Ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί Ρώμο Φιλύρα, Νίκο Φωκά, Τάσο Ρούσσο και Αλέξιο Μάινα.
ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
(1884-1942)
ΡΥΘΜΟΣ
Αρμενισμένοι στα βαθιά κι απάνου το φεγγάρι…
Κύλα τα κύματα, Ρυθμέ, νικώντας τον αγέρα,
και σαν αρνιά σαλάγα τα στη νύχτα του Αλωνάρη,
βοσκέ, ώ απόκοσμε βοσκέ, που δεν κρατάς φλογέρα.
ΟΜΟΡΦΙΑ
Έτσι βυθίσου, ωραία ψυχή, μες στην ασχήμια ολάκερη
και μέθυσε στο μίσος της και τη βαθιά της φρίκη ˙
έτσι μες στο σκοτάδι της γίνουμαι Ορφέας εγώ
κι αναζητώ με πιότερο πόθο την Ευρυδίκη…
ΔΕΝΤΡΑ
Ω δέντρα, που αργογέρνετε την κορυφή στο χώμα,
που η μαύρη θλίψη σας λυγάει –αλίμονον– ακόμα,
σα νεκροθάφτες μοιάζετε που σκύβετε του κάκου
να θάψετε τη θλίψη σας στο βάθος ενός λάκκου.
(ΡΟΔΑ ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ, 1911)
ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Ήταν στη φύτρα κάποια ρίζα ακέρια,
φλέβα γερή, πηγή μεστή, δροσάτη,
που όταν στο λίκνο απλώνανε τα χέρια,
να σε δεχτούν γονιοί, χαρά γεμάτοι,
σαν απόκοσμο βρέφος, προς τ’ αστέρια
τη ματιάν ύψωνες, όλη γελάτη,
αγέρωχη κι αδιάφορη, στα αιθέρια
ζητώντας να ’βρεις τάχα άγνωστο κάτι.
Αλήτικη ψυχή, γυρνάς στ’ Ωραίο,
ζεις τη χαρά, ξεφεύγεις απ’ τα σκότη,
μέσα στο φως πάντα ζητάς το Νέο.
Αν είναι Μοίρα κι η Αιωνιότη,
στο στίχο μου κι αν ζήσεις Αιθερία,
έσμιξες από πριν με τα Στοιχεία.
(ΘΥΣΙΑ, 1923)
ΘΑΛΑΣΣΑ
Κύμα στο κύμα η θάλασσα στην τραγική της χάρη,
χιλιόφωνη, χιλιάφριστη, βογκά κι όλο σπαρταράει,
και με τους κάτασπρους αφρούς σαν για φτερά της, μοιάζει
όρνεο τεράστιο που ορμά να φύγει απ’ το μπουγάζι!
(ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ 1903-1923)
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟΥ
Νεκροταφείο μακρινό κι απόμερο,
πένθιμο και θλιφτό, Φρενοκομείου
– νεκροταφείο, πνευμάτων και ψυχών
κι ύστερα, το ξεσύρσιμο φορείου.
Απόγνωση, στερνή, σε τόση απόγνωση,
βυθός, βυθού, σ’ άκραχτα σκότους βάθη:
ολοφυρόμενον ασκέρι, σ’ έρημο,
μακριά από πόνους, τόσα μαύρα πάθη.
Το κυπαρίσσι, πένθιμο, είναι, σύμβολο,
κι όμως, δε φτάνει, θέλει κι άλλα ταίρια,
λωτόν, ελλέβορο, λιβανιστήρια πήλινα,
κοράκια και σκουλήκια, στα ξεφτέρια.
Σκυλιά να ψάχνουνε σκυφτά, στα μνήματα,
ιχνήλατα, στα ολόθλιβα τα βράδια,
μέσα στην άπειρη γαλήνη, την ολόπενθη,
μέσα στο φως και μέσα στα σκοτάδια.
(1936)
[ΙΕΡΑΤΕΙΩΝ, ΚΑΛΟΓΕΡΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΚΗΤΗ]
Ιερατείων, καλόγερων γίνεται κάποτε σκήτη
όλη η ψυχή μου η γόησσα, όλη η ζωή μου η γλυκιά
σ’ ένα κοντόγιαλο κείτομαι κι ερημωμένο ένα σπίτι
και τη γαλέρα ονειρεύομαι που θα με πάει στα παλιά.
