυλικό Ζ του Βασιλικού και τη σύγχρονη εκδοχή της «λογοτεχνίας τεκμηρίων» στα καθ’ ημάς;

Όπως και να έχουν τα πράγματα, το Χαστουκόδεντρο καταφέρνει να συμφιλιώσει την παραδοσιακή μυθιστορηματική απόλαυση με νεωτερικές και μετανεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές,  αποτελεί δε, μια συγκλονιστική μυθιστορηματική απάντηση στη βία της Ιστορίας, ακριβώς την ώρα που όλα γύρω μας καταρρέουν και η βαριά σκιά Της είναι διάχυτη παντού, πανταχού παρούσα στη λογοτεχνία και κυρίως στο μυθιστόρημα, το οποίο πορεύεται στον δυστοπικά ανατέλλοντα 21ο αιώνα διαρκώς συνομιλώντας μαζί Της. Αναρωτιέμαι μήπως η εικαστική «παγίδα αυτοαναφορικότητας» στη γνωστή λιθογραφία του Έσσερ (“Χέρια που σχεδιάζουν [το ένα το άλλο]”, 1948”), θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναπαριστά και τη σχέση Λογοτεχνίας και Ιστορίας: χέρι-χέρι γράφουν και «γράφονται» η μία (από) την άλλη.

 

***

 

Αρκεί ως εδώ! Νομίζω ότι έχουμε πάρει όλοι μια μικρή ιδέα, αν και θα μπορούσα να συνεχίσω γυροφέρνοντας το θέμα της αποψινής βραδιάς, σχολιάζοντας τις περίπλοκες τροχιές και διασταυρώσεις των τεσσάρων, εντός και εκτός του λογοτεχνικού πεδίου. Είναι ωστόσο προτιμότερο να δώσω τον λόγο στους ίδιους τους συγγραφείς και μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματικούς ομιλητές. Μικρόφωνο λοιπόν στους τέσσερεις (4), τουλάχιστον, αν μετρώ καλά, καλεσμένους της βραδιάς… γιατί η πραγματικότητα, η ρεαλιστική πραγματικότητα –ή, τέλος πάντων, ό,τι ονομάζουμε έτσι, για να μπορέσουμε να πορευτούμε στη δυσκίνητη καθημερινότητά μας–  είναι συχνά απατηλή, αφού δίπλα μου, μαζί μας, «διαθέσιμοι» απέναντί σας, εκτός από τις τέσσερεις (4) σωματικές υποστάσεις τους, είναι παρούσες και οι πολυάριθμες, εκτοπλασματικές, ψευδώνυμες περσόνες τους, ο ακτιβιστής Βενιαμίν Σανιδόπουλος, ο σνομπ ελληνιστής αλλά και υπομανιακός της γραφής Σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμορ ή ο πνιγμένος στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ Φερντινάντ, ο επίδοξος συγγραφέας και αυτοκρατορικός ταχυδρόμος Λι Χσιεν, ο πατέρας του φιλμ-νουάρ  Φρεντ Μπάρτον –για να μην αναφέρω τον πρώτο μεταμοντέρνο Έλληνα συγγραφέα Στράτο Τραγανό–, και πολλοί άλλοι, ων ουκ έστι αριθμός.

Είναι αυτονόητη η συγνώμη εκ μέρους μου για τη μακροσκελή, ανοικονόμητη εισαγωγή μου. Δίνω τον λόγο στον πρώτο ομιλητή, αφού πρέπει από κάπου να αρχίσουμε για να πιάσουμε την άκρη του νήματος…

Α! και κάτι τελευταίο: ας έχουμε επικουρικά στο νου μας τη θρυλική ρήση του Γκρέινβιλ, την αυθεντία του οποίου επικαλέστηκα ήδη παραπάνω: «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί ο συγγραφέας σωπαίνει!» Ας τους δώσουμε, λοιπόν, σήμερα την ευκαιρία  να μιλήσουν και μετά ας σωπάσουν, να κάνουμε και εμείς τη δουλειά μας στον παλίμψηστο Λαβύρινθο της λογοτεχνίας όπου οι συγγραφικές φωνές τους «συγχέονται, συντήκονται, αλληλοϋποβλέπονται ή αλληλοπεριχωρούνται»…

 

 

 

 

Υ.Γ. Κείμενο προφορικής ανακοίνωσης που διαβάστηκε στις 18/2/2014 στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο “Αναγνώστης” στο Μέγαρο Μουσικής και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus. O γράφων –τότε ομιλών– χρησιμοποίησε  παλιότερα κείμενα και σημειώσεις του, καθώς και –κατόπιν σχετικής ενυπόγραφης αδείας–- ελεύθερα παραθέματα από βιβλία και κείμενα των τεσσάρων προσκεκλημένων, οι σχολαστικές βιβλιογραφικές παραπομπές των οποίων και η οφειλόμενη φιλολογική αντιπαραβολή  με τα πρωτότυπα αναβάλλονται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑνθρωπογεωγραφία 2
Επόμενο άρθροΑπό τα τετράδια του Βιετνάμ (7)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