της Βενετίας Αποστολίδου
Το σημερινό σημείωμα εκκινεί από μια διαπίστωση που με προβληματίζει έντονα τα τελευταία δυο τρία χρόνια. Στις συζητήσεις μας για την ανάγνωση και τη γραφή, τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας, τη φιλαναγνωσία και τη δημιουργική γραφή, λείπει η προσοχή στη σημασία των κειμενικών ειδών. Εννοώ πως δεν είναι ευρέως κατανοητός ο σημαντικός ρόλος που τα κειμενικά και λογοτεχνικά είδη παίζουν στον τρόπο που νοηματοδοτούμε τα κείμενα που διαβάζουμε αλλά και στον τρόπο που δομούμε τα κείμενα που γράφουμε. Βεβαίως, στον ευρύτερο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας υπάρχουν οι σχετικές ειδολογικές θεωρίες (τεράστια η συμβολή του Μιχαήλ Μπαχτίν) και διδάσκονται στις Φιλοσοφικές Σχολές. Βεβαίως, στις Σπουδές Γραμματισμού συγκαταλέγεται η Σχολή της Αυστραλίας που ανέπτυξε μια παιδαγωγική του γραμματισμού με βάση τα κειμενικά είδη. Ωστόσο τι από αυτά έχει περάσει στην καθημερινή πρακτική μας αλλά και, κυρίως, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ανάγνωση και τη γραφή; Στην εποχή μας παρατηρείται αύξηση της παραγωγής κειμένων στο διαδίκτυο και λέγεται συχνά ότι εμφανίζονται νέα, υβριδικά και πολυτροπικά κειμενικά είδη. Ταυτόχρονα, η έξαρση των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής συμβάλλει στη συγγραφική «απελευθέρωση» πολλών ανθρώπων και στην ανάλογη παραγωγή λογοτεχνικών κυρίως κειμένων. Πόσο ειδολογικά συνειδητή είναι αυτή η συγγραφική παραγωγή; Τέλος, η δημιουργική γραφή έχει εισαχθεί ως δραστηριότητα στο μάθημα της λογοτεχνίας του Γυμνασίου. Τι είδους κείμενα ζητείται από τους μαθητές να γράψουν;
Νομίζω ότι επικρατεί μια γενικευμένη σύγχυση γύρω από τα κειμενικά και λογοτεχνικά είδη, μια σύγχυση που δυσκολεύει τόσο την εξαγωγή νοήματος από τα κείμενα που διαβάζουμε και επομένως και την αξιολόγησή τους, όσο και τη συγγραφή αποτελεσματικών, επικοινωνιακά, κειμένων. Σήμερα θα αρκεστώ σε διαπιστώσεις που προκύπτουν από δημοσιεύματα αλλά και από την εμπειρία μου από την εκπαιδευτική πράξη.
Το καλοκαίρι του 2016 η εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε αφιέρωμα με θέμα «Φάκελος μυθιστόρημα» σε επιμέλεια της Λαμπρινής Κουζέλη. Εκεί διαβάσαμε ότι πολλοί νέοι συγγραφείς πιστεύουν ότι η μικρή φόρμα είναι καλύτερη γιατί απαιτεί πύκνωση της αφήγησης και επομένως είναι κοντύτερα στην ποίηση, υπονοώντας ότι η ποίηση είναι η ύψιστη τέχνη του λόγου. Ακόμη, ότι τα χειρόγραφα που φτάνουν στα γραφεία των εκδοτικών οίκων ανήκουν, σε μεγάλο ποσοστό, σε ένα είδος ποιητικίζουσας πρόζας (κάτι μεταξύ διηγήματος και ποίησης) το οποίο έχει ελάχιστες πιθανότητες να παράγει αισθητικό αποτέλεσμα. ΄Εχω περιπλανηθεί αρκετές φορές σε διάφορες ιστοσελίδες όπου αναρτώνται κείμενα δημιουργικής γραφής. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω τα κείμενα που βρίσκω εκεί, τα οποία δεν είναι διηγήματα, δεν είναι ημερολόγια, δεν είναι αυτοβιογραφίες, δεν είναι ποιήματα. Όσο και να δικαιολογείται ο πειραματισμός, πόσο μακριά μπορεί να πάει κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με τη γραφή αυτός ο ειδολογικός πολτός;
Στο ίδιο αφιέρωμα του Βήματος κατατέθηκε από μια εκπαιδευτικό η άποψη ότι στα μάτια των μαθητών που διδάσκονται σε όλα τα σχολικά τους χρόνια αποσπάσματα από πεζά κείμενα, το διήγημα και το απόσπασμα από μυθιστόρημα δεν έχει καμιά διαφορά. Μπορώ να το επιβεβαιώσω κι εγώ. Οι φοιτητές μου δεν έχουν απασχοληθεί ποτέ με τη διάκριση μεταξύ διηγήματος, νουβέλας και μυθιστορήματος και η αμηχανία τους φτάνει στον εξωφρενικό βαθμό να ονομάζουν την πεζογραφία «λογοτεχνία» ενώ μόνο στην ποίηση μπορούν να αποδώσουν κάποια χαρακτηριστικά για προφανείς λόγους. Όλα τα υπόλοιπα κείμενα είναι μια αδιαφοροποίητη μάζα πεζού λόγου.
Αν πάμε στην παιδική λογοτεχνία και στο παιδικό βιβλίο, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Τα παιδιά τείνουν να χαρακτηρίζουν όλες τις αφηγήσεις και όλα τα βιβλία τους «παραμύθια» και κανένας ενήλικας, γονιός ή εκπαιδευτικός δεν φροντίζει να τους δείξει την ποικιλία των διαφορετικών αφηγήσεων: η Σταχτοπούτα, ο Ηρακλής και ο Μικρός Νικόλας δεν είναι όλα «παραμύθια»! Η «εικονογράφηση» θεωρείται, λανθασμένα, κριτήριο ειδολογικών διακρίσεων αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο σημείωμα.
Τέλος, αν πάμε στο σχολείο θα βρούμε εκεί ένα κειμενικό είδος που δεινοπαθεί: την περίληψη. Ζητούμε από τα παιδιά να κάνουν περίληψη των πάντων χωρίς να τα βοηθούμε να κατανοήσουν ότι η περίληψη είναι ένα σύνθετο είδος που παίρνει πολλές μορφές ανάλογα με το είδος του αρχικού κειμένου. Δεν τα βοηθάμε να κατανοήσουν, επιπλέον, ότι η περίληψη δεν γράφεται μόνον στο σχολείο ως εργασία αλλά είναι ένα είδος κειμένου χρήσιμο στην ίδια τη ζωή, σε πολλές δραστηριότητες και επαγγέλματα. Ταυτόχρονα, ονομάζουμε «περίληψη» πολλά είδη κειμένων που δεν είναι περιλήψεις, όπως την παρουσίαση μυθιστορήματος ή κινηματογραφικής ταινίας ή τα οπισθόφυλλα των βιβλίων.
Θα τελειώσω με τη διαπίστωση μιας απουσίας που κυριολεκτικά με καίει: την απουσία της διδασκαλίας του μυθιστορήματος από την εκπαίδευσή μας. Ένα κορυφαίο είδος το οποίο, ενώ διαβάζεται πολύ στην κοινωνία δεν έχει εκτιμηθεί αρκετά η μορφωτική του αξία, η τεράστια συμβολή του στην προώθηση του γραμματισμού. Όταν δεν γνωρίζεις στοιχειωδώς τα χαρακτηριστικά του είδους, την παράδοσή του, δεν μπορείς να εκτιμήσεις και την αξία συγκεκριμένων συγγραφέων και έργων διότι η αξία του καθενός προκύπτει και από τις διαφοροποιήσεις, μικρές ή μεγάλες, που επέφερε στην εξέλιξη του είδους. Δεν είναι τυχαίο που ακούμε συχνά, ακόμη και από συστηματικούς αναγνώστες, «τα ξένα μυθιστορήματα είναι καλύτερα». Όλα τα παραπάνω είναι νομίζω επαρκείς λόγοι για να αποφασίσουμε, στο Εργαστήριο για τη Μελέτη της Ανάγνωσης και της Γραφής στην Εκπαίδευση και στην Κοινωνία, να οργανώσουμε ένα θερινό σχολείο το επόμενο καλοκαίρι για τα κειμενικά και λογοτεχνικά είδη.
Συμφωνώ απολύτως με την Βενετία Αποστολίδου. Θα προσέθετα την πονηρία της “ευκολίας”, επιτεινόμενη από τον ιντερνετικό τάχα μου μεταμοντέρνο λόγο.
M.Moδινός
Να προσθέσω πως οι πεζο-γραφικοί πειραματισμοί δεν ακολουθούν κάποια πρόσφατη μόδα. Θα ήταν ενδιαφέρον αν μας σημειώνατε το “Η γυναίκα της Ζάκυθος” σε ποιο λογοτεχνικό είδος κατατάσσεται. (Επιπλέον, σημασία δεν έχει μόνο πώς γράφει κανείς, αλλά και τι γράφει…)
Πολύ ορθές και εποικοδομητικές οι απόψεις της κ. Β. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ.Αναφέρεται στο Μυθιστόρημα.
Γιατί, μήπως υπάρχει διδασκαλία για το διήγημα ή το ποίημα;;; Μακάρι να ευοδωθεί η πρότασή της.
Αλλά ποιός ακούει αυτά που προτείνονται; Και ποιός θα θέλει να ενεργοποιηθεί περισσότερο στη διδασκαλία;;