Αλχημιστικά πειράματα μυθοπλασίας και γραφής (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

0
374

       

       της Ειρήνης Σταματοπούλου. 

«Τις περισσότερες φορές νιώθω πως μια ακατανόητη δύναμη καθοδηγεί το γράψιμό μου. Το γράψιμο αλλά και τις ίδιες τις ιστορίες. Και ενώ στην αρχή υπάρχει στο κεφάλι μου μια νεφελώδης εικόνα για τα πρόσωπα και τα περιστατικά, ξαφνικά, αυτά τα πρόσωπα σαν να ζωντανεύουν και μου καθορίζουν άλλα περιστατικά και άλλη δράση. Α, είναι ωραίο συναίσθημα αυτό που αναβλύζει από το γράψιμο. Όταν είσαι στις μέρες σου, νιώθεις έφηβος, σαν να πετάς πάνω από τα σύννεφα. Μιλάς με τους ήρωές σου, ζωγραφίζεις με τα πιο έντονα χρώματα τους πιο πολλούς από αυτούς. Και κάποιους άλλους τους τοποθετείς σε σκοτεινό σημείο, απλά τους καταγράφεις και περιμένεις αργότερα να διαδραματίσουν κι αυτοί το ρόλο τους στην ιστορία. Κι αυτονομούνται αυτές οι άψυχες φαντασιακές καρικατούρες. Αυτονομούνται και, ενώ εσύ έχεις άλλα στο μυαλό σου, αυτές σου επιλέγουν τις λέξεις, τις προτάσεις, τις εικόνες».

Με αυτές τις φράσεις εκφράζει αρχικά ο Τάκης Γεράρδης τον αναστοχασμό του ενδο-μυθοπλαστικού προσωπείου του,  τις παλινδρομήσεις του σχετικά με τη διαδικασία της γραφής. Εντυπώσεις και παλινδρομήσεις που εντείνονται, όταν πέφτουν στα χέρια του κάποια αντίτυπα ενός βιβλίου που δεν πρόκειται να αναζητήσει ποτέ κανείς, και μπαίνει στον πειρασμό να εντάξει την ιστορία τους στο κείμενό του και να τη συγχωνεύσει με τη δική του, βλέποντάς το ως άσκηση, όπως μας λέει, ή ως φάρσα.

Η γραφή είναι μια απάτη, μοιάζει να υπαινίσσεται έτσι ο συγγραφέας, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη. Η ίδια η ζωή είναι μια απάτη, συνεχίζει για να υποστηρίξει, που δεν μας ανταμείβει παρά μόνο με την υπόσχεση πως μπορεί να έχουμε ένα μερίδιο στην ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση που σχετίζεται ενδο-διηγητικά με την εμψύχωση της ύλης όπως την επιχείρησαν οι παλιοί αλχημιστές, και αναπαράγεται στο επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσω της διαπλοκής αληθινών και φαντασιακών χαρακτήρων από μελάνι.

Ο συγγραφέας ρίχνει λοιπόν στο καμίνι του τις σημειώσεις του μαζί με το μυθιστόρημα «Η εποχή των χαμαιλεόντων» του Αλέξη Θεοφάνους, και πλέκει την αφήγησή του γύρω από την ιστορία ενός ζευγαριού, της Ολυμπίας και του Λούτσιο, μέσα από μια σειρά δολοφονίες σε Παλέρμο, Νεβάδα και Αθήνα που θα αποκαλύψουν τη δράση διεθνών κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας.

Η Ολυμπία είναι μια νέα κοπέλα ελληνικής καταγωγής, που η οικογένειά της κατά τη δικτατορία, όταν εκείνη ήταν περίπου 12 ετών, είχε μεταναστεύσει στον Καναδά. Είναι ειδική στο να διακρίνει τα αυθεντικά έργα τέχνης από τα αντίγραφα, και βρίσκεται με τη μητέρα της στη Σύρο, σε ένα ταξίδι νοσταλγικών διακοπών στα πάτρια εδάφη, στο πλαίσιο μιας προσωπικής της μελέτης σε αρχαιότητες που σχετίζονται με κάποια χαμένα αλχημιστικά χειρόγραφα.

Κατά την αναζήτηση κάποιων εγγράφων του 1600 σχετικά με τις ευρωπαϊκές μεταναστεύσεις των Εβραίων σε Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη μετά τους ισπανικούς διωγμούς, περιπλέκεται κάποιος Ααρών Μπερούθιο, Εβραίος της Θεσσαλονίκης που μόνασε στη Σύρο, ο Βέρνερ Μπέρλτσχοφ, γνωστός στους κύκλους των συλλεκτών ως ο αδίστακτος Γερμανός, όπως και η οργάνωση Signum Dei, το μακρύ χέρι του Βατικανού και η αθέατη ματιά στις δραστηριότητες των ιερωμένων.

