Αληθινές ιστορίες για Εβραίους: Χρήστος Χρηστοβασίλης – Κοσμάς Πολίτης (της Στ. Τσούπρου)

0
1061

 

της Σταυρούλας Τσούπρου.

Το σημείο σύγκλισης των δύο εδώ μελετώμενων λογοτεχνικών κειμένων αφορά, ευρύτερα, στην εβραϊκή θεματική και, ειδικότερα, στο πρόσωπο ενός συγκεκριμένου Εβραίου, του Ιωσήφ Νάζη, και της οικογένειάς του. Ποια είναι η σχέση τού διηγήματος του Χρήστου Χρηστοβασίλη, από την μία πλευρά, και του μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη, από την άλλη, με προϋπάρχουσες (ψευδο)ιστορικές καταγραφές και ποιος είναι ο καλλιτεχνικός τρόπος με τον οποίο η ως άνω σχέση υποστασιοποιήθηκε; Ας δούμε εκ του σύνεγγυς τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις.

Στην περίπτωση του Χρήστου Χρηστοβασίλη, συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα ηθογραφικά του διηγήματα, πρόκειται για το, χαρακτηριζόμενο, ήδη από την πρώτη δημοσίευσή του σε συνέχειες κατά το διάστημα 15.9.1918 – 17.1.1919, στο περιοδικό τής Σύρου Αναγέννησις, ως ιστορικό διήγημα, «Εβραίος βασιλειάς τής Κύπρως και δούκας τής Νάξως κι’ όλων των Κυκλάδων (1545-1579)», το οποίο έχει ως θέμα την ζωή τού διάσημου Εβραίου τού 16ου αιώνα Ιωσήφ Νάζη, ή Νάτση, Δούκα τής Νάξου. Το εν λόγω διήγημα συμπεριλαμβάνεται πλέον στον τόμο με τον τίτλο Περί Εβραίων, όπου συστεγάζονται τρία, άγνωστα παλαιότερα, κείμενα του συγγραφέα, ανήκοντα, μεν, σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη αλλά επεξεργαζόμενα συναφή θέματα, σχετιζόμενα με τους Εβραίους. Για το συγκεκριμένο ρεαλιστικό, ιστορικό διήγημα, ο Χρηστοβασίλης συγκέντρωσε και κατέγραψε τα αντίστοιχα στοιχεία κατά την διάρκεια της εξορίας του (εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων, δηλαδή, ως αντιβενιζελικού) στην Νάξο (1.2.1918 – 2.10.1918), όπου και γνώρισε τον συνταξιούχο καθηγητή Μιχαήλ Κρίσπη, απόγονο, κατά πάσα πιθανότητα, του τελευταίου χριστιανού διοικητή/ δούκα των Κυκλάδων Ιακώβ Ε′ Κρίσπη, και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Ο Μιχαήλ Κρίσπης πρέπει να υπήρξε και η πηγή των πληροφοριών τού Χρηστοβασίλη για τον «Μεγάλο Εβραίο», η ιστορία τού οποίου, μάλιστα, εν περιλήψει, δημοσιεύθηκε 10 χρόνια αργότερα, στις 21.6.1928, στο αθηναϊκό περιοδικό Μπουκέτο, από ανώνυμο συνεργάτη. Σύμφωνα και με τις σχετικές «Σημειώσεις» τής Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, στην εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, στο λήμμα «Νάζης, Δον Ιωσήφ», αναφέρεται ότι:«οι διωκόμενοι Εβραίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του τον υπερασπιστή και αρχηγό τους και ότι του είχαν αφιερώσει πολλά έργα τους. Ο Νάζης φιλοδοξούσε να χτίσει μια ιουδαϊκή πολιτεία και κατάφερε να πάρει την άδεια από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Β′ να χτίσει την πόλη αυτή κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα, ώστε να συγκεντρώσει τους Εβραίους που είχαν διωχτεί από την Ευρώπη και να γίνει και βασιλιάς τους, αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους το εγχείρημα αυτό απέτυχε. Στην εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται ότι [ο Νάζης] έπασχε από χρόνια λιθίαση και ότι πέθανε από αυτή την αρρώστια».[1]

Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου διαπιστώνει, επιπλέον, ότι τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιεί ο Χρηστοβασίλης συμφωνούν με τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές[2], χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν δεσμεύεται ταυτόχρονα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, και από τους “νόμους” τής μυθοπλασίας, από την “υποχρέωση”, δηλαδή, «να γράψει ένα ελκυστικό κείμενο», με «καλούς» και «κακούς» χαρακτήρες.[3] Πράγματι, η κατασκευή τού μυθοπλαστικού προσώπου δίνει στον Εβραίο έναν ρόλο αμφιλεγόμενο· εκείνον τού ισχυρού και πλούσιου Εβραίου εμπόρου, ο οποίος καλλιεργεί σχέσεις με την εξουσία, υπηρετώντας αποκλειστικά το δικό του συμφέρον. Πάντως, σύμφωνα και με την εύστοχη (όπως χαρακτηρίζεται από την Αμπατζοπούλου) υπόδειξη της μελετήτριας και εγγονής τού συγγραφέα, Δροσιάς Κατσίλα, «ο Χρηστοβασίλης φαίνεται ότι θαύμαζε τον Ιωσήφ Νάζη γιατί ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στους στόχους του». Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι «οι θετικοί χαρακτηρισμοί για τον [μυθοπλασμένο] Εβραίο Νάζη είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι οι αρνητικοί».[4]

Η Αμπατζοπούλου θεωρεί, επίσης, από την πλευρά της, ότι η : «αμφισημία των χαρακτηρισμών για τον πολυμήχανο Νάζη δείχνει τη συγγραφική πρόθεση του Χρηστοβασίλη να αποδώσει με όσο το δυνατόν πιο γλαφυρό τρόπο την πολυδιάστατη προσωπικότητα ενός ανθρώπου ισχυρού, που […] δεν φιλοδοξούσε μόνο να γίνει βασιλέας τής Κύπρου, αλλά είχε πείσει τον Σουλτάνο να παραχωρήσει εδάφη στην Παλαιστίνη για να καταφύγουν οι υπό διωγμώ Εβραίοι από περιοχές τής παπικής Ιταλίας – έκανε μάλιστα τα σχετικά έργα και ορισμένοι έφτασαν εκεί, αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε. Δηλαδή ο Νάζης ήταν ένας πρόδρομος της ιδέας τής δημιουργίας μιας εθνικής εστίας για τους ομοθρήσκους του».[5]

Κλείνοντας τον συνοπτικό σχολιασμό τού ιστορικού διηγήματος του Χρήστου Χρηστοβασίλη, το οποίο, αναπόφευκτα, ενδιαφέρει, πρωτίστως, από θεματικής και όχι από υφολογικής απόψεως (οφείλουμε, βεβαίως, να τονίσουμε, αφ’ ενός, ότι είναι γραμμένο στην δημοτική και, αφ’ ετέρου, ότι ο συγγραφέας κάνει χρήση εδώ ενός εκ των δύο, κυρίως, ρητορικών σχημάτων με τα οποία πιστοποιείται στην λογοτεχνία η ύπαρξη αντισημιτικού ύφους· πιο συγκεκριμένα, κάνει χρήση τού ρητορικού σχήματος του «νεολογισμού»[6], με απώτερο σκοπό, ωστόσο, σύμφωνα με την Αμπατζοπούλου, να αποδομήσει την στερεοτυπική εικόνα τού Εβραίου, έχοντας προηγουμένως επιτύχει να εισαγάγει τον αναγνώστη του στο θέμα με τον αναγνωρίσιμο και τόσο βαθιά ριζωμένο, αισθητικό – ιδεολογικό τρόπο τής χρήσης ενός αρνητικού λόγου για τους Εβραίους), θα πρέπει να σημειώσουμε την «ευαισθησία» την οποία ο ίδιος έδειχνε πάντοτε «απέναντι στον εβραϊκό λαό και τους διωγμούς του», καθώς και τις «άριστες σχέσεις του με τους Εβραίους των Ιωαννίνων», οι οποίες «συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος τής ζωής του»[7]. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ο Χρηστοβασίλης «μοιάζει να επωμίζεται απόλυτα την ευθύνη τού συγγραφέα τής εποχής του, που δεν του αρκούσε μόνο να ασχολείται με τη μυθοπλασία αλλά έπρεπε να εκπληρώσει τα χρέη τού πνευματικού ανθρώπου […] και να επωμιστεί τον ρόλο τού ερευνητή τής ιστορίας, της εθνογραφίας, της θρησκειολογίας, πλάι στον αλύτρωτο, διωκόμενο και πάσχοντα συνάνθρωπο».[8]

 

Ενταγμένος σε μια εποχή διαφορετική, αν και όχι πολύ απομακρυσμένη χρονικά, ο Κοσμάς Πολίτης επωμίζεται, επίσης, ένα μικρό μερίδιο της ως άνω ευθύνης, αλλά το διαχειρίζεται με τον δικό του ιδιαίτερο, άκρως λογοτεχνικό, άρα, έμμεσο και αισθητικά επεξεργασμένο τρόπο. Το δικό του δείγμα γραφής, δηλαδή, δεν απαντά σε κάποια ανάγκη υπεράσπισης ή δικαίωσης ή αληθειακής αποκατάστασης, αλλά βρίσκεται αρμονικά ενσωματωμένο και προσαρμοσμένο στους αφηγηματικούς στόχους τού μυθιστορήματος που αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιό του. Βέβαια, η συνολική μυθοπλαστική δημιουργία τού Κοσμά Πολίτη διάκειται ευνοϊκά απέναντι στους Εβραίους εν γένει, σύμφωνα και με όσα γράφει σχετικά η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου[9], η οποία συγκαταλέγει τον συγκεκριμένο πεζογράφο τής Γενιάς τού ’30 σε εκείνους τούς (και μεταπολεμικούς) μυθιστοριογράφους, τους οποίους απασχολεί «το ζήτημα της συμβίωσης, της προκατάληψης, επίσης το θέμα τής αποδιοπόμπησης, που [σε ό,τι αφορά τον Κοσμά Πολίτη] εμφανίζεται […] με τη μορφή σκηνής πογκρόμ στην προπολεμική Σμύρνη»[10]. «Είναι αξιοσημείωτο», συνεχίζει η Αμπατζοπούλου, «ότι οι [εν λόγω] συγγραφείς δημιουργούν πρόσωπα Εβραίων που ξεφεύγουν από την κατηγορία των δευτερευόντων, μη εξελίξιμων προσώπων, και […ότι] πραγματοποιούν διεισδύσεις στον εσωτερικό κόσμο τους […]». Η ερευνήτρια αναφέρεται, μάλιστα, εκτενέστερα στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (1963) του Κοσμά Πολίτη,[11] το οποίο, σύμφωνα με την διατύπωσή της, «περιλαμβάνει μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες για τις σχέσεις χριστιανών και Εβραίων στη Σμύρνη», για να καταλήξει στο ότι στο συγκεκριμένο (μεταπολεμικό) μυθιστόρημα: «κυριαρχεί ένα όραμα ιδεώδους συνύπαρξης των ανθρώπων, ανεξαρτήτως θρησκειών. Με το ίδιο πνεύμα ο Κοσμάς Πολίτης», σημειώνει η ίδια στο τέλος τής αναφοράς της, «φτιάχνει τα πρόσωπα Εβραίων και στα άλλα προπολεμικά έργα του, την Εκάτη (1933) και την Ερόικα (1937)[12]». Ο Απόστολος Σαχίνης είχε, βέβαια, επισημάνει επιπλέον (αν και η στόχευση της δικής του αναφοράς ήταν εντελώς διαφορετική) την παρουσία των Εβραίων και στο διήγημα του Κοσμά Πολίτη «Ελεονόρα» (α′ δημοσίευση στο περ. Τα Νέα Γράμματα (Νοέμβριος και Δεκέμβριος 1935)), όπου: «Ο φυσιολογικός θάνατος ενός Εβραίου […] μεταμορφώνεται σε κατανυκτική και υποβλητική νυχτερινή ιεροτελεστία»[13].

Ωστόσο, η πρώτη, χρονολογικά, ένταξη διακειμένου σχετιζόμενου με εβραϊκό θέμα ή χαρακτήρα είναι αυτή τού δεύτερου, κατά σειράν, μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη, δηλαδή, του μυθιστορήματος Εκάτη, την οποία εντόπισε ο Peter Mackridge, στο πλαίσιο μίας ευρύτερης έρευνάς του για την διακειμενικότητα στο έργο (και πιο συγκεκριμένα στο μυθιστόρημα Eroïca) του Κοσμά Πολίτη· το συγκεκριμένο διακείμενο, μάλιστα, συνδέεται με το προαναφερθέν ιστορικό διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη.

Να θυμίσω εδώ ότι, αν και το ίδιο το διήγημα του Χρηστοβασίλη είχε δημοσιευθεί, σε ένα περιοδικό τής Σύρου, αρκετά χρόνια πριν την συγγραφή τής Εκάτης, μία περιληπτική (και υφολογικά ενδιαφέρουσα, παρεμπιπτόντως) εξιστόρηση της ζωής τού Ιωσήφ Νάζη είχε δημοσιευθεί στις 21.6.1928[14] στο αθηναϊκό περιοδικό Μπουκέτο, από ανώνυμο συνεργάτη. Κάλλιστα ο Κοσμάς Πολίτης θα μπορούσε να είχε αναγνώσει και συγκρατήσει στην μνήμη του ή/ και φυλάξει στα χαρτιά του την ως άνω δημοσίευση.[15]

Θυμίζω ακόμη ότι η ένταξη του εν λόγω διακειμένου στο μυθιστόρημα Εκάτη δεν παραπέμπει, εμφανώς τουλάχιστον, σε κάποια καταγγελτική, με οποιονδήποτε, έμμεσο ή άμεσο, τρόπο, πρόθεση από την πλευρά τού συγγραφέα. Παραπέμπει, όμως, σε μία χαρακτηριστική πρακτική, τόσο για την συγγραφική φυσιογνωμία τού Κοσμά Πολίτη καθεαυτήν, όσο και για την μοντερνιστική γραφή εν γένει, την οποία έχει αποδειχθεί ότι καλλιεργούν τα μυθοπλαστικά κείμενά του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Peter Mackridge, ο Κοσμάς Πολίτης, «ο οποίος είχε πλήρη συναίσθηση αυτού του είδους διακειμενικότητας [δηλαδή, της «διακειμενικότητας» με την έννοια που της δίνει ο Genette και η οποία «συμπεριλαμβάνει τα παραθέματα (ρητά και κατά λέξη), τη λογοκλοπή, και έμμεσες αναφορές σε άλλα κείμενα, με δυο λόγια, “την αποτελεσματική παρουσία ενός κειμένου σ’ ένα άλλο κείμενο”»][16], συμπεριλάμβανε στο μυθιστόρημά του πολλά οφθαλμοφανή παραθέματα με την πρόθεση να τα αναγνωρίσει ο αναγνώστης, αλλά ίσως και άλλα που ήθελε να μείνουν αφανή».[17]

Στο μυθιστόρημα Εκάτη, πιο συγκεκριμένα, ο Peter Mackridge εντοπίζει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: Ο πρωταγωνιστής Παύλος Καλάνης, ο οποίος θεωρεί την νεαρή συμπρωταγωνίστριά του Έρση (με την μητέρα τής οποίας, Λεία, παρεμπιπτόντως, είχε προηγουμένως μια ερωτική σχέση) ως την ιδανική γυναίκα, «ανακαλύπτει ένα παλιό κείμενο που αναφέρεται σε τέσσερα πρόσωπα του δέκατου έκτου αιώνα, τον Παυλιανό Ηρακλείδη, τη Ρέινα, τον άνδρα της Ιωσήφ Νάζη, και την κόρη τους Ερσυλία. Ο Πολίτης παραθέτει αποσπάσματα από αυτό το κείμενο και παρέχει περίληψη του υπόλοιπου[18]. Ο Παύλος δεν δυσκολεύεται να ταυτίσει αυτά τα πρόσωπα με τα σύγχρονα αντίστοιχά τους, δηλαδή τον ίδιο, τη Λεία (Βασιλεία = Reyna = βασίλισσα), τον άνδρα της Ιωσήφ Ηρακλείδη–Νάζη, και την Έρση».[19]

Από το σημείο αυτό ο Peter Mackridge παραπέμπει σε υποσημείωση όπου αναφέρει ότι: «Οι Εβραίοι Ιωσήφ και Ρέινα Νάζη είναι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα· φαίνεται ότι είχαν μια κόρη, το όνομα της οποίας όμως δεν διασώζεται». Ο Mackridge αναφέρει εδώ την πηγή του για αυτές τις πληροφορίες, το βιβλίο τού C. Roth, The House of Nasi: The Duke of Naxos, Φιλαδέλφεια, 1948 και συνεχίζει ως ακολούθως:

«Το όνομα Παυλιανός Ηρακλείδης φαίνεται ότι ο Πολίτης το εμπνεύσθηκε από τον «picturesque Greek adventurer named John (Jacob) Basilikòs Eraclides», όπως τον χαρακτηρίζει ο Roth. Το επίθετο του άνδρα τής Λείας [στο μυθιστόρημα], Ηρακλείδης–Νάζης, υπονοεί ότι αυτός και η Έρση [η κόρη του] είναι απόγονοι του γάμου τού Παυλιανού Ηρακλείδη με την Ερσυλία Νάζη, η οποία έγινε χριστιανή. Τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο όταν αναλογιστούμε ότι Λεία λέγεται και η γυναίκα τού Ιακώβ στην Παλαιά Διαθήκη».[20]

Ως προς την αφηγηματική σκόπευση, δε, του Κοσμά Πολίτη, ο Mackridge επισημαίνει ότι: «Ο [πρωταγωνιστής] Παύλος έχει την εντύπωση ότι αυτός και οι φίλοι του ζουν σύμφωνα με ένα πεπρωμένο που τους επιφυλάσσεται από την ιστορία και καταγράφεται ήδη σε κείμενο. Το χρονικό αποτελεί παράδειγμα «hypotexte fictionnel», όπως το αποκαλεί ο Genette[21]: εδώ ο Πολίτης, στην επιθυμία του να βάλει τους ήρωές του να ζήσουν σύμφωνα με κάποιο προκαθορισμένο πρότυπο, υποχρεώνεται να επινοήσει το κείμενο που κυριαρχεί στην ύπαρξή τους».[22]

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό εκείνο που έχει ήδη διευκρινισθεί νωρίτερα εδώ· ότι, δηλαδή, οι λόγοι τής ένταξης από τον Κοσμά Πολίτη τού προαναφερθέντος διακειμένου στο σώμα τού μυθιστορήματός του ήταν, κυρίως, αισθητικοί/ αφηγηματολογικοί, δηλαδή, καλλιτεχνικοί. Γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι ο συγγραφέας έκανε αυτήν την επιλογή προσώπων και όχι κάποια άλλη· ενέταξε, δηλαδή, και πρόσωπα Εβραίων στο γενεαλογικό δέντρο των ηρώων και ηρωίδων του, και, μάλιστα, των πρωταγωνιστών του (με ή χωρίς κάποια κοινωνική/ ηθική στόχευση).

Για μια συνολική/ συγκριτική θεώρηση, τώρα, των δύο υπό εξέταση κειμένων θα σημειώνονταν τα ακόλουθα: Στο διακείμενο του μυθιστορήματος Εκάτη πρόκειται για έμμεση αναφορά/ υπαινιγμό, δηλαδή για τον (πολύ συνηθισμένο) τύπο τής ανώνυμης και μη σηματοδοτημένης (άρα της αφομοιωμένης) παράθεσης από ένα (άγνωστο;) βιογραφικό/ ιστορικό κείμενο αναφερόμενο στον Ιωσήφ Νάζη. Η παράθεση είναι, βέβαια, προσανατολισμένη (αν και όχι ρητά), είναι, σαφώς, αναφορική (και όχι κατά λέξη), ενώ, από την άποψη της «ποσότητας», τα στοιχεία που παρατίθενται είναι, στην πραγματικότητα, πολύ λίγα. Ως προς την λειτουργικότητα, θα υιοθετήσουμε εδώ την διατύπωση του Peter Mackridge, σύμφωνα με τον οποίο «όλα αυτά τα παραθέματα αποτελούν μια κατηγορία λόγου που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο κείμενο, ένα κείμενο δηλαδή δευτεροβάθμιο, για να παραφράσουμε τον Genette[23]». Με άλλα λόγια, ενώ στο επίπεδο του σημαινομένου το παραθέτον με το παρατιθέμενο έρχονται πιο κοντά, στο επίπεδο του σημαίνοντος, η παράθεση διαφοροποιεί το ένα κείμενο από το άλλο. Τέλος, στην περίπτωση της Εκάτης τού Κοσμά Πολίτη, πρόκειται για παράθεση «παραγωγική», δηλαδή, το παραθέτον κείμενο, το μυθιστόρημα Εκάτη, εξαρθρώνει και ενσωματώνει το παρατιθέμενο (τα ιστορικά/ βιογραφικά στοιχεία τού Νάζη), για να το υπερβεί και να το επανεπεξεργασθεί, στο πλαίσιο της μυθοπλαστικής/ συγκεκριμένης αφηγηματικής στόχευσής του.

Από την πλευρά της, η παράθεση στο ιστορικό διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη, στην οποία προϋποτίθενται, αν και δεν αναφέρονται ρητώς, οι ιστορικές/ βιογραφικές πηγές τού συγγραφέα, είναι σαφέστερη. Σε μία γνώριμη και αδιατάρακτη τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο συγγραφέας δεν υπαινίσσεται αλλά παραθέτει μία μη σηματοδοτημένη μεν και ανώνυμη ιστορία (όπως συμβαίνει κατά κανόνα, θα έλεγε κανείς, στην ιστορική μυθοπλασία) αλλά, πάντως, προσανατολισμένη, ακριβή (όχι, ωστόσο, κατά λέξη) και πλήρη, σε ό,τι τον αφορά, για τον «Εβραίο βασιλειά τής Κύπρως και δούκα τής Νάξως κι’ όλων των Κυκλάδων», με το παρατιθέμενο και το παραθέτον να διακρίνονται σαφώς και στα δύο επίπεδα, σημαινομένου και σημαίνοντος, χάρη, κυρίως, στην ρητορική διάσταση του λόγου τού συγγραφέα, ενώ το Γλωσσάρι που συνοδεύει το κείμενο, αφ’ ενός, ως αφηγηματικό στοιχείο καθεαυτό και, αφ’ ετέρου, από την άποψη των ίδιων των πληροφοριών που παρέχει, ενισχύει την κατεύθυνση της αληθοέπειας του κειμένου. Τέλος, ως προς την «παραθεσιμότητα», η παρούσα μορφή παράθεσης είναι λιγότερο «παραγωγική» και περισσότερο «αξιολογική», αρνητικά ή θετικά, τόσο απέναντι στον ίδιο τον χαρακτήρα τού Εβραίου «βασιλειά» όσο και απέναντι στα γνωστά στερεότυπα (όπως επισημάνθηκε νωρίτερα).

