Του Στρατή Χαβιαρά.
«Πιστεύω ότι στα περασμένα 25 χρόνια ο Ίταλο Καλβίνο ξεπέρασε κατά πολύ τους Αμερικανούς και Βρετανούς ομότεχνους του. Ενώ εκείνοι συνεχίζουν να ψάχνουν το μέρος όπου οι αράχνες φτιάχνουν τις φωλιές τους [αναφορά στο Μονοπάτι για τις αραχνοφωλιές, μυθιστόρημα του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα], ο Καλβίνο όχι μόνο το εντόπισε, αλλά έμαθε και πώς να φτιάχνει φανταστικούς ιστούς, επάνω τους οποίους κολλάνε τα πάντα».
Γκορ Βιντάλ
Το 2008, στην Αθήνα, έλαβα το παρακάτω μήνυμα στο ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο:
“From <e.singer@[…].it>: Dear Stratis, Found your mail address in a long list somebody sent me by mistake and I am very happy to be able to say hallo to you after such a long time”.
Esther Singer».
Για την ακρίβεια, από την τρίτη και τελευταία φορά που ειδωθήκαμε είχαν περάσει είκοσι χρόνια. Ήταν το 1988 στα γραφεία του εκδοτικού οίκου του Χάρβαρντ, όπου ετοιμαζόταν το νέο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, Six Memos for the Next Millennium, (Ελληνικός τίτλος, Τα Αμερικανικά μαθήματα – έξι προτάσεις για τη νέα χιλιετία, Καστανιώτης, 2013) και η Έσθερ («Τσικίτα») Σίγγερ-Καλβίνο ήθελε τη γνώμη μου για τη μετάφραση και την επιμέλεια του στα αγγλικά. Τα Έξι μνημόνια της Αμερικανικής έκδοσης ήταν οι ομιλίες που θα έκανε ο Ίταλο στο πρόγραμμα Charles Eliot Norton του Χάρβαρντ το 1985-1986, αλλά πρόλαβε να γράψει μόνο τις πέντε:
«Ελαφρότητα»: «Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω αφορά πιο συχνά την αφαίρεση βάρους. Προσπαθώ να βγάλω το βάρος, πότε από άτομα, πότε από ουράνια σώματα, πότε από πόλεις· πάνω απ’ όλα προσπαθώ να βγάλω το βάρος από τη δομή και τη γλώσσα».
«Σβελτάδα»: «Σβελτάδα στη σκέψη και το ύφος σημαίνει πάνω απ’ όλα ευελιξία, κινητικότητα και άνεση, ιδιότητες που ταιριάζουν στο γράψιμο, στα σημεία όπου η παρέκβαση συντελείται φυσικά, όπως το να πηδάς από ένα θέμα σε άλλο, να χάνεις τον ειρμό σου εκατό φορές και να τον ξαναβρίσκεις ύστερα από άλλες εκατό ανατροπές».
«Ακρίβεια: «(1) Ένα σωστά καταστρωμένο σχέδιο για το συγκεκριμένο έργο. (2) Ανάκληση διαυγών, αλησμόνητων, διεισδυτικών εικόνων. (3) Γλώσσα όσο το δυνατόν ακριβής στην επιλογή των λέξεων και την περιγραφή των αποχρώσεων της σκέψης και της φαντασίας».
«Οπτικότητα»: «Αν έχω εντάξει οπτικότητα στη λίστα των αξιών προς υιοθέτηση, είναι για να επισημάνω τον κίνδυνο που διατρέχουμε να χάσουμε μια βασική ανθρώπινη ικανότητα: το να εστιάζουμε στο όραμα με τα μάτια κλειστά και απ’ τα μαύρα γράμματα στην άσπρη σελίδα να αποκομίζουμε μορφές και χρώματα – ουσιαστικά να σκεφτόμαστε με εικόνες».
«Πολλαπλότητα»: «Η τέχνη διατηρείται ζωντανή μόνο αν θέσουμε στον εαυτό μας ανυπολόγιστα υψηλούς στόχους, πέρα από κάθε πιθανότητα επίτευξης τους… Η μεγάλη πρόκληση στη τη λογοτεχνία έχει να κάνει με την ικανότητα μας να συνυφαίνουμε διαφορετικά ήδη γνώσης και διαφορετικούς κώδικες σε ένα πολλαπλό και πολύπλευρο όραμα του κόσμου».
