Φίλιππος Φιλίππου.
Ο Κώστας Καλφόπουλος (Πειραιάς, 1956), είναι ίσως ο σημαντικότερος έλληνας συγγραφέας νουάρ μυθιστορημάτων, όπου νουάρ με την πραγματική, την κλασική έννοια, δεν είναι το αστυνομικό, αλλά κάτι το διαφορετικό, αυτό που παραπέμπει στις ασπρόμαυρες ταινίες νουάρ με τη τζαζ μουσική και τα σκοτεινά χρώματα. Το νουάρ αφήγημα, μυθιστόρημα η διήγημα, δεν είναι σταυρόλεξο, βασικά δεν έχει αστυνομικούς, δεν έχει ένα έγκλημα πού δεν ξέρουμε ποιος το έκανε και πρέπει να εξιχνιαστεί. Το νουάρ είναι η ασθματική αφήγηση της ζωής του ήρωα, ο οποίος ξοδεύει τις στιγμές του στη μοναξιά, βιώνοντας την ερωτική απογοήτευση, την υπαρξιακή απόγνωση κι ενίοτε την προδοσία. Στο δοκίμιό του Φλίππερ ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί στοιχεία μυθοπλασίας, δεν περιγράφει δραματικά επεισόδια από τη ζωή του αφηγητή ήρωά του. Απλώς μιλάει για τα φλίπερ, τα περίεργα δραχμοφάγα και νομισματοφάγα μηχανάκια που κάποτε, τοποθετημένα σε καφενεία, μπιλιαρδάδικα, αίθουσες ψυχαγωγίας και άλλους χώρους στην Ελλάδα και αλλού, πρόσφεραν χαρά σ’ εκείνους που τα τροφοδοτούσαν με νομίσματα. Πριν από τον ίδιο, μας λέει ο Καλφόπουλος, με το θέμα ασχολήθηκαν κάποιοι σπουδαίοι συγγραφείς, ο Πέτερ Χάντκε, ο Χαρούκι Μουρακάμι, αλλά κι οι δικοί μας Μένης Κουμανταρέας και Νίκος Νικολαΐδης. Στην ουσία, το Φλίππερ είναι ένα κείμενο εξομολογητικό και εμπεριέχει την αισθηματική ιστορία του αφηγητή με μια γυναίκα, η οποία αναφέρεται συνεχώς ως «εκείνη που την είδε να παίζει εκεί», γυναίκα που γνώρισε στη Γερμανία κι έπαιζε μαζί της φλίππερ.
Αφού στον πρόλογό του θυμίζει πως πρωτόπαιξε φλίππερ το 1974, όταν σε ηλικία 18 ετών πήγε στη Γερμανία για σπουδές, όπου σύχναζε σε αίθουσες που διέθεταν φλίππερ (σταθμούς τρένων, φοιτητικές εστίες, καφενεία, λαϊκά εστιατόρια), ο συγγραφέας, αρχίζει την εξομολόγησή του, αφηγούμενος τη δράση του ήρωά του: «Με σκοπό ν’ αρχίσει επιτέλους να γράφει ένα δοκίμιο για το φλίππερ, που το σχεδίαζε από καιρό, ξαναδιάβασε το δοκίμιο για το Τζουκ-μποξ του Πέτερ Χάντκε…» Και παρακάτω λέει: «Με το “Δοκίμιο για το φλίππερ” σκόπευε να ξεκαθαρίσει τη σημασία του πράγματος αυτού κατά τις διάφορες φάσεις της ζωής του, τώρα που από καιρό δεν ήταν πια νέος».
Στη συνέχεια, ο αφηγητής μιλάει για την σταδιακή εξαφάνιση των φλίππερ και θυμάται, ρίχνοντας μπηχτές εναντίον ενός πρωθυπουργού που εξομοίωσε τα φλίππερ με τα «φρουτάκια» και τα κατάργησε ή μάλλον τα απαγόρευσε, για τα στέκια, όπου υπήρχαν εκείνα τα «εκμαυλιστικά» μηχανάκια: Πλατεία Βικτωρίας, Πατησίων, Βαλτετσίου, Χαλκοκονδύλη, Ακαδημίας, Μεσολογγίου, Αγίου Κωνσταντίνου, Βουλιαγμένης, αλλά και στη Γλυφάδα, όπου παραθέριζε με τους γονείς του. Έχοντας στο μυαλό του τους χώρους αναψυχής με τα ποδοσφαιράκια και τα φλίππερ, θυμάται και τις ταινίες, όπου τα είχε εντοπίσει η ματιά του, ανάμεσά τους Η συμμορία των Σικελών του Ανρί Βερνέιγ και το Ριφιφί του Ζιλ Ντασέν.
Σιγά σιγά, ο αφηγητής καταλαβαίνει ότι γράφοντας για το φλίππερ και σταματώντας στη Γερμανία, όπου γνώρισε εκείνη την μη κατονομαζόμενη γυναίκα (είναι άραγε η Jeanette της αφιέρωσης;), δηλώνει ουσιαστικά την αδυναμία του να ταξιδέψει ξανά και να εντοπίσει τα παλιά μηχανήματα που κατά τη γνώμη του ανήκαν στην ποπ κουλτούρα. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου μας πληροφορεί πως τα ίχνη εκείνης είχαν χαθεί αρκετά χρόνια πριν, ωστόσο αυτός δεν την ξεχνάει, αφού έχει φυλάξει όλα της τα γράμματα, τις κάρτες και τα τηλεγραφήματα, από τον καιρό που ήταν μαζί αλλά και αργότερα. Δεν έχει, όμως καμιά φωτογραφία της, λέει, μα δεν μας εξηγεί το γιατί.
Σε κάθε περίπτωση, τούτο το υψηλής ποιότητας κείμενο του Κώστα Καλφόπουλου, που πήρε την τελική του μορφή το καλοκαίρι του 2016, είναι μια περιπλάνηση στον κόσμο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας –το δείχνουν οι αναφορές στους γονείς του. Και για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις λέξεις, το βιβλίο δεν είναι απλώς η έκφραση αγάπης για τα φλίππερ: είναι η εξιδανίκευση μια γυναικείας μορφής που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.
info: Kώστας Θ. Καλφόπουλος, Φλίππερ, Εκδόσεις Greek Infographics, 2016, σελ. 72, τιμή 7,42 ευρώ