του Αντώνη Παπαρίζου(*)
Στο βιβλίο της Άννας Λυδάκη τίθεται ένα από τα πιο επίκαιρα ζητήματα, όχι μόνον των κοινωνικών επιστημών, αλλά και των επιστημών γενικότερα. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, έγινε αποδεκτό ότι, τόσο οι επιστήμες του ανθρώπου όσο και της φύσης αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με ένα συγκεκριμένο «επιστημονικό παράδειγμα», το οποίο αλλάζει, ριζικά μάλιστα, κατά την πορεία των επιστημών και την ιστορία των κοινωνιών. Το «επιστημονικό παράδειγμα» αποτελεί ένα σύστημα μεθόδων και βασικών γνώσεων, μια σειρά υποθέσεων, επιχειρημάτων και απαντήσεων, που είναι αποδεκτές σε γενικές γραμμές από την πλειονότητα των επιστημόνων των διαφόρων κλάδων. Με βάση το εκάστοτε «επιστημονικό παράδειγμα» οι επιστήμονες επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα και τα ζητήματα που τίθενται, τόσο τα παλαιά όσο και τα πιο πρόσφατα.
Τα «επιστημονικά παραδείγματα» οικοδομούνται με κόπο και με πολλές επιστημονικές συζητήσεις, αλλά αμφισβητούνται και μεταβάλλονται όταν φθάνουν στα όριά τους και δεν επαρκούν στην επίλυση των προβλημάτων, γεγονός που συμβαίνει και τώρα. Το κομβικό αυτό ζήτημα της ισχύος και της μεταβολής του «επιστημονικού παραδείγματος» μελετά στην εργασία της η καθηγήτρια Λυδάκη, και το εγχείρημά της ακολουθεί μία από τις πιο συνεπείς και ολοκληρωμένες διαδικασίες επιστημονικής συζήτησης, διότι επεκτείνεται όχι μόνον στα πεδία των κοινωνικών επιστημών, αλλά και της τέχνης.
Τα βασικά ζητήματα μεθόδου που θέτει η συγγραφέας είναι τα ακόλουθα: Τι προτείνει ο θετικισμός ως μέθοδος; Με ποιον τρόπο εφαρμόζεται ο θετικισμός στην εθνογραφική έρευνα; Πώς μπορούν η κατανόηση και η ερμηνεία να καθίστανται τρόποι επιστημονικής προσέγγισης; Πώς συντελείται το πέρασμα από την εμπειρία στην θεωρία; Γιατί ο αναστοχασμός –η στροφή προς τον εαυτό μας- αποτελεί πλέον τον ριζικό τρόπο προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας; Πώς φθάσαμε στην αναγκαιότητα της κατανόησης και τη χρήση της συναισθηματικής νοημοσύνης και της ενσυναίσθησης όταν μελετούμε κοινωνικές ομάδες;
Τα ζητήματα αυτά, που εξακολουθούν να απασχολούν την επιστημονική κοινότητα, παρατίθενται στο βιβλίο της Λυδάκη τεκμηριωμένα με αναφορές στους επιστήμονες που πρώτοι τα έφεραν στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας.
Η μεθοδολογική πρόταση της συγγραφέως αναδεικνύει την αξία της συμμετοχικής παρατήρησης και του αναστοχασμού, όπως και των ποιοτικών μεθόδων γενικότερα. Αναδεικνύει, επίσης, και την άμεση εμπλοκή του ερευνητή με το αντικείμενο της έρευνάς του, που στην περίπτωση των κοινωνικών επιστημών είναι υποκείμενο με το οποίο αναπτύσσονται ιδιαίτερες σχέσεις. Η πλήρης αποστασιοποίηση του ερευνητή είναι αδύνατη γι’ αυτό και στο βιβλίο προτείνονται και τα μέτρα που οφείλει να λαμβάνει ο ερευνητής, γνωρίζοντας ότι ενδέχεται να προβάλει στο αντικείμενό του και στην ερμηνεία του τις δικές του αντιλήψεις και το δικό του αξιακό σύστημα.
Η Λυδάκη, όχι μόνον υπενθυμίζει, αλλά αιτιολογεί την ένζωη μορφή του “αντι-κειμένου” των κοινωνικών επιστημόνων, αλλά και των επιστημών γενικότερα. Το αντικείμενο δεν αντικειμενοποιείται ποτέ στατικά και ψυχρά, όπως και ο παρατηρητής, άλλωστε. Η σχέση τους μέσω της επιστημονικής έρευνας, της αναζήτησης, δηλαδή, των αιτίων και της κατανόησης των νοημάτων, είναι δυναμική, βαθύτατα ανθρώπινη, και οφείλει να διέπεται από τη γνώση ότι ο κόσμος φέρει εξίσου “φωνή”, και συνεπώς, ζωή, όπως και ο άνθρωπος.
Στα επόμενα μέρη του ογκώδους πραγματικά αυτού βιβλίου έχουμε όλα τα δυνατά παραδείγματα της εφαρμογής των ποιοτικών μεθόδων και του «επιστημονικού παραδείγματος» που προτείνει με επιτυχία η συγγραφέας: Ο άνθρωπος υπάρχει εντός του περιβάλλοντός του. έτσι, όλα τα πεδία των κοινωνικών επιστημών, του λόγου και του μύθου, όπως και των τεχνών, παρουσιάζονται με συγκεκριμένες μελέτες.
Το βλέμμα του εθνολόγου και η ανανέωση της εθνογραφίας είναι το πρώτο μέλημα της συγγραφέως. Οι μορφές του γραπτού λόγου και του μύθου γίνονται ένα ιδιαίτερο αξιολογότατο πεδίο έρευνας, με συγκεκριμένα παραδείγματα σε κεφάλαια, όπως τα «Γράμματα από την Αμερική», «Η νοσταλγία» στο έργο του Παπαδιαμάντη», «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου στην Θράκη», όπως παρουσιάζονται από τον Βιζυηνό. Ακόμη «Η γυναίκα στα παραμύθια του λαού μας», αποτελεί ένα άλλο σημαντικό αντικείμενο μελέτης, όπως και το λαϊκό τραγούδι· όλα υπόκεινται στο βλέμμα της συγγραφέως, η οποία αναζητά τα βαθύτερα νοήματά τους.
Η φαινομενολογία του χώρου και ο κινηματογράφος αποτελούν ένα άλλο προνομιακό πεδίο έρευνας της Άννας Λυδάκη. Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου τα μη ανθρώπινα ζώα, μέσα από τον μύθο και την επιστήμη, ορθώνονται ως ένα εντελώς ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας με τις δικές του απαιτήσεις.
Το επιστημονικό αυτό έργο της συγγραφέως είναι βέβαιο ότι θα ξαφνιάσει πολλαπλά τον αναγνώστη τόσο με την επιστημονική του δύναμη, ακρίβεια και εγκυρότητα όσο και με την επινοητικότητα και την ανάδειξη μοναδικών πεδίων έρευνας. Η παράθεση παραδειγμάτων και μελετών σχετικών με τα θέματα που θίγονται το εμπλουτίζουν, καθώς με απλό και κατανοητό τρόπο αναλύονται δράσεις και ερμηνεύονται νοήματα που φανερώνουν την αναγκαιότητα μιας συνολικής ματιάς πάνω στα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα αποτελέσει βασική επιστημονική αναφορά σε βάθος χρόνου.
info: Άννα Λυδάκη, Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα, Παπαζήση, Αθήνα, 2016, 621 σελ
(*) Ο Παπαρίζος Αντώνης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο