Αλέκος Λούντζης : O αχαλίνωτος Μακρυγιάννης των Οραμάτων (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

0
777

 

 

Η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζει την όπερα Οράματα και θάματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, ένα τολμηρό και δύσκολο εγχείρημα σε μουσική και σύλληψη του συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλου και σε λιμπρέτο του συγγραφέα Αλέκου Λούντζη. O Αλέκος Λούντζης (βραβείο Αναγνώστη 2016) εξηγεί το πώς αυτό το οραματικό κείμενο μεταφέρθηκε στην όπερα και ποια ήταν η δική του προσφορά στο κείμενο, το πώς ταίριαξε στη νέα σύνθεση εκτενή αποσπάσματα του πρωτότυπου κειμένου με δικά του λόγια διερευνώντας γέφυρες και καθρεφτίσματα της ιδιόμορφης γλώσσας και του πεπερασμένου κόσμου του Μακρυγιάννη στη δική μας πρόσληψη γλωσσικής και ιστορικής (α)συνέχειας.

 

συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

 

Δεν είναι κάπως παρακινδυνευμένη η μετάπλαση ενός τόσο δύσκολου και κρυφού στα νοήματα κειμένου σε όπερα, ένα είδος που βασίζεται κυρίως στη μουσική και στους κανόνες της;

Παραδόξως, εμένα μου φαίνεται σχεδόν ιδανική αφετηρία, μεταξύ άλλων, και για τους λόγους που αναφέρετε, δηλαδή του δυσπρόσιτου και «κρυφού στα νοήματα κειμένου». Παρακινδυνευμένη είναι αναμφίλεκτα, όπως όμως νομίζω ότι θα ήταν κάθε απόπειρα μετάπλασης κειμένου μιας τόσο κομβικής για τις αφηγήσεις και τις φαντασιώσεις μας προσωπικότητας.

Ας πούμε, λοιπόν, δυο πράγματα και για τους άλλους λόγους. Βασικό γνώρισμα του πρωτότυπου κειμένου, αλλά μέχρις ενός σημείου και των Απομνημονευμάτων, είναι η συναισθηματική φόρτιση, η ιλιγγιώδης πορεία του προς κάθε κατεύθυνση. Η υβριδική μορφή, ιδίως, του Οράματα και θάματα, μεταξύ χρονικού και εκστατικής εξομολόγησης –μια πυρετική θρησκευτική εμπειρία χωρίς εκκλησία–, και η γραφή του Μακρυγιάννη, και στα δύο ’στορικά, σε ζωντανή δημώδη γλώσσα, προσδίδουν στα έργα του τη λογοτεχνική τους ιδιαιτερότητα. Με κάποιες από αυτές τις ιδιότητες, και πλείστες δικές μας προβολές, ο Μακρυγιάννης ταξίδεψε ολόκληρο τον 20ο αιώνα ως ένας μύθος πασπαρτού, τον οποίον, με διαφορετικά κίνητρα και τρόπο, πολλοί, η γενιά του ’30, η ελληνική αριστερά και κυρίως οι διάφορες νεορθόδοξες και εθνικιστικές αφηγήσεις, επιχείρησαν να φέρουν στα μέτρα τους. Αυτός ο πολυσυλλεκτικός μαγνήτης του μύθου του μού φάνηκε εξαρχής ένα στοιχείο εξαιρετικά ενδιαφέρον και σύγχρονο.

Ο τρόπος ή μάλλον η πυξίδα της εργασίας μας, λοιπόν, ήταν κάπως αντίστροφη της συνηθισμένης. Αντί να εστιάσουμε σε μια όψη ή εκδοχή του μύθου για να εξαντλήσουμε ή να καλουπώσουμε τη δραματικότητά του, εμείς ξεκινήσαμε από ένα πολύ φορτισμένο και σε σημεία ντελιριακό κείμενο, με επίγνωση της πολεμικής γύρω από αυτό, και προσπαθήσαμε να βρούμε μια ερμηνευτική η οποία να αναδεικνύει τις αντιφάσεις, τις αντινομίες, τις αφορμές αντίρροπης ερμηνείας του κόσμου που το γέννησε. Επιχειρήσαμε, δηλαδή, μία, προφανώς μερική και υποκειμενική, χαρτογράφηση του παράξενου κόσμου των «Οραμάτων» του Μακρυγιάννη με οδηγό την κριτική ιστοριογραφία και σκοπό να δούμε και να ακούσουμε τον κόσμο αυτό από όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές χωρίς να τον κρίνουμε ή να τον εργαλειοποιήσουμε.

Ας συμπληρώσω, απλώς, ότι η δική μου εργασία ξεκίνησε γράφοντας  ένα δοκίμιο, για προσωπική χρήση, με τον παιγνιώδη τίτλο «Για ποιον λόγο να  συνθέσει κανείς ένα λιμπρέτο για τον Μακρυγιάννη σήμερα;». Αναζητούσα μία σύνδεση και ένα πειστικό κίνητρο. Αισθανόμουν ότι αν  δεν απαντούσα σε αυτό το ερώτημα, δεν θα μπορούσα να προχωρήσω. Όταν αυτό συνέβη, το προηγουμένως χαοτικό εγχείρημα άρχισε σιγά σιγά, και με πάρα πολλή δουλειά, να μπαίνει σε ράγες. Προφανώς, προέκυψαν ένα σωρό ζητήματα, από την αρχιτεκτονική της πλοκής, την επιλογή των μακρυγιαννικών αποσπασμάτων και τη μετρική προσαρμογή τους μέχρι τους χαρακτήρες και το ύφος των αποσπασμάτων δικής μου νέας γραφής. Ωστόσο, ακόμη και αν σας φανεί παράξενο, η μουσική, οι κανόνες και ο διαισθητικός ορίζοντας που ανοίγει αν, φυσικά, συνδεθείς μαζί της, ήταν πάντοτε σύμμαχος σε εαυτό. Όταν χτυπούσα σε τοίχο, πράγμα που αρχικά γινόταν συχνά σε ένα κείμενο γεμάτο προσευχές, περιγραφές οραμάτων και παραληρηματικών ξεσπασμάτων, άκουγα ξανά τις πρώτες μουσικές και ανέτρεχα στις σημειώσεις από τις συναντήσεις με τον Μαραγκόπουλο.

Πώς συνεργαστήκατε με τον συνθέτη Δ.Μαραγκόπουλο; Εννοώ παράλληλα ή τελείωσε το κείμενο και πάνω σε αυτό γράφτηκε η μουσική ή τι άλλο;

Συνεργαστήκαμε βήμα βήμα από την πρώτη μέρα. Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, βέβαια, είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα τη διαδρομή, καθώς, , όπως έμαθα αργότερα, η ιδέα μια σύγχρονης όπερας βασισμένης στα Οράματα και θάματα υπήρχε στο μυαλό του από τα μέσα της δεκαετίας του 80, λίγο αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο στην εξαιρετική έκδοση του ΜΙΕΤ. Εγώ πάντως παρέλαβα αρκετά γυμνή την ιδέα, ακριβώς για να έχω την απαραίτητη ελευθερία να της δώσω το σχήμα τον τόνο που ήθελα σε εκείνη την πρώτη δοκιμαστική, όπως είχε με σαφήνεια και ειλικρίνεια συμφωνηθεί, συνεργασία. Στην πρώτη μας συνάντηση, παρουσία και της σκηνοθέτιδος της παράστασης Μαρίας Γυπαράκη, μου έκανε μια πρώτη μνεία για δύο απρόβλεπτα πρόσωπα που πρότεινε ως χαρακτήρες του έργου και μου έδωσε ένα CD με κάποιες πρώτες μουσικές, περίπου 10 λεπτών. Και τα δύο υλικά, οι φασματικοί χαρακτήρες και η πρώτη μουσική, θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια καθοριστικής σημασίας, αλλά εκείνη την ώρα όλα, ο λόγος, το μέτρο και κυρίως η πλοκή, ήταν στο σκοτάδι ή στην επόμενη λευκή σελίδα.

Από τη δεύτερη μας συνάντηση, δύο αδιανόητα εντατικούς μήνες αργότερα, όταν πλέον είχα μια πρώτη εκδοχή των περιλήψεων κάθε σκηνής και το ολοκληρωμένο λιμπρέτο μίας, ως δείγμα, είχαμε τακτική επικοινωνία τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση. Συζητήσαμε επανειλημμένα για την πλοκή, και στη δομή και στις λεπτομέρειές της, διαβάζαμε κάθε σκηνή αφότου γραφόταν η πρώτη εκδοχή και ακούγαμε μαζί τη μουσική της όταν την τελείωνε ο Δημήτρης. Η σειρά ήταν κατά βάση πρώτα κείμενο και μετά μουσική, αλλά σε μία μακρά πορεία 16 μηνών υπήρχαν και παραλλαγές, όπου για παράδειγμα έγραψα εξαρχής πάνω σε συγκεκριμένες μουσικές φράσεις ή θέματα. Τώρα, που ολοκληρώνεται αυτός ο κύκλος, νομίζω ότι το πλέον πολύτιμο συστατικό της συνεργασίας ήταν η αμοιβαία εμπιστοσύνη και ο σαφής καταμερισμός που έκανε όλες τις παρεμβάσεις να μοιάζουν πως έγιναν από το ίδιο χέρι.

Τα Οράματα και Θάματα είναι ένα έργο μεταφυσικής αγωνίας και με αναφορές σε πνευματικές καταστάσεις που δύσκολα θα ταίριαζαν με την σημερινή εποχή. Πώς ακριβώς ξεπεράσετε αυτόν τον σκόπελο;

Δεν επιχειρήσαμε να τον ξεπεράσουμε αλλά να τον αξιοποιήσουμε ή έστω να τον εντάξουμε στη δραματουργία. Η ιδέα στην όπερα είναι ότι συνυπάρχουν δύο παράλληλες αφηγήσεις, δύο, τουλάχιστον, παράλληλοι τρόποι και τόποι ανάγνωσης της νέας σύνθεσης. Η δομή, οι χαρακτήρες, ο «σπασμένος» Χορός, η σχέση μεταξύ μουσικής και λιμπρέτο, όλα είναι ραμμένα πάνω σ’ αυτή τη συνθήκη. Η πρώτη αφήγηση διατρέχει τη ζωή του Μακρυγιάννη μέσω, όμως, των δραματοποιημένων οραμάτων του. Η δεύτερη, με έναν τρόπο, παρακολουθεί τον εαυτό μας στον καθρέφτη ενώ διαβάζουμε ή ακούμε για τον Μακρυγιάννη. Αφορά, δηλαδή, τη δική μας πρόσληψη τα τελευταία εκατό και πλέον χρόνια από την έκδοση αρχικά των Απομνημονευμάτων: Τι βλέπουμε και τι φανταζόμαστε για τον Μακρυγιάννη «εμείς», η εποχή μας, που έχουμε διαθέσιμο εκτός από το πρωτότυπο έργο του, μελέτες και κείμενα από τον Βλαχογιάννη, τον Παλαμά, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Σεφέρη, τον Λίνο Πολίτη,  τον Λορεντζάτο, τον Ασδραχά τον Αλέξη Πολίτη, τον Γιαννουλόπουλο, τον Νίκο Θεοτοκά κ.ά, που έχουμε, επίσης, τον αντίλαλο από όλες τις τόσο διαφορετικές προφορικές μυθοποιήσεις για την προσωπικότητα του;

Εδώ, λοιπόν, η μεταφυσική αγωνία δεν αναιρείται, αλλά μετατοπίζεται από την αναζήτηση του θεού στην εξίσου φορτισμένη κατασκευή ενός μύθου, του Μακρυγιάννη της κάθε πλευράς εν προκειμένω. Η πειστική και αισθητικά άρτια αποτύπωση αυτής της ιδέας είναι και ένα από τα πιο βασικά στοιχήματα της όπερας. Το λιμπρέτο και η όπερα επιχειρούν, ακριβώς, να ιχνογραφήσουν, μέσα από τα οράματα και τα λόγια του Μακρυγιάννη, πώς δημιουργήθηκαν αυτά τα τόσο διαφορετικά πρίσματα πρόσληψης του έργου και της προσωπικότητάς του. Να φωτίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές του Μακρυγιάννη και του κόσμου του χωρίς να μπούμε σε καμία διαδικασία αποτίμησης ή εργαλειοποίησης.

  Σε μια ταραγμένη εποχή όπως η δική μας τι μένει σήμερα γενικότερα από τον Μακρυγιάννη;

 Νομίζω, ότι μετά τη μακρά πορεία ιδεολογικής χρήσης ή υπερερμηνείας μιας προσωπικής μαρτυρίας που απέκτησε στοιχεία καθολικότητας, περισσεύει κάθε επόμενη μονοδιάστατη κατασκευή ενός μονοδιάστατου προσωπείου του Μακρυγιάννη. Τώρα, στη δική μου πρόσληψη, όσο καθαρή μπορεί να είναι μετά την ομολογουμένως εξαντλητική ενασχόληση των τελευταίων 2 ετών μένουν κάπως κωδικοποιημένα και τα εξής:

α, Ένας ιστορικός χαρακτήρας με σπάνια για την εποχή του, αλλά μάλλον για όλες τις εποχές, κινητικότητα –πολιτισμική, ταξική κ.ά.– με όλες τις αδιαμφισβήτητες αντιφάσεις και αμετροέπειες του, τις μεγαλομανίες και τις μεγαλοσύνες του, ζευγάρι που είναι μάλλον αχώριστο σε όλα τα πλαίσια και τις εποχές.

β. Ένα πολύ γλαφυρό παράδειγμα, τόσο τα κείμενα όσο και η πρόσληψή τους, για τον εγκιβωτισμό περισσότερων μικρών κόσμων στο δοχείο ενός μεγαλύτερου ή στη σελίδα μιας γενίκευσης. Κάτι από τον σφυγμό, τη γλώσσα και τα πάθη των «άφωνων υποκειμένων της ιστορίας» όπως το διατυπώνει καταπληκτικά ο Ν. Θεοτοκάς[1].

δ.Ορισμένα αποσπάσματα εξαιρετικής λογοτεχνικής αξίας και δύναμης του πρωτότυπου κειμένου, με εντυπωσιακή αμεσότητα και παλμό, τα οποία ελπίζω ότι αναδεικνύονται και από την ενσωμάτωσή τους στη νέα σύνθεση, σε φόρμα και αισθητικούς κώδικες πιο προσιτά στους δικούς μας τρόπους. Για παράδειγμα, ένα δικό μου αγαπημένο απόσπασμα από το Οράματα και θάματα, όπως προσαρμόσθηκε στο λιμπρέτο της όπερας και όπου ο νοερός διάλογος με έναν Θεό που τον αποκαλεί ενοχλητικό και πεισματάρη μού φαίνεται κάθε φορά που τον διαβάζω εξίσου συγκλονιστικός.

Και μου λέγει ο Θεός/και μωρολόγος είσαι

και πεισματώδης/και ενοχλητικός

ε. Μένουν, επίσης, κάποιες πολύ σημαντικές, τόσο για το αποτέλεσμα όσο και τη μέθοδό τους, μελέτες καθώς και ορισμένες ανεξίτηλες διατυπώσεις της δευτερογενούς βιβλιογραφίας που επιχείρησε να αποκρυπτογραφήσει τον γρίφο του Μακρυγιάννη. Ας αναφέρω εδώ μόνο την περίφημη φράση του Σπύρου Ασδραχά «βάλθηκε με πάθος να γκρεμίσει τον παλιό κόσμο κι έτσι ανέτρεψε τον μόνο που μπορούσε να τον χωρέσει». Την επαναλάμβανα συχνά από μέσα μου κάθε φορά που κολλούσα στο γράψιμο. Μία όψη, λοιπόν, της ιστορίας του Μακρυγιάννη, όπως και πολλών άλλων υποκειμένων του κόσμου του, ήταν ότι βρίσκονταν χαμένοι κάθε φορά που νόμιζαν ότι κάτι κέρδιζαν, και ότι συνετέλεσαν σε αλλαγές που τελικά δεν χωρούσαν τους ίδιους. Όπως και να το ’δει κανείς είναι σκληρό πράγμα.

 ζ. Τέλος, αν πέραν της καλλιτεχνικής τους αξίας, που είναι αναμφίλεκτα ο βασικός στόχος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν και μια άλλη χρήσιμη λειτουργία, είναι να συνηθίσουμε σταδιακά να ακούμε την Ιστορία πιο πολυφωνική, όπως είναι κάθε παρόν πριν γίνει Ιστορία. Για τη δική μας εργασία, η ευχή είναι να συντελέσει η όπερα έστω και ελάχιστα στο να μπορούμε να «καταπιούμε τη μπουκιά» του Μακρυγιάννη χωρίς να χρειαστεί να τη μασήσουμε τόσο ώστε να τη φέρουμε στα μέτρα μας. Να δοκιμάσουμε να διαβάσουμε και να δεχτούμε τη μαρτυρία του Μακρυγιάννη χωρίς να χρειάζεται να αφαιρούμε επιλεκτικά τα αγκάθια από την πλευρά της που ακουμπάει στο δικό μας μαξιλάρι.

 

Η γενιά του ΄30 και πρωτίστως ο Σεφέρης χαρακτήρισαν τα Απομνημονεύματα ως ένα πρωταρχικό κείμενο στην ελληνική λογοτεχνία. Τα Οράματα και Θάματα που θα τοποθετούσατε σε σχέση με  την λογοτεχνική τους αξία;

 Δεν αισθάνομαι καμία αρμοδιότητα να αξιολογήσω ή να ταξινομήσω το δεύτερο ιστορικό του Μακρυγιάννη, πόσο μάλλον πλάι στο κείμενο του Σεφέρη. Ωστόσο, για να μην αποφύγω τελείως την ερώτηση, θα μου επιτρέψετε να είναι επιγραμματικές οι ούτως ή άλλως απολύτως υποκειμενικές απαντήσεις μου.

α. Η γενιά του ’30 μέχρι ενός σημείου είδε στον Μακρυγιάννη αυτό που είχε ανάγκη να δει, ό,τι εκκωφαντικά έλειπε με βάση τόσο τις φιλολογικές όσο και τις ιστορικές προτεραιότητες του καιρού. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ό,τι έλειπε τότε μας βρίσκεται εν αφθονία σήμερα ή ότι η αξιολόγηση ήταν ανακριβής ή ανειλικρινής, ίσως απλώς λίγο εστιασμένη· απτή απόδειξη, άλλωστε, είναι ότι αναφερόμαστε και σήμερα στο σπουδαίο κείμενο του Σεφέρη.

β. Τα Οράματα και θάματα δεν φτάνουν, κατά τη γνώμη μου, επ’ ουδενί στο λογοτεχνικό ύψος των Απομνημονευμάτων για μια σειρά λόγους που έχουν αναλυθεί εκτενώς στη βιβλιογραφία (επιβάρυνση της υγείας και όξυνση της θρησκοληψίας του αποσυρμένου Μακρυγιάννη, απουσία εκτενούς επεξεργασίας τους, όπως ξέρουμε ότι έκανε με τα Απομνημονεύματα, καθαυτό το περιεχόμενο του βιβλίου που ήταν πιο πρόσφορο σε παραληρητικά ξεσπάσματα).

γ.Τα Οράματα και θάματα συμπληρώνουν καθοριστικά, μέσω αυτής της πυρετικής ιδιωτικής καταγραφής, την εικόνα αλλά και τον δημόσιο λόγο που άρθρωσε εν γνώσει του ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματα. Ο μύχιος μονόλογός του, όσο «τρελός» ή αλαφροΐσκιωτος και αν είναι σε σημεία, μας αποκαλύπτει αρκετά πράγματα τόσο για τον Μακρυγιάννη όσο και για το υποσκιασμένο μέρος του κόσμου της εποχής του.

δ. Για τους ίδιους λόγους, ο απελευθερωμένος ή αχαλίνωτος Μακρυγιάννης των Οραμάτων, όπου δίνει πλέον λόγο μόνο στον Θεό (του), μας χαρίζει κάποια αποσπάσματα γυμνά και σπαρακτικά, αποσπάσματα μεγάλης συγκίνησης. Ίσως, ακριβώς, γιατί μέσα στα οράματά του θεωρεί ότι διαβάζει και λεκτικοποιεί σημάδια από Εκείνον. Μού μοιάζει και τώρα ιδανική πρώτη ύλη για μία όπερα, και αν αποδειχθεί τέτοια θα το οφείλουμε πρωταρχικά στην έμπνευση και φυσικά στη μουσική του Μαραγκόπουλου.

ε. Τέλος, είναι διπλά εντυπωσιακό ότι σε ένα τόσο φορτισμένο κείμενο ο Μακρυγιάννης διατηρεί μια στρατηγική γραφής και πειθούς χρησιμοποιώντας ενίοτε την εντυπωσιακά σύγχρονη τακτική της αυτοϋπονόμευσης ως μέσου δικαίωσης, την ταπείνωση έναντι της μεγαλομανίας, την ευσέβεια πλάι στην αθυροστομία κ.ά. Ο Μακρυγιάννης ακόμη και στα πιο διαταρακτικά οράματά του, δεν προϋποθέτει απλώς ένα ακροατήριο αλλά το διεκδικεί, τού απευθύνεται, το κανακεύει, το ειρωνεύεται, το μαλώνει, το νουθετεί, επιδιώκει να το κερδίσει.

 Πώς έγιναν οι επιλογές των αποσπασμάτων, αλλά και των προσώπων για να ολοκληρωθεί το λιμπρέτο;

Στη δομή και την εξέλιξη της πλοκής, στην επιλογή και τη μετρική προσαρμογή των αποσπασμάτων από τον Μακρυγιάννη, στη γραφή των πρωτότυπων στίχων και στις λίγες διακειμενικές αναφορές η ευθύνη είναι, αλίμονο, δική μου. Ωστόσο, η άμεση ανάγνωση και επεξεργασία του υλικού μεταξύ μας, πρωτίστως με τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο αλλά με τη σκηνοθέτιδα Μαρία Γυπαράκη, συμπλήρωνε και εμπλούτιζε διαρκώς το λιμπρέτο. Τώρα, για την επιλογή των προσώπων οφείλω να πως ήταν πολύ σημαντική η ιδέα του Δ. Μαραγκόπουλου να αξιοποιήσουμε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (Ιωάννη Βαπτιστή) και την Ονειροκρίτρια ως βασικούς χαρακτήρες του έργου.

Η Ονειροκρίτρια, η οποία αναφέρεται στα Οράματα και θάματα, είναι ένα πρόσωπο δισυπόστατο, κατά το ένα ήμισυ πλάσμα της φαντασίας του Μακρυγιάννη, ως «ταχυδρόμος της Παναγίας», και κατά το άλλο μια λαϊκή γυναίκα που ερχόταν στο σπίτι και του εξηγούσε τα όνειρά του. Στην όπερα επιλέξαμε να αναδείξουμε αυτή τη διπλή και μεταβατική ιδιότητα της Ονειροκρίτριας, και να της δώσουμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαγράφουν τον αστερισμό της πίστης του Μακρυγιάννη, από το δέος και την εντολή μέχρι την παρέμβαση στα πιο καθημερινά πράγματα.

Αντίστοιχα φασματικός είναι και ο χαρακτήρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Ενώ ο Μακρυγιάννης είχε πάντα γύρω του ένα δίκτυο ανθρώπων που τον ακολουθούσαν, είτε έμμισθων είτε δυσαρεστημένων στρατιωτικών και νοικοκυραίων, άλλαξε τόσες φορές στρατόπεδο ­ ή προτεραιότητες που είχε ανάγκη έναν σταθερό συνοδοιπόρο και φύλακα άγγελο. Αυτή, λοιπόν, την ανάγκη μεταφυσικής προστασίας, αλλά και συντροφικότητας, κάλυψε η οραματική φιγούρα του Βαπτιστή, τον οποίον, επίσης ο Μακρυγιάννης άλλοτε επικαλείται και άλλοτε απλώς συνδιαλέγεται μαζί του στα κρίσιμα σταυροδρόμια του βίου του.

Θα ήθελα λίγα λόγια για τη λειτουργία του χορού

 Όπως είπαμε παραπάνω, ο Μακρυγιάννης, και στα Οράματα και θάματα, παρά  την πραγματική επιβάρυνση των αισθήσεων του και την εκτροπή του λόγου του ενίοτε σε παραληρηματικούς τόνους, εξακολουθεί να έχει στο νου του τον αναγνώστη του, να του απευθύνεται και να μεριμνά για να τον πείσει. Τον ωθεί να πάρει θέση, να δυσπιστήσει –όπως άλλωστε προβλέπει και επισημαίνει πολλάκις ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο βιβλίο–, να θυμώσει, να συγκινηθεί, και κυρίως όλα αυτά ταυτοχρόνως, από τη διαρκή ταλάντωση μεταξύ εξομολόγησης και απόπειρας πειθούς, μεταξύ μεθοδικής επιχειρηματολογίας και πυρετικού παραπόνου. Φαίνεται, με έναν τρόπο, να έχει συνείδηση συγγραφέα ή/και ανθρώπου που γράφει για την Ιστορία.

Όταν το συζητούσαμε, λοιπόν, στις πρώτες συναντήσεις μας με τον Δ. Μαραγκόπουλο, εκείνος είχε την καταλυτική ιδέα για έναν Χορό που θα διατρέχει όλη την πλοκή. Στην πορεία καταλήξαμε ότι, αφού θα προσπαθούσαμε, κατά το δυνατόν, να ενώσουμε τα κομμάτια του Μακρυγιάννη που έχουν «σπάσει» οι διάφορες ερμηνείες του εικοστού αιώνα, θα βάλουμε τον Χορό διχασμένο και «διπλό», έτσι ώστε να υπάρχει φωνή και αντιφώνηση, θέση και αντίθεση μεταξύ των μελών του, καθρεφτίζοντας τη δική μας πρόσληψη του Μακρυγιάννη.

Για παράδειγμα, όταν ο Χορός Α’, στη δεύτερη σκηνή, λέει «η αμαρτωλή προσευχή ενός πιστού», ο Χορός Β’ αντιδρά απαντώντας «η τελική στρατηγική του στρατηγού», και αμέσως μετά οι δύο μαζί αποφαίνονται «και τα δυο». Αν η νέα σύνθεση έπρεπε να συμπυκνωθεί σε τρεις αράδες, και τώρα μιλάω αποκλειστικά για το λιμπρέτο, το οποίο πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κίχλη, θα ήταν αυτή η διατύπωση πως «ο Μακρυγιάννης είναι και τα δυο» σε όλα τα ερωτήματα που τίθενται στο έργο. Η διάρθρωση και η λειτουργία του διασπασμένου και παρεμβατικού Χορού στη δραματουργία, εξυπηρετεί, ακριβώς, την ανάδειξη αυτής της δυναμικής,  και δικαιολογεί την ενίοτε αφόρητη εσωτερική ένταση του Μακρυγιάννη.

 

 [1] Ν. Θεοτοκάς, «Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα: Μαρτυρία από τους κόσμους της σιωπής», Οράματα και θάματα στρατηγού Μακρυγιάννη: Το λιμπρέτο, Κίχλη, Αθήνα 2019, σελ. 18

 

Βιογραφικό: Ο Αλέκος Λούντζης γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε νομικά, επικοινωνία και κοινωνική ανθρωπολογία. Εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων και κείμενα του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά ”Νέα Εστία”, ”Κοντέινερ”, ”Λεύγα”, ”Ποιητική” κ.ά. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης για τη συλλογή του “Προπαγάνδα: Κάποια γράμματα για κάποια πράγματα” (Γαβριηλίδης 2015).

info: Η πρωτότυπη όπερα Οράματα και θάματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, σε μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου και σκηνοθεσία Μαρίας Γυπαράκη, θα παρουσιαστεί στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για τρεις μόνο παραστάσεις, στις 5, 6 και 7 Απριλίου.

 

 

Προηγούμενο άρθροΆλλα χτες και άλλα αύριο στην Ελλάδα της ευημερίας (του Χρίστου Κυθρεώτη)
Επόμενο άρθροSyn-Energy Athen-Berlin, Συζήτηση: Μορφές ανάγνωσης- μορφές ποίησης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