της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη (*)
Ο κινηματογράφος της Στέλλας Θεοδωράκη από το Παρά τρίχα, παρά πόντο, παρά πέντε (2003) και το Ricordi mi (2009), μέχρι τα Ημερολόγια Αμνησίας (2012) διακρίνεται πάντα από συνεπή φιλοσοφικό στοχασμό, με όρους μιας ιδιαίτερης αφηγηματικότητας που ανάγει το θέμα σε ποιητική σύνθεση, φέρνοντας στην επιφάνεια ό,τι πιο βαθύ υπάρχει στην ανθρώπινη υπόσταση.
Το Ελεύθερο Θέμα αποτελεί κορυφαία φιλμική στιγμή της σκηνοθέτιδας και μια σπουδαία ταινία για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, που συναρπάζει με τη σκηνοθετική γραφή, το θέμα και την εικαστική αποτύπωση της ιστορίας σε όλα τα επίπεδα. Μια φιλοσοφική ταινία με κομβικό άξονα την ελεύθερη βούληση και τα όριά της.
Η σκηνοθέτιδα Θεοδωράκη, ευθύς εξαρχής – μέσω της ηρωίδας, της Ίρις (Θεοδώρα Τζήμου) – θέτει το ερώτημα του αν υπάρχει ελευθερία επιλογής και ποια τα όριά της, εισάγοντας έτσι την έννοια της προσωπικής ευθύνης του καθενός απέναντι στη χρονική στιγμή του, στο χωρόχρονο όπου ζει, δρα ή αντιδρά και πάντως επηρεάζει τους άλλους κι επηρεάζεται απ’ αυτούς. Ο κοινωνικός ιστός και η πολιτική ευθύνη μέσα σ’ αυτόν είναι το πρωταρχικό ζήτημα της ταινίας, με παράλληλη τη διαφύλαξη του απόλυτα προσωπικού, χωρίς ποτέ να χάνεται το διαπροσωπικό. Γι’ αυτό και η επιλογή μιας καθηγήτριας της Σχολής Καλών Τεχνών στον κεντρικό χαρακτήρα, μιας γυναίκας που φαίνεται πως έχει απόλυτη επίγνωση της ευθύνης του ρόλου της στη διαμόρφωση συνειδήσεων, ως μια προέκταση του ρόλου της Τέχνης στη διάπλαση της συνειδητότητας. Για την Ίρις η ανάληψη ευθύνης δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση, ούτε εύκολη, καθώς -πέρα από τα όρια της επαναστατικής συλλογικότητας- υπάρχουν τα όρια του εαυτού, οι ανάγκες, οι προσωπικές επιθυμίες και τα πάθη. Όταν η ελευθερία ως επιλογή, επαναπροσδιορίζεται από την ελευθερία των άλλων, τότε η επίγνωση των ορίων, εκεί όπου συνδιαλέγεται το εγώ με το εσύ, μπορεί να γίνει βασανιστική, καθώς απαιτεί και κάποια θυσία ή πάντως μετάβαση, ως αποτέλεσμα της όποιας επιλογής. Η ελευθερία δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, η Ίρις με μοναδικό τρόπο διδάσκει στους φοιτητές της να είναι μια κοινότητα, να γίνουν ένα γαϊτανάκι στήριξης ο ένας για τις επιλογές του άλλου, ακόμη κι όταν αυτές είναι ακραίες ή επικίνδυνες. Τους οδηγεί σε μια καθοριστική μαθητεία υπό το βλέμμα της (συγκλονιστική η Θεοδώρα Τζήμου τόσο ως προς τον καθηγητικό της ρόλο, όσο και ως προς το προσωπικό άλγος που κουβαλά και το μετατρέπει σε ερωτική πράξη και παραζάλη), ενώ αντίστοιχα το σκηνοθετικό βλέμμα της Στέλλας Θεοδωράκη δημιουργεί μια πολιτικά ενεργή θέαση για το θεατή, με απόλυτο σεβασμό απέναντί του.
