της Βαρβάρας Ρούσσου (*)
Το τελευταίο βιβλίο της Δώρας Μέντη συστεγάζει οκτώ μελετήματα με άξονα το χώρο και τη χρονικότητά του: ο χώρος είναι η πόλη της Αθήνας στην πορεία ενός σχεδόν αιώνα. Το βιβλίο λοιπόν περιστρέφεται γύρω από την αναπαράσταση όψεων της Αθήνας σε λογοτεχνικά κείμενα που «δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε το δίκτυο επικοινωνίας και λειτουργίας της πόλης από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα», όπως αναφέρει στην εισαγωγή της η μελετήτρια.
Διατρέχουμε έτσι τη λογοτεχνική αποτύπωση της Αθήνας, την ανθρωπογεωγραφία και πτυχές της ιστορίας της πόλης από την καθιέρωσή της ως πρωτεύουσα (και την αντιμετώπισή της ως συμπύκνωση της αρχαιότητας άρα ως τόπο προσκυνήματος) στη μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αιώνα και μετά στο μεσοπόλεμο φτάνοντας στην Κατοχή και το κομβικό ’44 με τα Δεκεμβριανά και τελικά καταλήγοντας στις κρίσιμες για τη διαμόρφωση της σύγχρονής μας Αθήνας δεκαετίες του ’60 και ’70.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αν και γενικά σε διάφορες έως τώρα μελέτες η πόλη και η απεικόνισή της συναρμόζεται με το μυθιστόρημα, θεωρούμενο μάλιστα ως αστικό προϊόν, στο βιβλίο συνυπάρχουν με τις πεζές και οι ποιητικές αποτυπώσεις της Αθήνας.
Στο βιβλίο της Μέντη έννοιες όπως μνήμη, χωρόχρονος, αναπαράσταση, βίωμα συναρτώνται με την πόλη: «Η μνήμη της πόλης υπερβαίνει τον χωρόχρονο της ιστορίας της, καθώς συντίθεται τόσο από τα πραγματικά συγγραφικά βιώματα όσο και από τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις τους» σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, φράση που επιχειρεί να αποδώσει συμπυκνωμένα το στίγμα του. Η απόδοση συγκεκριμένων χώρων, σκηνών, αλλαγών, χαρακτηριστικών τύπων και βέβαια διαφοροποιήσεων στον αστικό ιστό, αντανακλά τη διαμόρφωση νοοτροπιών, ταυτοτήτων, κοινωνικοπολιτισμικών σχέσεων και των αντίστοιχων μεταβολών τους. Έτσι, π.χ. παρακολουθούμε τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους απεικονίζουν, στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, την Αθήνα λογοτέχνες γηγενείς Αθηναίοι, επαρχιώτες που την επισκέπτονται ή την κατοικούν και ομογενείς προερχόμενοι από πολυπολιτισμικά και ευρωπαϊκών ηθών κέντρα. Ψηλαφούμε τον τρόπο με τον οποίον λογοτέχνες με αντιστασιακή δράση μνημειώνουν την εμπειρία των Δεκεμβριανών. Στο σημαντικό (και με εξαιρετική βιβλιογραφική υπομνημάτιση) μελέτημα «Ο Δεκέμβρης του ’44 από την αριστερή οπτική γωνία: Νικηφόρος Βρεττάκος, 33 ημέρες 1945) και Μέλπω Αξιώτη Εικοστός αιώνας (1946)» συχνά το παρατιθέμενο λογοτεχνικό υλικό αφορά περισσότερο στο ιδεολογικό υπόβαθρο των ημερών εκείνων που υποκινεί ανθρώπινες δράσεις και στους μηχανισμούς με τους οποίους αυτές οι πράξεις αφενός εγγράφονται στους αθηναϊκούς χώρους ανασημασιοδοτώντας τους αφετέρου ως τραγική ανάμνηση εξακτινώνονται, παράγοντας διχαστικές συλλογικές μνήμες.
Στο «Μεγαλώνοντας στην Αθήνα τη δεκαετία του ‘60» μαζί με την πόλη αναδύεται από τα λογοτεχνικά κείμενα η διαμόρφωση της ταυτότητας νέων ανθρώπων που αναζητώντας πλευρές του υπό διαπραγμάτευση εαυτού τους κινούνται σε έναν επίσης υπό διαπραγμάτευση και υπό αμφισβήτηση χώρο της Αθήνας.
Πίσω από τους λόγους όλων των παρατιθέμενων κειμένων αναδύονται πλέγματα πολιτισμικών δίπολων (Αθήνα-επαρχία, Ευρώπη- Ανατολή, ένδοξη αρχαιότητα-μίζερο παρόν, εξουσία-αντίσταση, παράδοση-νεανική κουλτούρα) και ιδεολογιών (ομογενείς-ντόπιοι, νεωτερισμός-παρελθοντολαγνεία, αριστερά-δεξιά, φασισμός/ναζί-ελευθερία, αστικό-προλεταριακό) που δίνουν ρητά ή υπόρρητα το στίγμα τους, σκιαγραφώντας, μέσω της λογοτεχνικής αναπαράστασης της Αθήνας, τις ζυμώσεις ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας στις ποικίλες εκφάνσεις της. Παράλληλα, και αντίστροφα, κατά μια έννοια, οι λογοτεχνικές καταγραφές της πρωτεύουσας αναδεικνύουν τον τρόπο που η πόλη, ως ένα σύνθετο πλέγμα, συντελεί στη συγκρότηση των υποκειμένων της γραφής επηρεάζοντας αναπόδραστα τη γραφή τους. Η ίδια η Αθήνα εξάλλου, όπως και κάθε πόλη, δεν συνιστά απλώς μια χωρικότητα, μια συσσώρευση ανθρώπων με κοινό χώρο, δομημένο με τρόπο που ιεραρχεί και κατατάσσει, αλλά και ένα κείμενο που οι λογοτέχνες καλούνται να (ξανα)γράψουν: «Εκείνο που καθιστά λογοτεχνική την αρχιτεκτονική μιας πόλης είναι ότι, εκεί που η πόλη δε μιλούσε, η λογοτεχνία δίνει φωνή σ’ αυτή τη σιγή και διαπεραιώνει την πόλη μέσα από τον κόσμο της λειτουργικότητας στον κόσμο του νοήματος» σημειώνει ο Yves Tadié ενώ κατά τον Richard Lehan η πόλη δομείται και εξελίσσεται μέσα από την προβολή των αστικών τρόπων στους λογοτεχνικούς και αντίστροφα και η ανάπτυξη της πόλης συνάπτεται με διάφορα κειμενικά είδη.
Υπό αυτή την οπτική το βιβλίο της Μέντη μας παρέχει μια εικόνα της χωροποίησης του παρελθόντος, ξεκινώντας από την «ποιητική των ερειπίων» (αναφέρομαι στη φράση του Ντιντερό). Η Αθήνα συναιρώντας το ιστορικό, ιδίως αρχαίο, παρελθόν αποτελεί τη χωρική υλικότητα ενός συμβόλου μέσω του οποίου συγκροτούνται ατομικές και συλλογικές ταυτότητες. Καθώς ανασχηματίζεται η Αθήνα και φορτίζεται με νέα κτίρια-οδούς-μάρτυρες/τεκμήρια ιστορικών γεγονότων που αποτελούν υλικό για λογοτεχνικά κείμενα, η εικόνα της μεταβάλλεται συσσωρεύοντας νέες υλικές χωρικότητες που λειτουργούν αθροιστικά αλλά και ανοικειωτικά ως προς το μακρινότερο παρελθόν. Η Μέντη ταυτόχρονα μας υποδεικνύει διαλόγους λογοτεχνών μεταξύ τους, με άξονα την Αθήνα, αλλά και μας υπενθυμίζει τη διαρκή συνομιλία διαφορετικής τάξης λόγων μεταξύ τους: μέσω της λογοτεχνίας γίνεται ανάγλυφα αντιληπτό πώς ο αστικός χώρος, εν προκειμένω η Αθήνα, λειτουργεί ως πεδίο συγκρότησης κοινωνικών ταυτοτήτων, πεδίο εκδίπλωσης ιδεολογιών και πρακτικών εξουσίας και αντίστασης. Έτσι, η ιστορία, η πολεοδομία, η ανθρωπογεωγραφία εν γένει η επιστήμη, συγκλίνουν στη λογοτεχνία και τις παρακολουθούμε να διαπλέκονται στον αθηναϊκό αστικό ιστό.
info: Δώρα Μέντη, Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Η μνήμη της πόλης και η σύγχρονή της λογοτεχνική αναπαράσταση Gutenberg 2018
(*) H Βαρβάρα Ρούσσου είναι δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ και δρ Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης ΑΣΚΤ