Κι είτε ψαρόβαρκα σύσκια, είτε απαλό τρεχαντήρι
να ξαναπάρει τον ύπνο μου τον αντιπέρα δρόμο
να με σαλπάρει στο πέλαγο, με το γλαυκό ζεφύρι
όπως παιδάκι ο τρατάρης μου με ξαναπήρε στον ώμο…
(1955)
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ
(1927)
Ο ΥΜΗΤΤΟΣ
Κοιτάζοντας ένα τμήμα του Υμηττού μέσα από τα
διάκενα των πολυκατοικιών:
Το μέρος μοιάζει ωραιότερο από το όλο.
Η ένταση του μέρους, η ένταση του ακρωτηριασμένου
και του αποσπασματικού
Για να γίνει όλο, είναι η ομορφιά του.
Η ένταση του μέρους, η ένταση του κατασπαραγμένου
και τ’ απομειναριού
Για ν’ ακεραιωθεί ξανά, είναι η Ελλάδα.
(Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΕΤΟΥ, 1981)
ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ
Η χειμωνιάτικη θάλασσα στη στροφή του δρόμου
Η ξεχασμένη αρμύρα της, το ξεχασμένο κολύμπι
Τα ξεχασμένα από τον Αύγουστο κύματα
Κι ένα θαμπό σκαρί στο βάθος!
Η άκαιρη αίσθηση της κάψας μεσ’ στο κρύο φως
Καθώς η παιδικότητα κάθε καλοκαιριού
Διατηρείται πια και μέσα στο χειμώνα
Σα να τη δημιουργούσε ολοχρονίς η ζωή ˙
Η καθημερινή ζωή με το στιγμιαίο
–Μια κουβέντα, μια ματιά, μια μετακίνηση–
Με τ’ ωριαίο, το ημερήσιο, το εποχιακό
Πάνω σ’ ένα σκοτάδι δίχως διαβαθμίσεις.
–Ω η παιδικότητα ενός κόσμου θεατρικού
Με στατική κι ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων
Κόσμου τρισδιάστατου πολύχρωμου
Πρόσφορου πάντα σκηνικού για παραπέρα δράση.
(ΓΚΡΙΖΟ ΧΡΩΜΑ ΘΕΡΜΟ, 1989)
ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΠΑΓΩΝΙΑ
Μέσα στην κρύα λιακάδα εννέα το πρωί
Μ’ εσωστραμμένους απ’ τη νύχτα ακόμα
Όλους τους ζωικούς οργανισμούς
Και με τον Υμηττό ένα απλό περίγραμμα,
Πλάσματα που πατούσαν στέρεα στη γη
Πατούν στη μνήμη τώρα
Αυτή που τρέφει σε μιαν άλλη γη
Όσα από εδώ περνούν, άψυχα κτήνη κι άνθρωποι.
Εννέα το πρωί ˙ το φως ο μόνος χρόνος
Δεν λέει να ξεπαγώσει περισσότερο
Παρ’ όσο για να ενεργοποιηθούν
Απ’ την εντάφια ακινησία τα είδωλά τους:
Χέρια και πόδια χορευτών που αρχίζουν
Να βγαίνουν από την αδράνεια
Κερδίζοντας συνείδηση μιας μουσικής
Ανάκουστης για μας τους άλλους.
Με σαλεμένο νου σαν μέσα σ’ όνειρο
Κι ένταση ονειρική, μ’ όλο που ξύπνιος,
Κλαίω κι εγώ καθώς τους βλέπω ν’ αποκτούν,
Παλιές απώλειες της ζωής,
Φωνή και διάρκεια σαν βρέφη ˙
Καθώς τους βλέπω κάτω από τ’ οριακό αυτό φως
Με τη στρογγυλεμένη αιωνιότητα
Που άνοιξα ενάντια στο ζόφο σαν ομπρέλα…
(ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗΣ, 1993)
ΓΟΗΤΕΙΑ
Όπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα σαν κάτι στέρεο
Έτσι κι εμείς από τις μνήμες μας, σαν να ’χαν θα ’λεγες κι αυτές
μια στερεότητα ˙
Αρκούν μπορεί κάποιες ομοιότητες συνθηκών, ατμοσφαιρικών ή
άλλων, κάποιες συμπτώσεις
Για να τις εκκαλέσουν ˙ αρκεί ένα σύννεφο σαν σκιάχτρο
Τριανταφυλλί και μαύρο σε χειμωνιάτικο σούρουπο ˙
Αρκεί ίσως μια ευωδιά ˙ διότι αυτός που οσφραίνεται βλέπει κι
ακούει.