Πως γίνεται λοιπόν να διδάξεις σε κάποιον να είναι, να γίνεται κοινότητα με ταυτόχρονα ανεξίτηλη την προσωπική ελευθερία, την επιλογή και την πολιτική ευθύνη; Ο δρόμος είναι ένας, κι αυτός βρίσκεται μέσα από τη γνώση και κατανόηση της ιστορίας του διαφορετικού Άλλου. Κι εδώ η έννοια της κατανόησης της διαφορετικότητας είναι το σημείο όπου συναντιέται η Στέλλα Θεοδωράκη με τον Alain Resnais του Χιροσίμα αγάπη μου (1959), με τον Jean Luc Godard του Notre Musique (2004) και με τον Pier Paolo Pasolini του Θεωρήματος (1968).
Έτσι, μυθοπλαστικά, στα πλαίσια της ανάμεσά τους προσέγγισης και κατανόησης, η Ίρις ζητά από τους φοιτητές της να επιλέξουν οι ίδιοι το θέμα με το οποίο θ’ ασχοληθούν, και να το επι-κοινωνήσουν στους συμφοιτητές τους. Τα οκτώ πρόσωπα – όχι τυχαία οκτώ – εξηγούν τις επιλογές τους ως θεματικές και αντίστοιχες αφηγήσεις:
- Η φοιτήτρια (Μάρθα Λαμπίρη), που επιλέγει μια εκ νέου φιλμική αναπαράσταση του πίνακα «Las Meninas» του Βελάσκεθ (1656) – με τα οκτώ πρόσωπα σε πρώτο επίπεδο του πίνακα – και η οποία ως νέα και παθιασμένη με την τέχνη παρασύρεται σε ερωτική παγίδα από τον πρόεδρο της Σχολής.
- Το κορίτσι (Ιωάννα Μούσουρα), που λατρεύει τον ανήμπορο οικονομικά πατέρα και προσπαθεί να διαχειριστεί την αυτοκτονία του και τα συναισθήματα που την κατακλύζουν, ενώ παράλληλα πρέπει να βρει ιατρική βοήθεια για την εγχείριση της μητέρας της.
- Η φοιτήτρια (Ναταλία Ρήγα), που αρχικά προτείνει ένα αφηρημένο θέμα με σαφείς αναφορές στο μοντερνισμό, τελικά, αλτρουιστικά κινούμενη, προσχωρεί στην ιστορία της αυτοκτονίας, αναλαμβάνοντας μάλιστα να ζητήσει από το θείο της να χειρουργήσει τη μητέρα της συμφοιτήτριάς της.
- Ο φοιτητής (Δημήτρης Θεοδωρίδης), που αποζητά μια επαρκή, μια μη παράλογη ερμηνεία για την οικονομική κατάσταση της χώρας, και παίρνει συνέντευξη από έναν εκδότη που αναγκάζεται να κλείσει.
- Ο γλυκός παχουλός ερωτευμένος νέος (Πάνος Κούγιας), που θεωρεί την κοιλιά του πολύ μεγάλη, σε αντίθεση με το μικρό πέος του, ο οποίος επιλέγει μια ιστορία με σαλιγκάρια, προτιμώντας τα πιο μεγάλα σε μέγεθος.
- Η φοιτήτρια (Φραγκίσκη Μουστάκη), που έχει σαν θέμα τη σχέση φωτός, εικόνας, ήχων και μουσικής και που σχετίζεται συναισθηματικά με τον μελετητή της φασιστικής ιδεολογίας.
- Ο φοιτητής (Κωνσταντίνος Ελματζίογλου), του οποίου η μύτη ματώνει και που γοητεύεται από τη φιλοσοφία του Επίκουρου και τα κείμενα του θεωρητικού του φασισμού Alfred Rosenberg, με αντίστοιχα επιλεγμένο θέμα.