Αμφότεροι οι συγγραφείς επέλεξαν ένα θέμα από την Ιστορία των Εβραίων και το αντιμετώπισαν ο καθένας με το ήθος και το ύφος που επέβαλλε η εποχή και/ ή ταίριαζε στην αισθητική ιδιοσυγκρασία του.

 

 

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

[1] Για τα παραπάνω βλ. γενικά στο Χρήστος Χρηστοβασίλης, Περί Εβραίων, Εισαγωγή: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Φιλολογική επιμέλεια: Δροσιά Κατσίλα, Ροές/ Οι Ηπειρώτες, Αθήνα, 2007 (για το παράθεμα, σ. 158).

[2] Βλ. και στην συνέχεια εδώ, στην ενότητα για τον Κοσμά Πολίτη, την σχετική έρευνα του Peter  Mackridge.

[3] Βλ. σχετικά στο Περί Εβραίων, ό.π., σ. 28.

[4] Για τα παραπάνω βλ. στο Περί Εβραίων, ό.π., σ. 29, όπου και ακολουθούν παραδείγματα σταχυολογημένα από το λογοτεχνικό κείμενο.

[5] Ό.π., σσ. 30-31.

[6] Βλ. σχετικά στο Περί Εβραίων, ό.π., σσ. 37-39. Ως «νεολογισμός» προσδιορίζεται «η κατασκευή νέων λέξεων, εδώ με πρώτο συνθετικό τούς Εβραίους, που συνήθως έχει ως αποτέλεσμα τον εντυπωσιασμό τού αναγνώστη αλλά και τον κακοχαρακτηρισμό των Εβραίων»· ό.π., σ. 38.

[7] Ό.π., σ. 32.

[8] Ό.π., σ. 36.

[9] Για όσα παρατίθενται εδώ και στην συνέχεια βλ. στο Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα τού Εβραίου στη Λογοτεχνία. Ζητήματα Ιστορίας και Μυθοπλασίας, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1998, σσ. 232-234.

[10] Σύμφωνα και με όσα παρατίθενται στο Παρασκευή Καλλιγά–Γερασίμου, Η μυθοπλαστική αφήγηση του Κοσμά Πολίτη ως παλίμψηστο: Μια αφηγηματολογική προσέγγιση (ηλεκτρονική μορφή Διδακτορικής Διατριβής), Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος, 2005, σ. 322 (σημ.): «Ένα νεότερο στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι το συλλαλητήριο εναντίον των Εβραίων που αναφέρεται στο 11ο κεφάλαιο του Στου Χατζηφράγκου συνέβηκε στην πραγματικότητα το 1902. [Ο Peter Mackridge παραπέμπει για λεπτομέρειες αυτού του περιστατικού σε προφορικές αφηγήσεις συγκεντρωμένες στο Δημήτρης Ι. Αρχιγένης, Λαογραφικά Α΄: Οι νταήδες τση Σμύρνης, Αθήνα, 1977, σσ. 84-94]. Βλ. Peter Mackridge, «Kosmas Politis and the literature of exile», στο περιοδ. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 9, Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα 1992, σσ. 223-239».

[11] Το ίδιο μυθιστόρημα επιλέγουν, εξάλλου, χάρη στο ενδιαφέρον σχετικό υλικό του, και ο Peter Mackridge (του οποίου, ωστόσο, η έρευνα έχει άλλη στόχευση και ο οποίος, εξάλλου, αναφέρεται αλλού και στο μυθιστόρημα Εκάτη, όπως θα δούμε στην συνέχεια), βλ. στο Peter Mackridge, «Kosmas Politis and the Literature of Exile», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος Θ′, Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα, 1992, σσ. 223-239/ κυρίως σσ. 236-238, και ο Henri Tonnet, βλ. στο Henri Tonnet, «Sur quelques personages de Juifs – dans la littérature néo-grecque», περ. Cahiers Balkaniques, no 5 (1983), σσ. 77-91/ εδώ, σσ. 85-89. Στην μεταφρασμένη εκδοχή, δε, τού άρθρου τού τελευταίου, Henri Tonnet, «De la calomnie à l’ incompréhension: aperçu sur l’ évolution du thème juif dans la littérature grecque moderne», περ.Yod, τχ. 35, INALCO, Παρίσι, 1992, σσ. 77-82, η οποία συμπεριλήφθηκε στο Henri Tonnet, Μελέτες για την νεοελληνική πεζογραφία, Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, Εκδόσεις Μεσόγειος, Αθήνα, 2009, σσ. 463-473, με τον τίτλο: «Από τη συκοφαντία έως την αδυναμία κατανόησης: ανασκόπηση της εικόνας των εβραίων στη νεοελληνική λογοτεχνία», διαβάζουμε ότι ο Tonnet θεωρεί πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκφραστής τής μετάβασης «από την απλή συμπόνια στην ειλικρινή συμπάθεια», εξέλιξη η οποία «θα συντελεστεί, ουσιαστικά, στην ελληνική λογοτεχνία, μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο» και η οποία «οφείλεται περισσότερο στην επίδραση των ευρωπαϊκών φιλελεύθερων ιδεών παρά σε καθαρά ελληνικές τάσεις» (ό.π., σ. 469). Ο Tonnet εκτιμά ότι ο Κοσμάς Πολίτης «παραμένει εντυπωσιακά πιστός στην παραδοσιακή θεματική και, συγχρόνως, την ανανεώνει, χάρη στη συγκινησιακή και ιμπρεσσιονιστική προσέγγισή του. Τα χριστιανικά και πολιτικά στοιχεία περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το ζητούμενο γι’ αυτόν τον κοσμοπολίτη και κομμουνιστή αστό είναι να εξηγήσει την αδυναμία αποδοχής από τους Έλληνες της ετερότητας των εβραίων» (ό.π., σ. 470).

[12] Πάντως, στην Eroïca, ο Εβραίος Βενιαμίν Μορένο παρουσιάζεται, στην ώριμη ηλικία του, να είναι αφοσιωμένος, σε πλήρη αντίθεση με το παρελθόν του, όχι στην μαγεία τής μουσικής αλλά στην μαγεία τού χρήματος· βλ. στο Μαρίτα Παπαρούση, «Χρονικές σχέσεις στην Eroïca», περ. Περίπλους. Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης, τχ. 48, Περίοδος β′, Έτος 15/ 1999, σσ. 92-105/ εδώ, σ. 104, σημ. 8.

[13] Βλ. στο Απόστολου Σαχίνη, Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Εκδόσεις Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, 1979, σ. 14.

[14] Ας σημειωθεί εδώ ότι «η δράση τού μυθιστορήματος [Εκάτη] τοποθετείται γύρω στα 1928»· βλ. στο Peter Mackridge, «Παραθέματα, παρωδία, λογοκλοπή και διακειμενικότητα – στην Eroïca τού Κοσμά Πολίτη», περ. Περίπλους. Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης, τχ. 48, Περίοδος β′, Έτος 15/ 1999, σσ. 66-78/ εδώ, σ. 77, σημ. 10.

[15] Να σημειωθεί ότι στο ανυπόγραφο άρθρο τού περιοδικού Μπουκέτο, το οποίο τιτλοφορείτο «Ο “Βασιλεύς τής Νάξου”!» και είχε τον επίτιτλο: «Τα κατορθώματα ενός Εβραίου τυχοδιώκτη», η σύζυγος του Ιωσήφ Νάζη αποκαλείται Ρεΰνα ή Ρεϋνίκα (χαϊδευτικά), ενώ αναφέρεται ότι το ζεύγος δεν απέκτησε παιδιά· βλ. στο περ. Μπουκέτο, τόμος 5, αρ. τχ. 220, 21.6.1928, 650-651.

[16] Γίνεται φανερό πως ο Peter Mackridge δεν έχει επιμείνει σχολαστικά στις επιμέρους θεωρητικές κατηγοριοποιήσεις τής Παράθεσης, στο συγκεκριμένο, τουλάχιστον, μελέτημά του, και ούτε έχει λάβει υπ’ όψιν του το: Leo H. Hoek, La marque du titre. Dispositifs sémiotiques dune praqtique textuelle, Mouton, 1981. Σχετικά με τους συγκεκριμένους θεωρητικούς όρους βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Το Παρακείμενο και η …–( Δια)κειμενικότητα ως Σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2009, σσ. 484-489 και για την εφαρμογή τους βλ. και στην συνέχεια εδώ.

[17] Βλ. στο Peter Mackridge ό.π., σ. 66. Ειδικά σχετικά με τα «οφθαλμοφανή» όπως και τα «αφανή» σαιξπηρικά διακείμενα στο μυθοπλαστικό έργο τού Κοσμά Πολίτη, βλ. την μελέτη μου με τον τίτλο «Ο Σαίξπηρ στον Κοσμά Πολίτη», ενταγμένη στα Επίμετρα της έκδοσης William Shakespeare, Άμλετ. Το κείμενο της παράστασης του «Πειραματικού Θεάτρου» τής Μαριέττας Ριάλδη, 1971-1972, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, Επιμέλεια – Σημειώσεις – Επίμετρα: Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Νεφέλη, Αθήνα, 2014, σσ. 123-154.

