Ανέβηκα Θεσσαλονίκη…

0
267

 

 

Του Μένου Δελιοντζάκη.

Ανέβηκα Θεσσαλονίκη, όπως κάθε χρόνο Νοέμβρη μήνα, με αφορμή το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, διπλή καθιερωμένη επίσκεψη με αυτή του Μαρτίου, στην πόλη που με άντρωσε.  Ίδιος στόχος, ίδια αφορμή. Να περπατήσω στους δρόμους που πέρασα τα εφηβικά και φοιτητικά μου χρόνια. Αφορμή, να συναντήσω φίλους και γνωστούς, πρόσωπα αναγκαία για ένα ταξίδι στο παρελθόν.

 

Ανέβηκα Θεσσαλονίκη, με την προσμονή, να ξαναδώ εκείνη την “ουράνια” μορφή στην είσοδο του Ντορέ. Δίπλα του τα δυο επιβλητικά μπουλντόγκ των γηραιών ιδιοκτητών. Να καθίσω στο αντικρινό τραπέζι, να τον ξαναδώ να απολαμβάνει το γάλα του, παρέα με όμορφες φερέλπιδες νεαρές ηθοποιούς. Να ξαναμπώ στο Σαντέ, τον Μανδραγόρα, το Αχίλλειον, το Ματζέστικ.

 

Ανέβηκα Θεσσαλονίκη, με την ανάγκη να κατέβω ξανά τα σκαλιά του Ριβολί. Όπως τότε, που νεαρός φοιτητής, μοναχικός επισκέπτης, πρωτομπήκα στη υγρή του αίθουσα. Γαλλική ταινία. Ιταλότροπος τίτλος. Οι καραμπινιέροι. Ενεός θεατής, σένα κόσμο άγνωστο, μακρινό, δυσπρόσιτο. Όμως μαγευτικό. Σε αυτή την αίθουσα, κάτω από τη γη, συνάντησα το κόσμο του Μπέργκμαν, του Φασμπίντερ, του Τρυφώ, του Ταρκόφσκι, του Μπρεσόν, του Γιάντσο. Αιτία, να κατέβω Αθήνα.

 

Ανέβηκα Θεσσαλονίκη, να ξαπλώσω πάλι στο ακούρευτο γρασίδι του πάρκου της παραλίας. Εκεί κοντά στο Μακεδονία Παλλάς. Αγόρια και κορίτσια της παρέας των ύστερων εφηβικών χρόνων. Να αισθανθώ πάλι τα πρώτα χάδια, να ξανανιώσω τα πρώτα αγγίγματα, να ξανακούσω τους πρώτους ερωτικούς υπαινιγμούς.

 

Δεν μπήκα στο Ντορέ. Δεν βρήκα το Σαντέ. Δεν υπάρχει ο Μανδραγόρας. Δεν αναγνώρισα το Αχίλλειον και το Ματζέστικ. Αντί αυτών, φεστιβαλικά πάρτι στο Πασταφλώρα, ποτά στο Μπαλκάν και το Μπαζάρ. Τσίπουρα στο Λεπέν, τον Ερμή, τα Λαδάδικα.

 

Δεν βρήκα φιλόξενη πόρτα, να κατέβω τα κρύα σκαλιά του Ριβολί. Ανέβηκα Θεσσαλονίκη και κλείστηκα όπως κάθε Νοέμβρη, στις αίθουσες της Αποθήκης Β, κάθισα στα αναπαυτικά καθίσματα του Τορνέ και του Κασσαβέτη. Ξαναμπήκα στο ιστορικό Ολύμπιον. Στριμώχτηκα στα άβολα καθίσματα του Ζάννα.

 

Δεν μπόρεσα, να ψάξω, να ξαναβρώ το πάρκο της παραλίας, τη φωλιά της μαθητικής παρέας. Αδιάβατη, περιφραγμένη όπως ήταν, εν όψη της νέας ανακατασκευής, γεμάτη σκαπτικά μηχανήματα, υλικά οικοδομών και θορυβόδεις εργάτες.

 

Θα ανέβω Θεσσαλονίκη πάλι του χρόνου, με την ελπίδα τούτη τη φορά, να αποδράσω από τις σκοτεινές αίθουσες του λιμανιού και να συναντήσω το Νίκο, τη Μαρία, τον Σταύρο, τον άλλο Νίκο, τη Χριστίνα, τη Μάρθα και τα άλλα παιδιά, στα μέρη που πρωτοσυναντηθήκαμε. Γιατί κάθε φορά που μπαίνω σε μια αίθουσα για προβολή, αναζητώ μάταια ένα βλέμμα τους. Μέχρι να σβήσουν τα φώτα, να μπω στο κόσμο για τον οποίο απαρνήθηκα αυτά που τώρα αναζητώ.

Προηγούμενο άρθροΣτην οδό της ανάγνωσης
Επόμενο άρθροΒλέποντας διαγώνια τη ζωή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