- Το ομοφυλόφιλο αγόρι της τάξης (Δημήτρης Κίτσος) επιλέγει σαν θέμα όλους τους υπόλοιπους, μαζί και την καθηγήτριά του, στην οποία εστιάζει πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον του, αναζητώντας πιθανώς το χαμένο από νωρίς μητρικό πρότυπο.
Τα επιλεγμένα θέματα – ιστορίες, ίσως καλύτερα τα πρόσωπα-ιστορίες διαπλέκονται, συμπλέουν ή συγκρούονται, οι φιλμικοί μύθοι των φοιτητών ενώνονται με τις πραγματικότητές τους, για να εξελιχθούν σε συλλογική δράση μέσα από την αποδοχή της όποιας διαφορετικότητας, με πλήρη επίγνωση των διαφορών. Είναι συνταρακτική και ευρέως σημαίνουσα η σκηνή κατά την οποία καθηγήτρια και φοιτητές αντιμετωπίζουν την παρουσίαση του συμφοιτητή που αναζητά την αλήθεια στις ναζιστικές θεωρίες. Μια αριστουργηματική σκηνή-πρότυπο για το νόημα και το ρόλο της ενεργής δημοκρατίας, που οφείλει με επιχειρήματα ή κυρίως με πράξεις που λειτουργούν ως επιχειρήματα, κι όχι με εμπάθεια, απόρριψη ή σαρκασμό, ν’ αναδεικνύει το κοινωνικά δίκαιο και να στηλιτεύει το άδικο. Η Στέλλα Θεοδωράκη συνδιαλέγεται εδώ με τις ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις και με τα επιθετικά προτάγματα που μοιάζει να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους υποστηρικτές στην Ευρώπη, αντιστεκόμενη στην ευκολία μιας άκριτης καταδικαστικής απόφασης, φέρνοντας το θεατή μπροστά σε μια επίλυση χωρίς κανενός τύπου βία.
Η σκηνοθέτιδα εισάγει το βασικό θέμα, δηλαδή το ζήτημα της ελεύθερης επιλογής καθενός, μέσα στη μεγάλη εικόνα της πραγματικής Ιστορίας για ν’ αποκτήσει το πλήρες νόημά της. Είναι σαφές πως πρόκειται για συνειδητή επιλογή από πλευράς της Θεοδωράκη, ένα από τα ελεύθερα θέματα των φοιτητών ν’ αντιστοιχεί στον πίνακα του Βελάσκεθ «Οι Ακόλουθες» – το «Las Meninas» (1656) – που ως μνημειώδες έργο ζωγραφικής διέπει την ιστορική διαχρονία της τέχνης. Η μεταμοντέρνα απόδοση των «Las Meninas» στην ταινία συνιστά από μόνη της ένα πολυσήμαντο έργο τέχνης -μέσα στο έργο τέχνης- που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα και ουσιαστικά έχει σαν ρόλο ν’ αναδείξει τη σκυτάλη της Ιστορίας, την επαν-ανακάλυψη της αλήθειας, που δεν είναι μία και μοναδική, και τον καθοριστικό ρόλο της Τέχνης ως προς αυτό. Από τον Βελάσκεθ στην Αυλή του βασιλιά Φιλίππου του Δ’ (1656), μέχρι τον Πικάσο που περί τα μέσα του 20ου αιώνα ζωγραφίζει πολλές παραλλαγές του πίνακα (1948-1958), φτάνοντας μέχρι τον Michel Foucault, που τον αναλύει εκτενώς στο Οι λέξεις και τα πράγματα (1966), η αλήθεια έχει πολλές όψεις, όπως άλλωστε κι ο πίνακας που Velasquez που προϋποθέτει το θεατή του.
