Του Σπύρου Κακουριώτη.
Σε γοτθικό ναό μετατράπηκε για δύο ώρες η μεγάλη Αίθουσα Δ του βιομηχανικού συμπλέγματος της οδού Πειραιώς 260, όπου στεγάζονται οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών.
Δεν χρειάστηκε γι’ αυτό τίποτε παραπάνω από την, πέρα από το ανθρώπινο μέτρο, έκταση του χώρου, μια σειρά από απλούς μοναστηριακούς πάγκους, τοποθετημένους σε τρεις ομάδες στην εκτεταμένη σκηνή, και το video mapping που μετέτρεπε τα βιομηχανικά παράθυρα σε ένα σύγχρονο ζωντανό βιτρώ.
Σε αυτόν τον «γοτθικό» χώρο, ο Γιάννης Καλαβριανός ξεδίπλωσε την μεσαιωνική ερωτική ιστορία του Πέτρου Αβελάρδου και της Ελοΐζας του Αρζαντέιγ.
Σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος, κήρυκας της διαλεκτικής και της έρευνας, ο Αβελάρδος, γεννημένος στη Βρετάνη το 1079, βρίσκεται στο Παρίσι, διδάσκοντας στον καθεδρικό της πόλης, την Notre Dame. Είναι ήδη 40 ετών όταν o εφημέριος Φιλμπέρ του αναθέτει να διδάξει την δεκαεξάχρονη ανιψιά του Ελοΐζα, μια κοπέλα με εξαιρετική καλλιέργεια και γνώσεις, που φιλοδοξεί να γίνει η νέα Υπατία. Πολύ γρήγορα, η πνευματική αλληλοεκτίμηση θα μετατραπεί σε φλογερό έρωτα.
Όμως το σκάνδαλο είναι τεράστιο, ιδίως μετά την εγκυμοσύνη της Ελοΐζας. Ο θείος της θα πληρώσει μια ομάδα δολοφόνων να ευνουχίσουν τον Αβελάρδο, προκειμένου έτσι να ξεπλυθεί η προσβολή. Ταπεινωμένος, ο φιλόσοφος κλείνεται σε μοναστήρι και επιβάλλει στην Ελοΐζα να κάνει το ίδιο. Τα επόμενα είκοσι χρόνια δεν θα συναντηθούν παρά μονάχα μία φορά, ενώ θα επικοινωνούν μέσω επιστολών. Στα παθιασμένα γράμματα της Ελοΐζας ο Αβελάρδος απαντά αποκαλώντας την «αδελφή» του. Συνεχίζει να συγγράφει, όμως η επίσημη Εκκλησία τον καταδικάζει ως αιρετικό, τα βιβλία του καίγονται και η μόνη ελευθερία που του αφήνουν είναι να γράφει μόνο για τον εαυτό του…
Ο Αβελάρδος θα πεθάνει το 1142, ενώ η Ελοΐζα θα ακολουθήσει είκοσι χρόνια αργότερα, έχοντας ζήσει ως υποδειγματική μοναχή, με μόνη επιθυμία να ταφεί μαζί με τον αγαπημένο της, παράκληση που δεν εισακούεται.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ο έρωτάς τους θα ευοδωθεί μονάχα 700 χρόνια μετά τον θάνατό τους, όταν η Ιωσηφίνα Βοναπάρτη, συγκινημένη από την ιστορία τους, θα διατάξει να μεταφερθούν τα οστά τους και να θαφτούν σε έναν κοινό τάφο, στο Κοιμητήριο του Père Lachaise στο Παρίσι, όπου και αναπαύονται μέχρι σήμερα
Αυτήν την ιστορία αγάπης, αλλά και μισαλλοδοξίας, μετέτρεψε σε θεατρικό κείμενο, με τον τίτλο Αβελάρδος και Ελοΐζα, ο Γ. Καλαβριανός και παρουσιάστηκε ως εναρκτήρια παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών στις 1 και 2 Ιουνίου, με την υποστήριξη του προγράμματος «Ελλάς – Γαλλία – Συμμαχία 2014» του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Η Ελοΐζα που φιλοτεχνεί ο σκηνοθέτης (Χριστίνα Μαξούρη) ενσαρκώνει ένα ερωτικό πάθος που αρνείται να υποταχθεί σε κοινωνικά πλαίσια, ένα κορίτσι πρόθυμο να γίνει παρανάλωμα προκειμένου ο αγαπημένος της να φτάσει ψηλά, ακόμα και στη θέση του Πάπα. Εκείνος (Γιώργος Γλάστρας), περισσότερο έτοιμος να σεβαστεί τα κοινωνικά πλαίσια, της επιβάλλει έναν μυστικό γάμο. Μετά τον ευνουχισμό του, μεταμορφώνεται: επιδιώκει την αυτοτιμωρία, ζώντας την υπόλοιπη ζωή του μέσα στη ναρκισσιστική καθήλωση του τραύματος. Ανάμεσα στους δύο, η Ελένη Κοκκίδου, σε εξαιρετική στιγμή, μπαινοβγαίνει στην ιστορία, αναλαμβάνοντας άλλοτε το ρόλο του αφηγητή/σχολιαστή, άλλοτε του θείου, άλλοτε της φωνής των εραστών…
Δομικό στοιχείο της εξαιρετικής αυτής σύνθεσης μέσα στο χώρο οι 13 ερασιτέχνες της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΑΤΕ-Πειραιώς, στο ρόλο μαθητών ή μοναχών (κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος). Τη συνολική γοτθική εικόνα στήριζε καθοριστικά το εικονικό περιβάλλον που δημιουργούσε ο Στάθης Μήτσιος, αλλά και τα εξαιρετικά σκηνικά που φιλοτέχνησε η Εύα Μανιδάκη, όπως και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη.
Μπορεί η Αίθουσα Δ να είχε μετατραπεί σε γοτθικό ναό, όμως δεν διαθέτει την ακουστική του. Η καταφυγή σε ηλεκτρονικά μέσα ενίσχυσης του ήχου ήταν αναπόφευκτη, αλλά απέβη εις βάρος του τελικού αποτελέσματος, δίνοντας μια εντελώς ψυχρή και ξένη χροιά στον ήχο των φωνών. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς και τα προβλήματα των ηχητικών στην πρεμιέρα, που έκαναν τους θεατές να ρωτούν ο ένας τον άλλον «τι είπε;», θα έχει μια εικόνα που ζημιώνει ένα, κατά τα λοιπά, εξαιρετικό αποτέλεσμα.
*Υπενθυμίζεται πως στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο έργα σχετικά με τον Αβελάρδο, την Ελοΐζα και την εποχή τους. Το πρώτο, η μελέτη του γάλλου φιλόσοφου Étienne Gilson, ο οποίος πρώτος απέδειξε την αυθεντικότητα της αλληλογραφίας τους, με τον τίτλο Ελοΐζα και Αβελάρδος (1938) κυκλοφορεί σε μετάφραση Γιάννη Μ. Καλιόρη από τις εκδόσεις Αρμός (1998). Το δεύτερο είναι το μυθιστόρημα του Antoine Audouard, Αντίο, μοναδική μου, ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την ιστορία των δύο εραστών (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2001).