Σε αυτή την περιπέτεια, η Ολυμπία έχει βασικό σύμμαχο και συνεργάτη τον Λούτσιο, με τον οποίο έχει προηγηθεί ένα διαδικτυακό φλερτ. Ο Λούτσιο δουλεύει για την Ίντερπολ, και προσπαθεί να αξιοποιήσει όλα τα παράξενα μυστικά της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης προκειμένου να καταλάβει την αγαπημένη του.

Αυτή η μυστική θεοσοφία, περνάει μέσα από τον Αριστοτέλη και τον Πυθαγόρα, και φτάνει μέχρι τη θεωρία για τη χρυσή τομή, τη χρυσή σπείρα, τον Ντα Βίντσι και τον αποκρυφισμό. Ο Γεράρδης μας θυμίζει πως οι Πυθαγόριοι ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα μαθηματικών που θα μπορούσε να κατασκευαστεί εκεί όπου τα γεωμετρικά στοιχεία αντιστοιχούσαν σε αριθμούς και οι ακέραιοι λόγοι ήταν τα μόνα απαραίτητα στοιχεία για την καθιέρωση ενός πλήρους συστήματος λογικής και αλήθειας. Ήταν οι πρώτοι θεμελιωτές του αριθμητικού μυστικισμού, και το κύριο απόφθεγμα της λατρείας τους ήταν «Ο Θεός είναι αριθμός».

Το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας ήδη από το πρώτο μέρος του βιβλίου του είναι το κατά πόσον ο άνθρωπος που παλεύει με θεολογικά ερωτήματα εμπλέκεται με το συνολικό αίνιγμα του ανθρώπινου πεπρωμένου. Ο διάλογος περί θρησκείας, πίστης και σκεπτικισμού στρεφόταν πάντα γύρω από το ερώτημα κατά πόσο η ύπαρξη ενός θεομορφικού αντικείμενου λατρείας μπορεί με το έναν ή τον άλλον τρόπο να καταδειχθεί ορθολογικά. Αυτό που διακυβεύεται στο μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου στοχασμού, και αποτελεί το υπόστρωμα της μυθοπλασίας του Γεράρδη, είναι το κατά πόσον η ιδέα ενός θεού είναι τόσο προβληματική που θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ο Θεός είναι τόσο απόλυτα ακατανόητος ώστε κάνει την πίστη σε αυτόν ασυνάρτητη και άλογη για κάποιον που ζει στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού, ή το κατά πόσον, από την άλλη, αυτή η βαθιά παράδοξη θεολογική σύλληψη διαθέτει τόσο νόημα όσο χρειάζεται ώστε να μην καθίσταται το άλμα της πίστης άλογο. Και ο συγγραφέας, στο σημείο αυτό χρησιμοποιεί ένα ευφυέστατο μυθοπλαστικό εύρημα: βάζει τους δύο πρωταγωνιστές του να ερωτεύονται μέσω διαδικτύου, πριν καν συναντήσουν ο ένας τον άλλον, εκσυγχρονίζοντας έτσι, και ευλογοποιώντας την υπόθεση που διατρέχει τις συνδηλώσεις συνολικά του εγχειρήματός του,  πως η πίστη, όπως και ο έρωτας, είναι τυφλή.

Στο δεύτερο μέρος, η δράση περνάει σε έναν ιερωμένο και τη διαθήκη ενός γέρου Ικαριώτη καπετάνιου που εισβάλλει στις ζωές των δύο γιών του, οι οποίοι τυγχάνει επιπλέον να είναι μακρινά ξαδέρφια του συγγραφέα: του Άλκη, που παλεύει με τον εθισμό του στο αλκοόλ και το πεταμένο ταλέντο του στη ζωγραφική, και του Χρόνη που είναι βιολόγος ερευνητής και συναντιούνται με τον Λούτσιο και την Ολυμπία σε μια συναυλία.

Μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση, η πλοκή εστιάζει μεταξύ άλλων στα σκίτσα του Άλκη που αναπαριστούν ερπετά, και στη μυστική τους σχέση με τους αστρικούς χαμαιλέοντες και την έλικα του DNA.

Ο συγγραφέας, μέσα από μια δαιδαλώδη πλοκή, καταλήγει σε ένα αναπάντεχο τέλος που τον φέρνει πάλι στην αρχή, διαπλέκοντας τους πνευματικούς προβληματισμούς και τις προσωπικές περιπέτειες των ηρώων με τα οικογενειακά τους πεπρωμένα, και μας παραδίδει ένα υπερ-ιστορικό μυθιστόρημα που διατρέχει σε μια ενιαία κίνηση όλες τις ηλικίες της ανθρωπότητας.

info: Τάκηs Γεράρδης, «Το καμίνι», εκδ. Κέδρος

Προηγούμενο άρθροΤελευταία έξοδος (του Γρηγόρη Αζαριάδη)
Επόμενο άρθροΑναγνωστικές προσδοκίες, λογοτεχνικές βραβεύσεις και διαψεύσεις (του Χρήστου Δανιήλ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