Το βλέμμα, η θέαση, κυριαρχεί παντού στην ταινία. Φαίνεται πως ο άνθρωπος δε μπορεί να υπάρχει χωρίς το βλέμμα στους άλλους, ούτε χωρίς το βλέμμα πάνω του. Το ‘‘σε βλέπω και με βλέπεις’’ πέρα από την εικόνα είναι και μια προσέγγιση του υπάρχειν. Ο ομοφυλόφιλος φοιτητής σαν θέμα του επιλέγει το να κοιτάξει μέσω της κάμεράς του όλους τους υπόλοιπους, μαζί και την καθηγήτριά του, εστιάζοντας τελικά περισσότερο σ’ αυτήν. Είναι σαν τον ζωγράφο Βελάσκεθ στο «Las Meninas» – όπως άλλωστε φαίνεται και στην εμβληματική μεταμοντέρνα μεταφορά του πίνακα μέσα στην ταινία – που κοιτά με επίμονη σοβαρότητα το κεντρικό θέμα του, κι αντί να κρατά πινέλο κρατά μια κάμερα. Όλοι θα μπουν στο μικροσκόπιο του φακού του, αλλά η συνάντηση με την καθηγήτρια Ίρις θα είναι καθοριστική. Γιατί εκείνος έχει ανάγκη να στρέψει το βλέμμα του πάνω της κι εκείνη έχει ανάγκη να θεαθεί, σε μια καθοριστική φάση της ζωής της που όλα τα κρατήματά της μοιάζει να καταρρέουν. Χρειάζεται ένα βλέμμα μαρτυρίας – ή και διαμαρτυρίας – στραμμένο πάνω της για να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια.
Η καθηγήτρια Ίρις κοιτά – κι εδώ η σημειολογία των ονομάτων τόσο ισχυρή – η Ίρις κοιτά όλους τους φοιτητές της, κι έρχεται κοντά μ’ αυτόν που την κοιτά περισσότερο, το ζωγράφο με την κάμερα, σε μια σχέση παράδοξη αλλά και τόσο δυνατή, κάπου ανάμεσα στο λανθάνον ερωτικό, το μητρικό, το ανθρώπινο, σε μια σχέση που έχει χτίσει το βλέμμα του διαφορετικού Άλλου – ή μήπως ίδιου; – πάνω της. Κι αυτό το βλέμμα – ως ένας ικανός κριτής – θα τη συγκροτήσει και θα τη βοηθήσει να πάει παρακάτω, όποιο κι αν είναι αυτό το παρακάτω.
Όμως αυτό συμβαίνει και για το θεατή της ταινίας που, ως μια άλλη Ίρις, κοιτά και κοιτιέται. Η Στέλλα Θεοδωράκη – με αφετηρία την Τέχνη, όπως ετούτη αποτυπώνει την πολιτισμική και ανθρωπολογική πλευρά της Ιστορίας – ξεδιπλώνει μια κυβιστική πολυ-μυθοπλασία, ένα ανοιχτό κινηματογραφικό έργο τέχνης με τα μάτια στραμμένα στον άνθρωπο – θεατή. Τον θέτει ως υποκείμενο θέασης – αλλά και ως αντικείμενο πόθου – κοινωνό και συμπαίκτη απέναντι στην εικόνα και το μύθο της ταινίας, φέρνοντάς του έναν καθρέφτη για να δει την τεράστια σημασία του διαφορετικού Άλλου στη ζωή του.
Κι αν αυτό δεν είναι συνταρακτικό σε εποχές γενικού ανθρωποφαγικού μένους τότε τι είναι; Το Ελεύθερο Θέμα μας δείχνει έναν τρόπο να κοιτάξουμε πραγματικά τους άλλους, με ευθύτητα, ειλικρίνεια, υπευθυνότητα και αποδοχή.
Το μπορούμε;
Η ταινία δίνει την απάντηση…
(*)Η Ελευθερία Δημητρομανωλάκη είναι συγγραφέας, δρ. Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού