Της Ελένης Σβορώνου.
Μετά το χιόνι
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 361
Αγγλία, κάποτε στο μέλλον, όχι τόσο μακρινό, σε μια νέα εποχή των παγετώνων. Ο 15χρονος Γουίλο ζει με την οικογένειά του στα βουνά. Είναι «αδέσποτοι», άνθρωποι χωρίς χαρτιά, που αρνούνται να υποκύψουν στο ολοκληρωτικό καθεστώς που αλυσοδένει τη ζωή των κατοίκων της πόλης. Το Λονδίνο δε βουλιάζει μόνο στο χιόνι, αλλά και στη σκλαβιά, τη φτώχεια και την παντελή απουσία κάθε ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η κυβέρνηση, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ΑΝΠΕΚ, της κινεζικής εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιβάλλει μια στυγνή δικτατορία. Η πόλη, περιφραγμένη από συρματοπλέγματα, είναι ένα μια πόλη-κράτος εντός της οποίας ζούνε εξαθλιωμένοι εργάτες, ανθρακωρύχοι οι περισσότεροι. Ένα παλτό, λίγο κερί για να φωτιστεί και να ζεσταθεί η παράγκα που έχει για σπίτι όποιος δεν είναι άστεγος, λίγες πατάτες, λίγη τροφή, είναι σπάνια και πολύτιμα αγαθά. Στο παγωμένο και εφιαλτικό αυτό σκηνικό που στήνει η συγγραφέας άνθρωποι, αρουραίοι, εξαγριωμένα σκυλιά και λύκοι εξομοιώνονται. Οι άνθρωποι σκάβουν λαγούμια στο χιόνι και στα παγωμένα κανάλια, πίνουν αφιόνι και καθαρό οινόπνευμα και προσπερνούν αδιάφοροι πτώματα και σκηνές βίαιης εξόντωσης των αντικαθεστωτικών. «Δεν υπάρχει άλλος νόμος, μόνο το κάνε αυτό που θες» γράφει σ’ ένα τοίχο της πόλης.
Έξω από τα συρματοπλέγματα, στα βουνά, ζούνε οι «αδέσποτοι» που οργανώνουν τη μεγάλη φυγή στο Νησί. Με το λιώσιμο των πάγων, με τα πρώτα σκιρτήματα της Άνοιξης, ένα πλοίο θα αποπλεύσει προς ένα Νησί για μια νέα αρχή.
Ο Γουίλο δε γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά. Μόνο ότι ζει «αδέσποτος» στο βουνό με τον πατέρα του, τη Μάγδα και τα δίδυμα. Ζούνε από την κατεργασία δέρματος λαγών και την ανταλλαγή αγαθών. Ο Γουίλο έχει ιδιαίτερη έφεση στο κυνήγι ζώων. Ξέρει να στήνει ενέδρες, να πιάνει λαγούς και σκυλιά, και να κατεργάζεται το δέρμα τους. Ο Γουίλο όμως δεν είναι απλώς ένας καλός κυνηγός. Είναι ένα αγρίμι ο ίδιος, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και σκύλο. Η όσφρησή του είναι πολύ δυνατή. Φοράει το τομάρι ενός σκύλου και στο καπέλο του στερεώνει το κρανίο ενός νεκρού σκύλου. Ο σκύλος αυτός του μιλάει. Είναι σοφός. Τον καθοδηγεί. Στη μυστική κρυψώνα του ο Γουίλο, σε μια σπηλιά, ψηλά στο βουνό, συνομιλεί με το αρχέγονο πνεύμα του λαγού. Σαν άνθρωπος των σπηλαίων τυλίγει γιρλάντα τα κρανία των λαγών που σκοτώνει. Ο πατέρας του προσπαθεί να τον νουθετήσει, να τον μάθει να αγαπά τις σκέψεις, τα ιδανικά, να γίνει κι αυτός «φάρος ελπίδας» όπως οι άνθρωποι που ζούνε ελεύθεροι.
Αλλά ο Γουίλο είναι ένα αγρίμι. Μια μέρα επιστρέφει από το κυνήγι για να βρει το σπίτι άδειο. Ολομόναχος μένει στο έρημο σπίτι στην παγωνιά. Κάποιος τους πρόδωσε. Ο Γουίλο ξεκινά μια περιπέτεια αναζήτησης του πατέρα του. Μια περιπέτεια αφύπνισης, γνωριμίας με την πόλη και τη ζοφερή πραγματικότητα, αλλά και μια περιπέτεια ενηλικίωσης και αυτογνωσίας.
Εξαιρετική γραφή, κοφτή, κρατάει τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση. Είναι θαυμαστό πώς ακόμη και οι πιο βίαιες και άγριες σκηνές περιγράφονται χωρίς να στοχεύει η συγγραφέας στην εύκολη συγκίνηση. Ούτε ένα επίθετο, ούτε ένα επίρρημα δεν περισσεύουν. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει έναν κόσμο πολύ μακρινό αλλά και πολύ κοντινό. Γιατί το θέμα δεν είναι η αποτυχία της πολιτικής, η διαφθορά της εξουσίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα, η παγκοσμιοποίηση, η άνοδος της Κίνας ως υπερδύναμης, η κλιματική αλλαγή και η εξάντληση των ορυκτών καυσίμων. Αυτά είναι βεβαίως θέματα που περνάνε στην ιστορία. Αλλά πίσω από όλα αυτά αναδύεται μια βαθιά ανατομία της ανθρώπινης φύσης. Ο έφηβος ήρωας αυτήν θα ανακαλύψει στο τέλος. Η αναζήτηση του πατέρα, αρχετυπική, σύμφυτη της ανθρώπινης περιπέτειας (στο τέλος πάντα αναζητάς το μπράβο του πατέρα, συνειδητοποιεί ο Γουίλο, γι αυτό αποφεύγει να τσακώνεται μαζί του) θα καταλήξει στην εσωτερική αυτονομία. Είναι τελικά η φυγή στο Νησί η λύση σε αυτή τη δυστοπία; Είναι η Κιβωτός αυτή που θα σώσει τους εκλεκτούς και τους γενναίους; Μήπως στο Νησί μας περιμένει μια νέα αρχή που θα εκφυλιστεί σταδιακά σε μια επανάληψη της ίδιας δυστοπίας; Με αριστοτεχνικό τρόπο η συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη σε μια περιπέτεια που διαβάζεται με κομμένη την ανάσα αλλά και σε έναν προβληματισμό για τον ρόλο του νέου σε μια κοινωνία που μοιάζει να ελέγχεται από μακρινά κέντρα αποφάσεων. «Το παιχνίδι είναι στημένο, τι νόημα έχει η προσπάθεια;» Αυτή η στάση κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους νέους. Το βιβλίο φωτίζει αλλιώς αυτό το ερώτημα. Χωρίς διδακτισμό σε καλεί να διαμορφώσεις τη δική σου φωνή. Όχι χωρίς κόπο και θυσίες, βεβαίως.
Η Σόφι Κρόκετ σπούδασε Θεατρικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, πέρασε ένα διάστημα στη Ρωσία, την Τουρκία, την Ανατολική Ευρώπη και την Αρμενία όπου εργάστηκε ως έμπορος ξύλείας. Έκανε κι άλλες δουλειές όπως μαθητευόμενη μηχανικός αυτοκινήτων, δασκάλα, κηπουρός, ζωγράφος. Τώρα ζει στο Λονδίνο και σε ένα μικρό χωριό στη Νότια Γαλλία.