Αμπαλάζ (χριστουγεννιάτικο 14, της Μαριαλένας Σεμιτέκολου)

0
721

 

Μαριαλένα Σεμιτέκολου(*)

Χθες βράδυ σου τηλεφωνούσα, αλλά δεν το σήκωνες. Ήθελα να σε πάρω κι από τη δουλειά, αλλά δεν πρόλαβα. Το διάλειμμά μου είναι μόλις είκοσι λεπτά, κι είχα να κάνω ένα σωρό δουλειές.  Έπλυνα λίγο τα χέρια μου, τσίμπησα κάτι, και βγήκα έξω στο παρκινγκ για ένα τσιγάρο. Γι’ αυτό σκέφτηκα να σ’ τα γράψω. Τώρα είμαι στο λεωφορείο και σε λίγο κατεβαίνω, κι αν δεν τα προλάβω όλα, θα συνεχίσω από το σπίτι.

Με πήραν εποχιακή. Οι μόνιμες δίπλα μου με κοιτούν υποτιμητικά ή σα να με λυπούνται. Και μου λένε ότι έρχομαι κάθε μέρα για ψίχουλα κι ότι δεν αξίζει. Εμένα όμως μου αρέσει η δουλειά μου, παρόλο που ξέρω ότι δε θα κρατήσει για πολύ και ότι τα λεφτά δε θα φτάσουν ούτε για “ζήτω!”. Προς το παρόν τυλίγω δώρα. Αργότερα θα βοηθήσω στην αποθήκη ή στα ράφια – δε μ’ έχουν ενημερώσει ακόμα.

Για την ώρα είμαι εκεί που θέλω να είμαι. Στο αμπαλάζ. Αυτή είναι η θέση μου. Το αμπαλάζ είναι μια δουλειά που απαιτεί ακρίβεια, επιδεξιότητα και γρηγοράδα. Το αμπαλάζ είναι μια δουλειά μαγική. Τοποθετείς το προϊόν μπροστά σου, αφήνεις τα χέρια σου να το διατρέξουν, σκουπίζεις τη σκόνη του σα να το χαϊδεύεις, κι εξακριβώνεις τα λεία και τα τραχιά του σημεία, τυχόν σκισίματα, συνδετήρες ή εξογκώματα. Ύστερα, καθορίζεις τη μπροστινή από την πίσω του πλευρά, ζυγίζεις με τα μάτια σου το μέγεθος, το σχήμα και το βάρος του, και αποφασίζεις τη συσκευασία που του πρέπει. Βάζεις, ας πούμε, το χαρτί κάτω, το προϊόν από πάνω και στο κέντρο του, και ξεκινάς. Το τυλίγεις στενά, γύρω-γύρω, αριστερά και δεξιά κι είναι σα να το σκεπάζεις σφικτά με κουβέρτα ελαφριά και ζεστή, το σφραγίζεις με το σελοτέιπ και το κλείνεις κι είναι σα να το κρύβεις σε φωλιά απόμερη και σκοτεινή. Το φασκιώνεις και το ησυχάζεις, το ηρεμείς σε μια κατάσταση ασφαλούς οικειότητας, το προστατεύεις από μικροτραυματισμούς και αντανακλαστικές εκδορές. Και μετά του περνάς την κορδέλα. Του φτιάχνεις φιόγκους σγουρούς και περίτεχνους. Το στολίζεις. Το κάνεις αγνώριστο. Καταλαβαίνεις; Το αμπαλάζ είναι μια δουλειά μαγική: εσύ του δίνεις αντικείμενα και εκείνο σου επιστρέφει δώρα. Κι όσο πιο μικρό είναι το αντικείμενο τόσο πιο μεγαλόψυχα θα του φερθεί το αμπαλάζ. Όσο πιο ασήμαντο τόσο πιο εντυπωσιακά. Όσο πιο μονότονο τόσο πιο γοητευτικά. Αυτή είναι η μαγεία. Αυτό είναι το στοίχημα:  μαμάδες και μπαμπάδες, γιαγιάδες και παππούδες, θείοι και νονές μού παραδίδουν αντικείμενα κι εγώ τα μεταμορφώνω και τους τα γυρίζω πίσω σε δώρα. Ούτε κι οι ίδιοι δε φαίνεται να τα αναγνωρίζουν καθώς τα χώνουν στη σακούλα, φεύγοντας. Καταλαβαίνεις;