Και τότε αιφνιδιαστικά η απόσταση καταργείται και το απομακρυσμένο
Αλλά χωρίς τη δύναμη του κακού που ’χε άλλοτε όταν ήταν κοντινό
Γίνεται βίωμα άμεσο ξανά, γίνεται η γοητεία της γης που μας κάνει να κλαίμε.
Κι αλήθεια, απ’ όσα υπήρξαν κάποτε πραγματικά
Μονάχα η γοητεία τους μας απομένει τώρα
Και μας ανήκει βασανιστικά – σαν κάτι στέρεο ˙ γι’ αυτήν μονάχα
έχουμε ζήσει.
(ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΚΟΛΥΜΑ, 1997)
ΠΑΡΚΙΝΣΟΝ
Εσύ ο διπρόσωπος με το στραμμένο
Πρόσωπο προς εμάς, ενώ με τ’ άλλο
Το αόρατό μας άγνωστο ποιον βλέπεις,
Με ποιον μιλάς – εσύ ο ενώπιόν μας,
Σαν κάποιος που όπως λένε έχει τα μέσα
Με τις αρχές και του περνάει ο λόγος,
Σκύψε από την εικόνα σου και πιάσε
Το χέρι που έσφαξε και τώρα τρέμει!
(ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ ΜΑΣ, 2000)
ΠΑΛΑΜΕΣ
Πλήθος τα χελιδόνια αναζητούν τον ήλιο
Κάτω απ’ τη συννεφιά ˙
(Σε μια ατελέσφορη αναζήτηση;
Σε μια χαζή ακινησία;)
Έτσι κι εμείς με τον δικό μας τρόπο,
Άφτερη σύναξη χάμω στη γη,
Βασανισμένη απ’ τη μακροβιότητα
Δοκιμασμένη πια.
Μη μας εγκαταλείπεις ο ζωοδότης,
Μαργαρίτες στο τέλος του μηνός,
Ολάνοιχτες εικοσαδάχτυλες
Παλάμες ικεσίας!
ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ
Όπως κάποιος που αντιμέτωπος με την ομοιομορφία του πλήθους
προχωρεί σε αντίθετη προς αυτό κατεύθυνση, διασχίζοντας
όχι χωρίς κίνδυνο μία συμπαγή πορεία με κραυγαλέα αιτήματα.
Έτσι κι εγώ που διατηρώντας το μοναδικό μου αίτημα μυστικό
πορευόμουν χρόνια τώρα ωσότου έφτασα επιτέλους
Σ’ αυτό το κενό, κάτι σαν το κενό ανάμεσα στον χειμώνα και την
άνοιξη, έναν επίπεδο χώρο σαν αλάνα αόριστα κυκλική με μισογκρεμισμένους τοίχους, σαν στημένα σκηνικά.
Τι μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος παρά τόπος αναψυχής όπως είναι
μια παιδική χαρά για το παιδί;
Μολονότι κανένα παιδί δεν βλέπω γύρω, ούτε κι ενήλικο αλλά ούτε
και περίτεχνες εγκαταστάσεις παιχνιδιού και μηχανές ψυχαγωγίας.
Αυτό που τον κάνει ακόμα παιδική χαρά είναι μόνο το τυχαίο πουλί
που κατεβαίνει πότε-πότε στο έδαφος
Σάμπως αν και πετούμενο να μην απαξιώνει τη γη ή μπορεί και καμιά
φούντα χαμομήλι σε μία σύνθεση με τη μύτη ενός βράχου που
προεξέχει από το χώμα.
Όπως ένας πεζοπόρος στη διάρκεια ενός εξαντλητικού και μάταιου
αγώνα ποθεί
Περισσότερο από καθετί την ανάπαυση, το τέρμα, θυσιάζοντας τη
νίκη, έτσι νιώθω κι εγώ
Στον άδειο τούτο τόπο, τον αποξεχασμένο, αδιάφορος πια για το
αποτέλεσμα του αγώνα.
Τι άλλο μπορεί να ’ναι αυτός ο τόπος; Ίσως τώρα που τον παρατηρώ
πιο επισταμένα, όχι παιδική χαρά, μα τόπος ενταφιασμού,
νεκροταφείο χωρίς σταυρούς
ή κι ίσως κάποιας λογής υπαίθριο ιερό.
Οπωσδήποτε ό,τι και να ’ταν έμοιαζε τέρμα, με κατάπαυση, με κατάληξη.
(ΚΟΝΤΗ ΣΚΙΑ, 2013)
ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ
(1934-2015)
Η ΠΙΚΡΑ
Ν’ αγαπήσεις τις στιγμές που φεύγουν
τη συγκίνηση και την πίκρα των ημερών
τα χείλη και το σώμα που σε δίδαξαν πως υπάρχεις
κι όλον αυτό τον πόνο
που σα νερό γλιστράει μεσ’ απ’ τα δάχτυλά σου
ζωή καθημερινή ζητώντας γαλήνη
και μένοντας πιο πολύ μόνος
ανάμεσα στους αγαπημένους.
Πώς να κερδίσεις έτσι τη ζωή σου
που βουλιάζει καθημερινά
και την παίζεις και τη χάνεις διαρκώς
μεσ’ στις στιγμές σα φύλλο πατημένο στη βροχή
χωρίς να μπορείς να μείνεις για λίγο απών
κοιτώντας ή ακούγοντας αυτά που ελπίζεις:
τα δέντρα και τα πουλιά να κατεβαίνουν
λίγο νερό να πιουν απ’ την ψυχή σου.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΣ
Θαμποί ελαιώνες, κίτρινοι κάμποι
ήλιος θρεμμένος με καρπούς κι αλάτι
κι ανάμεσα ραγισμένα βράχια
απ’ όπου ατέλειωτος ακούγεται
ο στεναγμός της Περσεφόνης.
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, ΙΙΙ
Η ηρεμία λέγεται και αποδοχή ή απλώς ήττα.
Θυμήσου τις άσπρες μέρες
τον πρώτο
παράφορον άνεμο.
Τότε το πρόβλημα
ήταν η αλήθεια μεσ’ στο τραγούδι.
Γύρισε πίσω
υιοθέτησε τη φωνή σου.
(ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΝΕΡΟ, 1972)
Ο ΞΕΝΟΣ
Του Κωστή
Όσο μεγαλώνει το φως,
μικραίνει η ζωή
η ζωή μου που φεύγει μονάχη,
ερημωμένη παράξενα.
Όσο αυξάνεται το νέο σου αίμα
και τραγουδά με κάποια λάμψη
από τα δικά μου μάτια
με τους δικούς μου κάποτε
παιδικούς ήχους στη φωνή,
όσο το νέο κορμί σου
αγκιστρώνεται στον καιρό
και δρασκελίζει ανυπόμονα
τις φορτωμένες ημέρες,
η δική μου ζωή
πηγαίνει,
πηγαίνει μονάχη.
Όχι δεν είναι αυτό ταπείνωση του χρόνου
δεν είναι νίκη ενάντια στο θάνατο.
Μας παίρνει ο έρωτας
γέφυρα της στιγμής
και μεις –σημεία θανάτου– θα προσφέρουμε
καινούργια σάρκα στο ανθρωποφάγο σκότος.
Όσο το νέο κορμί σου
αγκιστρώνεται στον καιρό
και δρασκελίζει ανυπόμονα
τις φορτωμένες ημέρες,
η δική μου ζωή πηγαίνει σαν ξένη,
πηγαίνει,
πηγαίνει μονάχη.
(Ο ΞΕΝΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ, 1981)
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Βρίσκεις την αλήθεια μες στο ποίημα
όπως σκοντάφτεις σε μία πέτρα
στο φεγγάρι
τη βρίσκεις στα λόγια που δεν πρόσεξες
ή στη διαλυμένη μνήμη
που όλο καυχιέται για τα περασμένα
τ’ άγουρα χρόνια
τα κορίτσια.
Μα η αλήθεια είναι μισή καρπός
μισή σκουλήκι
χάλκινο ξίφος μυκηναϊκό
φθαρμένο απ’ τις σφαγές και τον καιρό
κοίτασμα που κοιμάται στην άργιλο.
Δεν έχει σώμα να την πιάσεις
ή ακόμα και όψη να τη θυμάσαι.
Την ονειρεύεσαι και παραμιλάς
σαν αγέρας που ξεχάστηκε στα βουνά.
