Αλμπέρ Καμύ, Το παράλογο ως ρωγμή ανάμεσα στον άνθρωπο και την ίδια τη ζωή του (της Βούλας Κοκολάκη)

0
6238

 

της Βούλας Κοκολάκη

 

 Συζητώντας για τον Μύθο του Σίσυφου του Albert Camus και αναφερόμενη στον κύριο όρο που πραγματεύεται σε αυτό το βιβλίο, το «παράλογο», υπήρξε μια τριβή στη συνεννόηση. Η προσωρινή ασυνεννοησία προέκυψε από την απόσταση ανάμεσα στο περιεχόμενο που δίνει προσωπικά ο Camus στον όρο «παράλογο» και τη συνηθισμένη χρήση του στην καθημερινή ομιλία, ως αντώνυμο του «λογικού». Γράφει ο Michel Foucault στο Οι Λέξεις και τα Πράγματα θυμίζοντας τα αιτήματα της νεωτερικότητας:  «Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για τις ίδιες παραστάσεις διάφορες λέξεις και διατυπώνουν διαφορετικές προτάσεις: ο στοχασμός τους δεν προστατεύεται από το λάθος. Ανάμεσα στην υποδήλωση και την παραγωγή λέξεων, τα ολισθήματα της φαντασίας πολλαπλασιάζονται. Ανάμεσα στην ανθρώπινη άρθρωση και την κατηγόρηση επωάζεται το λάθος του στοχασμού. Να γιατί στον πιθανώς ατέλειωτα απομακρυσμένο ορίζοντα της γλώσσας προβάλλουμε την ιδέα μιας καθολικής γλώσσας, όπου η παραστατική αξία των λέξεων, θα ήταν ξεκάθαρα καθορισμένη, καλοθεμελιωμένη κι εμφανώς αναγνωρισμένη, ώστε ο στοχασμός να μπορεί να αποφασίζει με κάθε σαφήνεια για την αλήθεια της οποιασδήποτε πρότασης… Να γιατί η άσκηση κάθε πραγματικής γλώσσας πρέπει να ζευγαρώνεται με μια Εγκυκλοπαίδεια που ορίζει την πορεία των λέξεων, προδιαγράφει τους πιο φυσικούς δρόμους, χαράζει τα θεμιτά ολισθήματα της γνώσης, κωδικοποιεί τις σχέσεις γειτνίασης και ομοιότητας. Το Λεξικό έχει γίνει για να ελέγχει το παιχνίδι της παραγωγής των λέξεων με αφετηρία την πρώτη υποδήλωση των λέξεων…». Στη συγκεκριμένη περίπτωση του «παραλόγου» δεν πρόκειται για ένα σημαινόμενο, που εκφέρεται με δύο διαφορετικά σημαίνοντα, αλλά ένα σημαίνον, που παραπέμπει σε δύο διαφορετικά σημαινόμενα. Ας ξεκινήσουμε από το «αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις» του Αντισθένη. Η λέξη στο πρωτότυπο κείμενο γαλλιστί είναι “absurde”, η οποία, αν επιστρατεύω σωστά τις γνώσεις μου από τις κλασικές σπουδές, προέρχεται από τη λατινική λέξη absurdus, που σημαίνει εκτός τόνου, παραφωνία, εκτός μουσικής συμφωνία, αλλά όχι εκτός χορωδίας. Δεν μεταφράζεται, με άλλα λόγια, ως «παράλογο» από το κείμενο του Camus  η λέξη «insane». Δεν έχει να κάνει με το παρανοϊκό, το τρελό, αυτό δηλαδή που σχετίζεται με μια παθολογία του εγκεφάλου ή με μια διατύπωση άλλης νοοτροπίας, μια άλλη μορφή άσκησης των λειτουργιών του. Μεταφρασμένη στα ελληνικά, η λέξη «παράλογο» είναι σύνθετη, αποτελείται από την πρόθεση «παρά» και το ουσιαστικό «λόγος». Η πρόθεση «παρά», δηλώνει το κοντά, το δίπλα, την εγγύτητα, αυτό  που στέκεται πλάι, αλλά όχι την ενότητα. Ακόμα, δηλώνει την αντίθεση, την διαφορά, ένα «παρόλο που».  Το όνομα «λόγος» περισσότερο αφορά  στον Camus το σύστημα σκέψης και τους νόμους του, ιδίως στη δυτική φιλοσοφία, με την έννοια του συλλογισμού και του στοχασμού, μια λογική, εδώ όχι αποκλειστικώς εντυπωτικά αντιληπτική και διεκπεραιωτικά υπολογιστική, ορθολογιστική με την έννοια του rational, αλλά και με κοινωνικές προεκτάσεις. Δεν αρκεί, όμως, σε καμιά περίπτωση, μόνο αυτή η εξήγηση.

