της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Η πειρατεία στα νερά της Σομαλίας του ελληνικού τάνκερ όπου εργάζεται ο πατέρας της Χαρούλας- μαζί του ταξιδεύουν η μητέρα και ο μικρός αδελφός-, την αναγκάζει να ζήσει με συγγενείς και φίλους μέχρι να απελευθερωθούν οι δικοί της.
Η ιστορία της Χαρούλας περιέχει όλα όσα περιμένουμε από τους χαρακτήρες ενός νεανικού βιβλίου: τις ψυχικές μεταπτώσεις και τις αμφιβολίες, τη δυσκολία της προσαρμογής, τις σχέσεις ανάμεσα στις γενιές, τις αγωνίες και την ελπίδα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην καθημερινότητα της ηρωίδας παρεμβάλλονται διάφορα θέματα, επίκαιρα και μη. Η πειρατεία των πλοίων στις ακτές της Αφρικής, για παράδειγμα, ενώ αποτελεί το φόντο του μυθιστορήματος, το τοποθετεί στο χρόνο- στις μέρες μας-, αναφέρεται και σ’ ένα σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα. Όπως επίσης η αναφορά στους δεσμούς φιλίας που αναπτύσσονται στην κοινότητα των ναυτικών, η οποία παρόλο που έχει περιοριστεί σημαντικά, μας φέρνει πίσω στη ναυτική παράδοση της Ελλάδας.
Εκείνο όμως που με απασχόλησε ιδιαίτερα στο καινούριο μυθιστόρημα της Ελένης Σαραντίτη, δεν ήταν το θέμα και η ιστορία της ηρωίδας καθαυτή. Διαβάζοντάς το κατάλαβα ποιο είναι το συστατικό που κάνει ένα κείμενο επί της ουσίας λογοτεχνικό: Η γλώσσα και το βάθος των αισθημάτων που δημιουργεί στον αναγνώστη. Είναι η γλώσσα εκείνη που κάνει τα κοινά και τετριμμένα να πλουτίζουν τις αισθήσεις. Και μέσω της γλώσσας η λογοτεχνία επεκτείνει την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη και την καλλιεργεί.
Η γλώσσα στην οποία γράφει η Σαραντίτη είναι μεστή. Και διαθέτει ακόμα ένα χαρακτηριστικό που την κάνει να ξεχωρίζει: πετυχαίνει να συνταιριάξει και να δέσει αρμονικά την καθομιλουμένη με τη γλώσσα που μιλούσαν παλιά, είτε οι ηλικιωμένοι είτε εκείνοι που δεν έχουν χάσει ακόμα τις επαρχιακές καταβολές τους. Κι έχει το ταλέντο η συγγραφέας ώστε, αυτό το δεύτερο, να μη ξενίζει ως επιτηδευμένο και παλιομοδίτικο, ως στυλ δηλαδή, αλλά να δημιουργεί στον αναγνώστη παραστάσεις από άλλες εποχές και να εμπλουτίζει τις σημερινές. Το εξηγώ: υπάρχει μια τάση, μια κρυμμένη ιδεολογία, όπου ο συγγραφέας θέλοντας να προσδώσει σοβαρότητα και κύρος στο πόνημά του χρησιμοποιεί και παρεμβάλλει κατά κόρον παλιές φωνές αναπολώντας κατά κάποιον τρόπο μια εποχή παρωχημένη- αλλά οπωσδήποτε (!) καλύτερη από την τωρινή- κάτι σαν δήθεν γλωσσική επιστροφή στις ρίζες. Λες και αυτές οι παλιές φωνές έχουν τη δύναμη να δώσουν a priori στο μυθιστόρημα μεγαλύτερη αξία από το εάν ήταν γραμμένο στην πεζή γλώσσα στην οποία γράφονται τα περισσότερα μυθιστορήματα τα τελευταία χρόνια.
Στη Χαρούλα… υπάρχει γλωσσική ποικιλία. Οι ήρωες της Σαραντίτη μιλούν και σκέφτονται σε πολλές γλώσσες: στη γλώσσα των ηλικιωμένων, στη γλώσσα της παιδικής ηλικίας και των ακουσμάτων που διατηρήθηκαν στη μνήμη, στη γλώσσα της εφηβείας και της ωριμότητας, στην καθημερινή γλώσσα του σήμερα, στη γλώσσα των ποιητών και των εικόνων που μεταφέρει.
Γι’ αυτούς κυρίως τους λόγους πρέπει να διαβαστεί Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς. Επειδή μας επιστρέφει σε μια παιδεία, όπως θα έπρεπε να είναι, υποστηρίζοντας τη γλωσσική καλλιέργεια που έχει εξοβελιστεί από παντού!
INFO:
Ελένη Σαραντίτη
Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς
Εκδ. Πατάκη