[18] Για την ακρίβεια, ο πρωταγωνιστικός ήρωας του Κοσμά Πολίτη στην Εκάτη (βλ. στο Κοσμάς Πολίτης, Εκάτη, Ερμής, Αθήνα, 1985, σσ. 267-271) Παύλος Καλάνης βρίσκει ένα παλιό βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνονται δύο ξεχωριστές ιστορίες. Ο τίτλος τής πρώτης «έπιανε ολόκληρη τη σελίδα: Χρονικόν τής Παρκιάς οπού ονοματίζεται και Πάρος δια το επάρασιν αυτήν με την Αρμάδαν οι επάρατοι Αγαρηνοί εν ενετίησιν MDCXXXIV». Η δεύτερη ιστορία έχει έναν εξίσου «μακρόσυρτο» τίτλο, ενώ, στην πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος (1933) προσετίθετο η πληροφορία ότι αυτή η δεύτερη ιστορία «ίσως [ήταν] ένα παράρτημα στην προηγούμενη» (οι διαφορές τής πρώτης έκδοσης με την οριστική έκδοση του μυθιστορήματος, ως προς το υπό μελέτη εδώ απόσπασμα, είναι, οι περισσότερες, επουσιώδεις, πλην τής προαναφερθείσας πληροφορίας, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, πλην τής παράλειψης, από την οριστική έκδοση, της καταληκτικής φράσης από το παράθεμα της δεύτερης ιστορίας, το οποίο τελείωνε ως εξής: «Έκτοτε δ’ εν Ιταλία ήκμασε το χριστιανικόν γένος Ηρακλειδών και Νάζη…»· για τα παραπάνω βλ. στο Κοσμά Πολίτη, Εκάτη, Αθήνα, 1933, σσ. 257-262). Ο τίτλος τής δεύτερης ιστορίας, λοιπόν, κεφαλαιογράμματος, όπως και ο πρώτος, έχει ως εξής: «Φανέρωσις της Χάριτος …Κυρίας Θεοτόκου Εκατονταπυλιανής… τη απίστω Ιουδαία Δουκεσσίνη Ερσηλία [στην α′ έκδοση το «Ερσηλία» γράφεται παντού: «Ερσυλία»] Νάζη ώσπερ το πάλαι τη …Οσία Μητρί ημών Θεοκτίστη…». Η πρώτη από τις δύο ιστορίες που παρατίθενται στο μυθιστόρημα αφορά στο πραγματικό γεγονός τής άλωσης του νησιού από τον Μπαρμπαρόσα, το 1537, αλλά (υποτίθεται πως) προέρχεται από ένα χρονικό γραμμένο ή αντιγραμμένο 100 περίπου χρόνια αργότερα. Στην δεύτερη ιστορία πρόκειται για ένα συμβάν αντίστοιχο με «το θαύμα τής Αγίας Θεοκτίστης», με το οποίο και ξεκινά η εξιστόρηση και για το οποίο, άλλωστε, έχει γίνει και αλλού εκτενής λόγος στο μυθιστόρημα. Στην δεύτερη, δε, ιστορία εμφανίζονται τα τέσσερα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται και ο Mackridge, ενώ κάποια βασικά στοιχεία για τον Ιωσήφ Νάζη συμφωνούν και με τα αντίστοιχα στο ιστορικό διήγημα τού Χρήστου Χρηστοβασίλη. Την γυναίκα τού Νάζη, πάντως, ο Χρηστοβασίλης την αναφέρει ως «Πανώρια Ραχήλ» ή «αγγελόμορφη Ραχήλ» (βλ. στο Περί Εβραίων, ό.π., σσ. 130, 132), ενώ δεν μνημονεύει καμία κόρη.

[19] Βλ. στο Peter Mackridge ό.π., σ. 70.

[20] Βλ. ό.π., σ. 77/ σημ. 12.

[21] Βλ. σχετικά και στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Το Παρακείμενο…, ό.π., σ. 485.

[22] Βλ. στο Peter Mackridge ό.π., σ. 70.

[23] Βλ. ό.π., σ. 66. Ο Mackridge υπαινίσσεται, με την σειρά του εδώ, τον τίτλο τού βιβλίου τού Gérard Genette, Palimpsestes: la littérature au second degré (Παρίσι, 1982).

 

 

 

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου

Προηγούμενο άρθροΤα ερωτικά ηρωικά του Χρ. Τσιάμη (γράφει ο Γ. Λίλλης)
Επόμενο άρθροΓιώργος Αλισανδράτος: Μια «επτανησιακή συμβολή» στον δημοτικισμό (του Σπ. Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