Η αναδρομή στην κειμενική πηγή θα καταστήσει διαυγέστερο το νόημα  του «παράλογου» του Camus. Στο κείμενο του θα επικεντρωθούμε αυστηρά στις αναπτύξεις, που προβαίνει ο Camus για τον όρο αυτό.  Παρατηρούμε διαβάζοντάς το ότι το περιεχόμενο του παραλόγου δεν αποκρυσταλλώνεται σταθερά σε έναν ορισμό. Αντίθετα, βρίσκονται ποικίλοι διασκορπισμένοι στην έκταση του κειμένου. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, εμείς να διαμορφώσουμε έναν αθροιστικό ορισμό. Το παράλογο αποτελεί τη ρωγμή ανάμεσα στον άνθρωπο και την ίδια τη ζωή του. Οι ημέρες που ακολουθούν η μία την άλλη, η μεταφορά μας από το ένα σημείο στο άλλο, η εργασία μας, όλα αυτά εν γένει που επιτελούνται αστόχαστα και απαράλλακτα.  Στη ζωή μας κάνουμε πολλά πράγματα λόγω συνήθειας. Η εξοικείωση με τον κόσμο και η διατήρηση της οικειότητας με αυτόν είναι εφικτές όσο αυτός επιτρέπει να γίνεται κατανοητός και να εξηγηθεί. Ο άνθρωπος θα νιώσει ξένος, όταν θα διαλυθούν αιφνίδια οι ψευδαισθήσεις του μέσα στον κόσμο. Η συνάντηση του συναισθήματος του παραλόγου με τον άνθρωπο που θα το αισθανθεί γίνεται αιφνίδια. Η αρχή του παραλόγου είναι αμελητέα, μια ψυχική κατάσταση που εμπεριέχει το κενό. Η αλυσίδα των καθημερινών σχέσεων διασπάται. Κάποια μέρα ένα «γιατί;», μια διερώτηση διαταράσσει τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό της καθημερινότητας, τον βολεμένο τρόπο του βίου. Πρόκειται για μια έκπληξη που συνοδεύεται από τον κορεσμό της μηχανική ζωής μας. Το κενό της σκέψης διαδέχεται η συνείδηση ή καλύτερα η συνειδητοποίηση. Την συνειδησιακή ανάδυση ακολουθεί είτε η ασυνείδητη επιστροφή στην αλυσίδα, είτε η οριστική εξέγερση, η οποία με τη σειρά της εκδηλώνεται, είτε με την αυτοκτονία, είτε με την επανάσταση. Όποια επιλογή και αν ληφθεί, θα έχει αξία, μονάχα αν εκτελεστεί συνειδητά. Η συνείδηση αυτή είναι ανησυχία. Σύμφωνα με τον Heidegger, παραθέτει ο Camus, η ανησυχία είναι η αρχή των πάντων. Η εναντίωση στον ίδιο μας τον εαυτό, η επανάσταση της σάρκας, καθώς αν επιλεχθεί η αυτοκτονία, το σώμα εγείρεται ενάντια στην αρχή της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, ανήκει στο παράλογο. Ο εαυτός μας αναγνωρίζεται από εμάς τους ίδιους ως ξένος. Το επόμενο, λοιπόν, στάδιο είναι η αποξένωση, η αντίληψη ότι ο κόσμος είναι «πυκνός», αδιαπέραστος. Η πρωτόγονη επιθετικότητα του κόσμου επανεγείρεται εναντίον μας. Για ένα δευτερόλεπτο δεν κατανοούμε πλέον τον κόσμο και αδυνατούμε να χρησιμοποιήσουμε οικείες εικόνες και μορφές του. Ο κόσμος μας εσωκλείει, για αυτό μας επανεκλείει και παρά αυτήν την συμπερίληψη αναπτύσσεται το αίσθημα μιας μοναξιάς. Αυτή η «πυκνότητα» του κόσμου και η αποξένωση από αυτόν είναι το παράλογο. Συμπληρώνεται με την δυσαρέσκεια απέναντι στην απανθρωποίηση των ανθρώπων, την ακινητοποίηση απέναντι στην εικόνα του τι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Οι χειρονομίες μας, οι κινήσεις μας, ο τρόπος που επικοινωνούμε, που κάνουμε αυτονόητες δραστηριότητες μας φαίνεται ξένος. Και αυτό είναι το παράλογο.

Σε αυτό το σημείο η σκέψη αρχίζει να χάνεται σε έναν λαβύρινθο από παράδοξα. Το πνεύμα μπορεί να διακρίνει το αληθινό από το ψεύτικο και η πρώτη ανακάλυψή του είναι η αντίφαση, δηλαδή μια συνύπαρξη αληθειών που δύσκολα συμβιβάζονται ως και αλληλοαποκλείονται. Όμως, κατανοώ σημαίνει ενοποιώ. Η εξέλιξη του πνεύματος κινητοποιείται από το ασύνειδο συναίσθημα του ανθρώπου μπροστά στο σύμπαν του να εξοικειωθεί μαζί του και την επιθυμία του για σαφήνεια. Η ανθρώπινη κατανόηση του κόσμου συνίσταται στην τύπωση της ανθρώπινης σφραγίδας πάνω του. Η σκέψη είναι ανθρωπομορφική. Για να γίνει κατανοητή η πραγματικότητα, το πνεύμα την επαναφέρει με έννοιες. Ορίζει ως ανθρώπινο δράμα τη νοσταλγία για την ενότητα, την επιθυμία του απολύτου, όμως, η σκέψη δεν δύναται να αποκαλύψει αιώνιες σχέσεις, που κατατάσσουν τα φαινόμενα και την ίδια σε μια καθολική αρχή. Η ενότητα είναι ανέφικτη. Στην προσπάθεια για γνώση συμβαίνει μια αλληλοδιολίσθηση ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε και αυτό που γνωρίζουμε, ανάμεσα στην πρακτική συνεννόηση και την μαγευτική άγνοια των παραστάσεων. Εδώ κατανοούμε πλήρως το χάσμα ανάμεσα σε εμάς και τα ενεργήματα και τα δημιουργήματά μας. Η γνώση είναι εύθραυστη και αποσπασματική. Η παραίτηση από την οικεία προσπάθεια της επανασύνθεσης της ήσυχης επιφάνειας είναι η ειλικρινέστερη πράξη. Βέβαιη γνώση αποτελεί η ύπαρξη, όλα τα υπόλοιπα είναι κατασκευές, επινοήσεις. Ακόμα και ο ίδιος ο εαυτός μας μένει ρευστός και ασαφής, εμείς οι ίδιοι παραμένουμε ξένοι στον εαυτό μας. Το χάσμα ανάμεσα στη βεβαιότητα της ύπαρξής μας και το περιεχόμενο μένει αγεφύρωτο. Δεν υπάρχει αλήθεια, αλλά αλήθειες και μέσα από αυτό η αυτογνωσία γίνεται ανέφικτη. Έχουμε εμπειρία του κόσμου, μπορούμε να τον περιγράψουμε και να τον κατηγοριοποιήσουμε, να απαριθμήσουμε τους νόμους του, αλλά στα πλαίσια της συνειδητοποιημένης ψευδαίσθησης της γνώσης. Έχουμε φτάσει στο σημείο, από όπου αναγνωρίζουμε ότι ποτέ δε θα γνωρίσουμε κάτι ποτέ πραγματικά. Υπάρχει ένα πλήθος κοσμολογικών θεωριών. Όταν η σαφήνεια, γίνεται μεταφορά, ερμηνεία, η επιστήμη γίνεται τέχνη. Με την επιστημονική διατύπωση των φαινομένων ο κόσμος δεν μπορεί να βιωθεί, όπως πριν. Η επιλογή βρίσκεται ανάμεσα στην βέβαιη περιγραφή, η οποία δεν διδάσκει κάτι και την αβέβαιη υπόθεση, από την οποία μπορούμε κάτι να μάθουμε. Το μοναδικό μας εργαλείο είναι η σκέψη και αυτοϋπονομεύεται, καθώς ο λόγος, ο ορθός λόγος, ο καθαρός, πρακτικός ή ηθικός λόγος, αυτός ο ντετερμινισμός, η αιτιοκρατία δεν σχετίζεται με το πνεύμα. Ο κόσμος δεν είναι ορθολογικός. Εδώ αναδύεται η ανάγκη για τον Camus να συμπληρώσει με όλα τα παραπάνω τον ορισμό του παραλόγου ως ρήξη. Ως τώρα ήταν η ρήξη με την καθημερινή ζωή μας, τον εαυτό μας, τον κόσμο, τους ανθρώπους, που αναγνωρίζουμε ως ανοίκεια και τώρα είναι και η ρήξη με την βεβαιότητα της γνώσης. Τώρα το παράλογο είναι και η αντιπαράθεση του ανορθόλογου και της επιθυμίας για σαφήνεια. Πλέον, είμαι σε θέση να αναγνωρίσω στον κόσμο, μέσα στον οποίο εξελίσσεται η περιπέτειά μου, αποκλειστικά το παράλογο, επομένως αναγνωρίζεται και ως ο δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο.

Έχει επέλθει το στάδιο της συνειδητοποίησης: η σκέψη αντιλαμβάνεται για τον εαυτό της ότι ζούσε με νοητά φαντάσματα. Η επίγνωση του παραλόγου το καθιστά πλέον πάθος, το πιο επιβαρυντικό όλων. Η σκέψη εισέρχεται σε μια έρημο, καταλαβαίνει ότι τρεφόταν από αυταπάτες.

Το να είναι κάτι παράλογο σημαίνει ότι είναι αδύνατο, αλλά επίσης αυτοαναιρούμενο. Μια κρίση θεωρείται παράλογη, όταν αντιτίθεται στο πραγματικό γεγονός, το οποίο κρίνει. Όταν συγκρίνουμε τις συνέπειες των συλλογισμών με τη λογική πραγματικότητα. Το παράλογο προκύπτει από τη σύγκριση ανάμεσα σε ένα γεγονός και μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, σε μια πράξη  και στον κόσμο, στον οποίο εκτυλίσσεται. Το παράλογο ουσιωδώς είναι μια ρωγμή, μια ρήξη, που προκύπτει από τη σχέση, τη συγκριτική αντιπαραβολή, όχι από τους ίδιους τους όρους, βρίσκεται μέσα στην κοινή συνύπαρξη ανθρώπων και κόσμου και εδώ διαφαίνεται ότι αποτελεί δεσμό ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Η παράλογη λογική είναι ένας αγώνας που αποκλείει την ελπίδα. Το παράλογο αποκτά το νόημά του, όταν κάποιος το διασαφηνίζει, χωρίς να συμφωνεί μαζί του.

Το παράλογο είναι η μεταφυσική κατάσταση του συνειδητοποιημένου ανθρώπου. Δεν οδηγεί στον Θεό. Το παράλογο είναι αμαρτία, χωρίς Θεό.  Η κατάσταση του παραλόγου βασίζεται στην αδυναμία του πνεύματος και του κόσμου να εγκολπώσουν το ένα το άλλο, ενώ αλληλοϋποστηρίζονται. Με αυτόν τον τρόπο ο Camus αποσχίζεται από την υπαρξιακή φιλοσοφία του Schestow και του Kierkegaard, κάνοντας λόγο για το ευμετάβλητο του όρου «παράλογο» μέσα σε αυτήν, οι οποίοι τον συνδυάζουν με την ελπίδα και το υπερπέραν αντίστοιχα. Κατά τον Schestow, οι φυσικοί νόμοι ισχύουν ως ένα συγκεκριμένο βαθμό. Ως εκεί και έπειτα αναδύεται το παράλογο. Σε αυτό το στάδιο θυσιάζονται όλα στο ανορθόλογο και όταν η δίδεται η προσφορά της σαφήνειας, τότε το παράλογο εξαφανίζεται και εμφανίζεται η ελπίδα. Ο  Camus αντιτίθεται και υποστηρίζει ότι ο παράλογος άνθρωπος δεν φτάνει σε αυτό το αντάλλαγμα. Δεν παραβλέπει το λόγο και δεν παραδίδεται στο ανορθόλογο.  Η ελπίδα είναι εξορισμένη πριν επέλθει η συνειδητοποίηση. Είναι παρανοϊκό να απαρνηθούμε εντελώς τον ορθολογισμό. Καταλαμβάνει έναν τομέα στον οποίο είναι καθοριστικά ενεργός και σημαντικός, τον τομέα της καθημερινής εμπειρίας και από αυτόν τον τομέα θέλουμε να καταστήσουμε σαφή τα πάντα. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι ο λόγος είναι περατός, έχει όρια. Επίσης, ο Camus διαφωνεί με τον Kierkegaard, γιατί ο δεύτερος παραχωρεί στο ανορθόλογο την όψη του παραλόγου και στον Θεό τις ιδιότητές του. Ο Camus τονίζει ότι το παράλογο είναι η  ρήξη ανάμεσα στον ορθό λόγο και το ανορθόλογο. Η αναγνώριση των ορίων του λόγου είναι και η αναγνώριση της σχετικότητας της δύναμής του.   Μια υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι με το να θεωρήσει το παράλογο ως ρωγμή του λόγου, αντιτίθεται στην έννοια του ορισμού ως αρχή του νεωτερικού ορθολογισμού. Όπως αναφέρει ο Camus, προσπαθώντας να απαγκιστρώσει τον όρο αυτόν από την υπαρξιακή φιλοσοφία και να του δώσει νέο περιεχόμενο, ο όρος του «παραλόγου» μεταβάλλεται και για αυτό δε θα διαλευκανθεί ποτέ στην ανθρώπινη αντίληψη.

Το παράλογο έχει ως μεταφυσική βάση τη φαινομενολογία του Χούσερλ και μέσα από αυτήν προσδιορίζεται συναπτά ο όρος. Η μέθοδος του Χούσερλ αρνείται την κλασική εμπειρία της λογικής. Η σκέψη πλέον δεν είναι ενοποίηση, να προσαρμόζουμε τα φαινόμενα κάτω από μια καθολική αρχή. Σκέψη, αντίθετα, στο εξής ονομάζεται το να μαθαίνω να ξαναβλέπω, να οδηγώ τη συνείδησή μου και σε κάθε παράσταση να κάνω κάτι ιδιαίτερο. Η φαινομενολογία θέλει να περιγράψει την εμπειρία. Δεν υπάρχει αλήθεια, υπάρχουν  αλήθειες.  Αυτός ο ισχυρισμός είναι η αφετηρία της σκέψης του παραλόγου. Η συνείδηση αναδεικνύει την αλήθεια κάθε πράγματος της εμπειρίας, μέσω της παρατήρησης. Η συνείδηση δεν διαμορφώνει την κατάσταση της γνώσης, μόνο την σταθεροποιεί, αποτελεί μονάχα μια πράξη παρατήρησης, κατευθύνεται σαν προβολέας αιφνίδια πάνω σε μια εικόνα. Υπάρχει μια ασύνδετη εικονογράφηση. Η συνείδηση διατηρεί στην εμπειρία τα αντικείμενα της παρατήρησης σε εκκρεμότητα και έχει την ικανότητα να τα διαχωρίζει.  Υπάρχει απώλεια σκοπού, ο σκοπός υπάρχει πλέον ως κατεύθυνση. Δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε, όπως και ο Camus, ότι πρόκειται για μια εθελούσια υποδούλωση της σκέψης. Ο εμπλουτισμός της εμπειρίας και η επαναδημιουργία του κόσμου αποτελεί μια παράλογη διαδικασία. Οι μέθοδοι της σκέψης ακολουθούν δύο όψεις, την ψυχολογική και τη μεταφυσική. Αν ο όρος «προθετικότητα» διασαφηνίζει  μια ψυχολογική συμπεριφορά, μέσω του οποίου σχηματίζει το πραγματικό και δεν νοηματοδοτείται, τότε δεν διαχωρίζεται από το πνεύμα του παραλόγου. Μόνο το «ενδιαφέρον» μπορεί να προσφέρει την πραγματικότητα. Η επιθυμία για το ον κάθε γνωστικού αντικειμένου αποτελεί μια εμβάθυνση στην εμπειρία. Στην «εμπρόθετη» συμπεριφορά η απλότητα παραλληλίζεται με τη βεβαιότητα και η φαινομενολογική σκέψη οδηγεί γενεσιουργικά στο συλλογισμό του παράλογου.

Ο λόγος είναι μονάχα ένα εργαλείο της σκέψης και όχι η ίδια η σκέψη. Η σκέψη ενός ανθρώπου είναι πρωτίστως η λαχτάρα του. Το παράλογο πνεύμα δεν έχει ισάριθμες πιθανότητες με το λόγο να κατευνάζει. Ο κόσμος δεν είναι ορθολογικός σε αυτόν το βαθμό, ούτε ανορθόλογος. Είναι μη έλλογος, τίποτε περισσότερο. Στον Χούσερλ ο λόγος είναι άπειρος. Αντίθετα, το παράλογο σταθεροποιεί τα όριά του, ανίκανο να κατευνάσει. Το ανορθόλογο είναι ο λόγος που αυτοκαταστρέφεται και απελευθερώνεται με την αυτοαναίρεσή του. Το παράλογο είναι ο λόγος που ορίζει τα όριά του. Ο παράλογος άνθρωπος αρνείται αυτό που του προσφέρεται σε σύγκριση με αυτό που απαιτεί. Η αμαρτία δεν βρίσκεται στη γνώση, αλλά στη λαχτάρα για γνώση. Ο συλλογισμός επιθυμεί να μείνει πιστός στο αναπότρεπτο, που ανακάλυψε. Αυτή η απόδειξη είναι το παράλογο, είναι κάθε ρωγμή ανάμεσα στο νου που ποθεί να γνωρίσει και στον κόσμο που εξαπατά, η νοσταλγία για την ενότητα του διαμελισμένου σύμπαντος και η αντίφαση που συνδέει αυτά τα δύο.

Το παράλογο είναι να βλέπεις τον κόσμο κατάματα. Ζωή μπορεί να οριστεί το βίωμα του παραλόγου. Η μεταφυσική έγερση της συνείδησης επεκτείνεται πάνω από κάθε εμπειρία. Είναι η σταθερή παρουσία του ανθρώπου στον εαυτό του, μια συνεχής αμφισβήτηση της πραγματικότητας. Η παράλογη εμπειρία απομακρύνεται από την αυτοκτονία, καθώς η δεύτερη αναγνωρίζει τα όρια και έτσι αναιρεί το παράλογο. Το παράλογο, αντίθετα, δεν επιτρέπει να χαθεί, αποτελεί, εν τούτοις, τη συνείδηση και ταυτόχρονα την άρνηση του θανάτου.

Προσπαθώντας να αρθρώσουμε έναν πολυσυλλεκτικό ορισμό διατρέχοντας το κείμενο του  Camus, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απουσία ενός συγκεντρωτικού και μοναδικού ορισμού οφείλεται στο ίδιο το «παράλογο», ως στάση απέναντι στην σημασία του ορισμού στη νεωτερική σκέψη του ορθολογισμού. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του  Φιλοσοφία της Επιστήμης, Α’ Οι Ορθολογιστές, John Cottingham, ο Baruch Spinoza είχε υπογραμμίσει το ρόλο των ορισμών στο ορθολογιστικό σύστημα αναφέροντας ότι ο τυπικός σχεδιασμός του ορισμού είναι τέτοιος με σκοπό να εξηγεί ένα πράγμα καθεαυτό, πέρα από τη διάνοια. Συνεπώς, οφείλει να είναι αληθής και να αναφέρεται στις ουσίες των πραγμάτων. Η αντίληψη του πράγματος μέσω της ουσίας του αποκλειστικά δε, είναι εφικτή στον Spinoza, καθώς πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί, όταν ο νους κατευθύνεται σωστά κα απαλλαγμένος από εξωτερικές παραπλανητικές επιρροές. Υποστηρίζει ότι η σωστή μέθοδος για τη φιλοσοφία είναι η διαμόρφωση τέλειων ορισμών, που προσφέρουν την εξήγηση της ουσίας του πράγματος. Ταυτόχρονα, πρέπει να συνάγονται από αυτόν όλες οι ιδιότητες του πράγματος, όταν εξετάζεται μεμονωμένα και κλειστά. Ο  Camus, αντίθετα, μας δίνει έναν διασκεδασμένο ορισμό, προσπαθώντας και εκείνος με τη μέθοδο του «παραλόγου» να αποδώσει τον όρο του «παραλόγου».

Βιβλιογραφία:

Der Mythos des Sisyphos, Albert Camus, Rowolt Verlag

Οι Λέξεις και Τα Πράγματα, μια αρχαιολογία των επιστημών και του ανθρώπου, Μισέλ Φουκώ, μετάφραση : Κωστής Παπαζήσης, εκδόσεις Γνώση (σελ. 289-290)

Φιλοσοφία της Επιστήμης, Α’ Οι Ορθολογιστές, John Cottingham, μετάφραση Σοφία Τσούρτη, Θεωρίες- Ιδέες,  Πολύτροπον, 2003 (σελ. 94- 95)

 

 

Προηγούμενο άρθροΟργανισμός Βιβλίου και Πολιτισμού σε διαβούλευση (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΥπόγεια εκδρομή, φανερές σκέψεις  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