Απλώς υπάρχει μες στο ποίημα
υπάρχει κάτω από τα μνήματα των λέξεων
ανασαίνει κρυφά
την ώρα που βλέπεις
να βγάζει κέρατα ο τελευταίος σου στίχος.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν διαλέγει τις λέξεις
εκείνες τον αναζητούν
τρυπούν την καρδιά του
ορμούν στη φωνή
κι αλλάζουν τους ήχους.
Ύστερα πέφτει ο ουρανός
καινούργιο δέρμα στα τοπία
κι ανοίγουν τα φτερά τους τα δέντρα
καταπίνοντας σιωπή.
Δεν ακούει
οι φωνές τον γυρεύουν
πουλιά της μουσικής υπεριώδη
διασχίζοντας παράταιρες χώρες
ακίνητες βαθιά μες στον ορείχαλκο.
Μετά πάλι
το φως γεμίζει αράχνες
κι ακούγονται όπως πριν
οι κουβέντες των άλλων γύρω του.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ
Εάν η διάρκεια της στιγμής είναι μεγάλη
δηλαδή όσο κρατάει ένα τοπίο στη μνήμη
ή το παλιό κρασί μέσα στις φλέβες
τα δέντρα θα εξακολουθούν
να μας διδάσκουν τον καιρό
με φυλλώματα και πουλιά
κι ο ήλιος
τροχίζοντας τα μαχαίρια του.
Τότε ίσως να καταλάβεις
πως ο χρόνος φωλιάζει στα μάτια μας.
Όσα βλέπεις
μετρούν την καρδιά σου
όσα θυμάσαι
δίνουν ανάστημα στην ψυχή.
Τα μάτια μας
αποθηκεύουν τον καιρό.
(ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΟΦΗ, 1990)
ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
(1976)
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΒΑΡΚΑ
Όλα σιωπηλά
ένα πρωί στην όχθη.
Αμφιθεατρικά και πένθιμα τα σκηνικά της πλαγιάς
σαν αιχμάλωτα
αλλοπαρμένα μες στην ακατάληπτη δόξα τους
καθώς μου μιλούσες για το ασήμι
στα τεθλασμένα κουπιά.
Όταν ο ήλιος συνήθισε τη λίμνη
ήταν όλα ίδια, αδιάπλαστα,
μια βοή από κέδρους πες,
ώσπου το τέλος τα ’φερε κοντά του κι αυτά –
λουφάζοντας χάνονταν στη βεβαιότητα
του μονόπρακτού
πάνω απ’ τα τσίγκινα τροχόσπιτα των βδομάδων
όπως οι σκιές του φράχτη
στα μάγουλα των παιδιών που τρέχουν.
ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΓΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Ενίοτε αδιάβαστοι.
Τα νερά πέφτουν ή
κυλούν ή παγώνουν ή
λιμνάζουν ή χρωματίζονται.
Οι παλίρροιες φουσκώνουν και
ξεφουσκώνουν κι αποτραβιούνται και
παρασέρνουν και φυγαδεύονται.
Οι μέρες ζεσταίνουν
και πάλι.
(ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ, 2011)
(18:24) ΜΟΛΥΒΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ
Βιώνω θα πει
πολυμερίζω τις σημασίες των πραγμάτων
ή τα κάνω μεταφορές άλλων
Μια ουλή στο φρύδι, η σκουριά του βραδινού νερού
το πέρασμα ενός σκύλου μπροστά από μια σκάλα
μπορούν για τη μνήμη να συμβολίσουν το ένα το άλλο
ή να αποτελέσουν ιδεογράμματα ολόκληρων ιστοριών.
Έτσι εξατομικεύεται η οντολογία των πραγμάτων
και το νόημα των λέξεων.
Ο αναγνώστης ενός απλού καλημέρα σου
προσθέτει απ’ τους τσακωμούς μέχρι το διαζύγιο
ή το χαμόγελο απ’ την απώλεια της αγαπημένης γιαγιάς του
που τον ξύπνησε και τον φίλησε μ’ αυτά τα λόγια.
Ίσως νιώθουμε μερικοί και κουτσουρεμένοι
γιατί είμαστε σύμβολα και μετωνυμίες κι εμείς οι ίδιοι
αλλά είναι δύσκολο να πούμε τι συμβολίζουμε.
(Είμαστε ασκήσεις της φθοράς.)
(ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ ΤΟΥ ΟΚΑΜ, 2014)