Εγώ κι άλλες τρεις καθόμαστε πίσω από τα ταμεία, στη σειρά, ανεβασμένες πάνω σε κάτι που μοιάζει με βάθρο. Πίσω μας είναι κάτι ηχεία που παίζουν χριστουγεννιάτικα σε διάφορες γλώσσες. Έχω μάθει απέξω τα αγγλικά και μιμούμαι τέλεια τα ισπανικά. Σε λίγο θα τραγουδάω από μέσα μου και κάτι γερμανικά.   Μπροστά μας έχουν στήσει έναν μακρύ πάγκο με όλα τα χρειαζούμενα. Κόλλες περιτυλίγματος με το λογότυπο του μαγαζιού, κορδέλες, σελοτέιπ, συρραπτικό, κοπίδι και ψαλίδι. Η καθεμιά έχει τα δικά της και καλό είναι να τα προσέχει, γιατί την προηγούμενη Δευτέρα που το συρραπτικό μου είχε πέσει κάτω και δεν το είχα καταλάβει και ζήτησα από τη Στέλλα δίπλα μου το δικό της για λίγο, εκείνη αρνήθηκε και κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και μου είπε “Ελένη, δεν πάει έτσι…Δε γίνεται να δουλέψω έτσι! Η καθεμιά τα δικά της, σε παρακαλώ!” κι εγώ χρησιμοποίησα σελοτέιπ, μου πήρε περισσότερη ώρα κι ο πελάτης μπροστά μου άρχισε να ξεφυσάει και να με κοιτάζει κατάματα κι ανέβασε τον γιο του στους ώμους του, λέγοντας “Τώρα γιε μου…φεύγουμε, κάνε λίγο υπομονή!” και μ’ έπιασε ταχυπαλμία. Οπότε κι εγώ τα προσέχω πλέον αυτά που μου χρειάζονται κι όταν βγαίνω για διάλειμμα τα κρύβω σ’ ένα συρτάρι. Στο συρτάρι αφήνω και τον σκούφο μου. Φοράμε όλες έναν σκούφο αγιοβασιλιάτικο, που μπροστά στην άσπρη του φάσα έχει κάτι λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Καλό είναι, μου είπανε, να φοράμε και λίγο κραγιόν, λίγο ρουζ, τέτοια. Επειδή ο σκούφος δεν ταιριάζει με ένα χλωμό πρόσωπο από κάτω. Ίσως μου το είπαν επειδή την πρώτη μέρα πήγα πολύ βιαστικά και γεμάτη ανυπομονησία και δεν πρόλαβα να βαφτώ. Τώρα φοράω καθημερινά εκείνο το κόκκινο κραγιόν που φορούσα την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Απλώς σήμερα έχουν σκάσει τα χείλια μου, επειδή έξω έχει παγωνιά ενώ μέσα έχει αέρα ζεστό, ξέρεις, του κλιματιστικού. Και τώρα τα χείλια μου τσούζουν και το κραγιόν από πάνω τους τα ξεραίνει και τα κάνει να μοιάζουν σκληρά και χωμάτινα. Έτσι έχει γίνει και με τα χέρια μου. Είναι σα να τους έχω φορέσει γάντια φτιαγμένα από μια διάφανη και ξεραμένη μεμβράνη. Κάθε βράδυ που γυρίζω, τους βάζω κρέμα και τα τρίβω πολύ προσεκτικά, αλλά μετά τη δουλειά τα νιώθω πάντα γρατζουνισμένα και αφυδατωμένα, σα να τα ‘χω περάσει με γυαλόχαρτο. Η Όλγα, η μεγαλύτερη από τις τέσσερις μας στο αμπαλάζ και η πιο χαρωπή, με μαλώνει κάθε μέρα για τα χέρια μου. Όχι για το δέρμα τους. Για τα νύχια. Επειδή είναι, λέει, άβαφα και τα πετσάκια γύρω τους φαγωμένα και “δεν είναι εικόνα αυτή για μια νέα κοπέλα της ηλικίας μου, που τυλίγει δώρα, περίοδο γιορτών, σε μαγαζί με παιχνίδια”. Μάλλον έχει δίκιο. Τι να πω; Αν προλάβω θα περάσω από κανέναν Χόντο να διαλέξω ένα μανό, κόκκινο και γιορτινό.

Τέλος πάντων. Μη σε πρήζω μ’ αυτά. Δεν είναι εκεί το θέμα μας. Το θέμα μας είναι αυτό το όνειρο που είδα προχθές τη νύχτα κι ότι έχει κολλήσει το μυαλό μου εκεί. Άκου λοιπόν. Ήταν, λέει, σκοτεινά και ζεστά, και σα να κοιμόμουν και ξύπνησα απότομα, και δε μπορούσα να καταλάβω πού ήμουν. Ησυχία πυκνή κι εγώ δεν ήμουν στο κρεβάτι, ούτε κι έβλεπα καμιά πόρτα γύρω μου. Σα να ‘μουν, ας πούμε, μέσα σε κάποιο κουτί. Ένιωθα τα τοιχώματά του να με περιστοιχίζουν τέλεια. Κι άρχισα σιγά σιγά ν’ ακούω τη φωνή σου, κάπου απέξω, υπόκωφα, στην αρχή σαν από άλλο δωμάτιο και μετά όλο και πιο κοντά, δίπλα μου. Και μάλλον δεν ήσουν μόνος γιατί ακουγόσουν σα να περιγράφεις κάτι σε κάποιαν κι εκείνη γέλαγε και γέλαγε. Εγώ δεν έβλεπα, μόνο άκουγα. Και κατάλαβα ότι περιέγραφες με λεπτομέρεια ένα κουτί, το χαρτί του περιτυλίγματός του και τις κορδέλες, τις δεμένες γύρω του. Κι ύστερα άρχισε μια τρικυμία και κατάλαβα ότι πήρες το κουτί στα χέρια σου, και μέσα ήμουν εγώ, κι ετοιμαζόσουν να με κάνεις δώρο σ’ εκείνη που γέλαγε και γέλαγε. Και μ’ έπιασε πανικός μεγάλος, επειδή άκουγα να ξελύνονται οι κορδέλες και να σκίζεται το περιτύλιγμα, και να ξύνεται το σελοτέιπ του κουτιού, και συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν. Καταλαβαίνεις; Είχε φτάσει η ώρα μου και το χέρι αυτηνής που γέλαγε και γέλαγε θα χωνόταν στο κουτί και θα με τράβαγε έξω. Κι εκεί ξύπνησα και πετάχτηκα λαχανιασμένη. Και το θέμα είναι πως αυτός ο πανικός που σου λέω δεν ήταν από φόβο, ότι και καλά με πιάσατε στα πράσα. Όχι. Ήταν από ντροπή. Ντράπηκα, λέει, γιατί είχα αυτή την αίσθηση ότι μόλις με τραβήξει από το κουτί, το γέλιο της θα συνεχιστεί και θα δυναμώνει κι ότι θ’ αρχίσεις κι εσύ να γελάς μαζί της. Δυνατά και υποτιμητικά. Καταλαβαίνεις;

Κι έχει κολλήσει το μυαλό μου εκεί. Κι όλο αναρωτιέμαι τί θέλει να μου πει αυτό το όνειρο. Επειδή λένε ότι στα όνειρα όλα είναι αντίστροφα ή αντίθετα από την πραγματικότητα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Σκέφτομαι, λοιπόν, να πάρω τα ψίχουλα που θα μου δώσουν για μισθό και να βγάλω ένα εισιτήριο με το τρένο και να έρθω να σε βρω. Να σου χτυπήσω το κουδούνι κι εσύ να ανοίξεις. Και να μην είναι καμία άλλη στο σπίτι σου. Και να τα κάνουμε όλα αντίστροφα: εγώ να έρθω σκέτη, προϊόν χωρίς αμπαλάζ, κι εσύ να με βάλεις στο κουτί, να με τυλίξεις με μια κόλλα κόκκινη και γιορτινή και να με δέσεις με χρυσούς φιόγκους και να με αφήσεις κάτω από το δέντρο και να περιμένουμε να δούμε τί θα γίνει μετά. Στο υπόσχομαι ότι δε θα βγάλω τσιμουδιά. Επειδή θα είναι ζεστά και ξεκούραστα. Θα περιμένω ήσυχη. Επειδή θα με έχεις κάνει δώρο. Εσύ. Καταλαβαίνεις;

Σκέψου το. Και απάντησε μου επιτέλους. Σε παρακαλώ. Κοντεύει μήνας. Απάντησέ μου εγκαίρως γιατί αν τελειώσουν οι γιορτές δε θα έχει νόημα όλο αυτό. Αν τελειώσουν οι γιορτές δε θα ‘χει νόημα το αμπαλάζ.  Καταλαβαίνεις;

 

(*) Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου γεννήθηκε το 1973 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Είναι Δρ Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως ψυχολόγος. Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο με τίτλο “Οι Κυριακές, το καλοκαίρι”.

Προηγούμενο άρθροΣτο ζερό (χριστουγεννιάτικο 13, της Βίκης Κοσμοπουλου
Επόμενο άρθροΤρολ (χριστουγεννιάτικο 15,του Νίκου Ξένιου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