Την έκτη του ομιλία, «Συνέπεια», ο Καλβίνο θα την έγραφε στο Χάρβαρντ – αν δεν έφευγε από εγκεφαλική αιμορραγία τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς. Η Έσθερ, που επιμελήθηκε την Ιταλική έκδοση, συμπλήρωσε τον αριθμό έξι με ένα άλλο δοκίμιο του Καλβίνο, «Αρχή και τέλος».
Οι Έξι προτάσεις για τη νέα χιλιετία της ελληνικής μετάφρασης, είναι κάτι σαν αισθητική διαθήκη και πέρα από την απόλαυση των συνειρμών και του ύφους του συγγραφέα, στην ουσία αποτελούν μαθήματα δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης υψηλού επιπέδου.
Ο Ίταλο και η Έσθερ είχαν για πρώτη τους φορά επισκεφτεί το πανεπιστήμιο την προηγούμενη χρονιά, σκοπός τους να εξοικειωθούν με το περιβάλλον και την πλούσια παράδοση των σαράντα από το 1926 πνευματικών ανθρώπων του προγράμματος Charles Eliot Norton, μεταξύ τους Τ.Σ. Έλιοτ, Ίγκορ Στραβίνσκι, Θόρντον Γουάιλντερ, Άαρον Κόπλαντ και Τσέσλαβ Μίλος. Οπότε άδραξα την ευκαιρία να δεξιωθώ τους Καλβίνο στη βιβλιοθήκη, προσκαλώντας επίσης μερικούς καθηγητές, πεζογράφους και ποιητές όπως ο τακτικός από το 1975 θαμώνας στην Αίθουσας Ποίησης, Σέιμους Χίνι.
Εκλεκτό κρασί, ελιές, φέτα, μελιτζανοσαλάτα, ταραμοσαλάτα, ψωμί και τυροπιτάκια από το μαγαζί της κυρίας Σοφίας στο κοντινό Watertown… Και όλα πήγαιναν κατά γράμμα και πνεύμα στα πρώτα 15 λεπτά, όταν έξαφνα ο ανιχνευτής καπνού στο ταβάνι εντόπισε την αναμμένη πίπα του Σέιμους, και οι σειρήνες της βιβλιοθήκης άρχισαν να ουρλιάζουν, φωτιά, φωτιά! Σύμφωνα με τους κανονισμούς έπρεπε να εκκενώσουμε το κτίριο κι έτσι βγήκαμε όλοι στην αυλή, αφήνοντας κρασί και ορεκτικά στο έλεος των πυροσβεστών. Οι οποίοι χρειάστηκαν τόση ώρα για να διαπιστώσουν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς και όταν επιτέλους μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε το πάρτι, ήταν πολύ αργά. Έπρεπε να πάμε για δείπνο, καλεσμένοι στο σπίτι φίλου καθηγητή και συγγραφέα.
Εκεί αναφέρθηκα στην αφηγηματική φωνή του Καλβίνο στο κορυφαίο μυθιστόρημα του, Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης κι εκείνος, αφού έκανε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με τις παραλλαγές της φωνής στα πλαίσια ενός αναγνωρίσιμου ύφους, αναφέρθηκε στο ιδίωμα του Ναμπόκοφ, εκφράζοντας θαυμασμό αλλά και λύπη για το ότι δεν είχε ακούσει ποτέ μια ανάγνωση του Ρωσο-Αμερικανού νομπελίστα από το έργο του. Ήταν εκεί επίσης, που πρόσεξα τη δυσκολία του Καλβίνο στην άρθρωση του προφορικού του λόγου, κάπως σα να δίσταζε, στη χειρότερη περίπτωση σαν να κολλούσε η γλώσσα του και όχι μόνο όταν μιλούσε αγγλικά. Έσπευδε τότε η Τσικίτα, με αφορμή το δικό της, προσωπικό ενδιαφέρον στο θέμα, να επικροτήσει ή να συμπληρώσει κάτι, και στη συνέχεια να εκφράσει σε άπταιστα αμερικανικά αγγλικά, (μία από τουλάχιστον πέντε γλώσσες που ήξερε σαν μεταφράστρια λογοτεχνίας στην Αργεντινή), όλες εκείνες τις ιδέες ή γνώμες, που προσπαθούσε να αρθρώσει ο άνδρας της. Κι εγώ άρχισα να αναπτύσσω κάτι σαν θεωρία για τις άπειρες μορφές δυσλεξίας που μαστίζουν τα χείλη πολλών μεγάλων συγγραφέων όταν τα χείλη δεν γράφουν, αλλά θα έπαιρνε δυσανάλογο χώρο εδώ.
Στην αφιέρωση του, στο αντίτυπο μου του Αν μια χειμωνιάτικη νύχτα ένας ταξιδιώτης, ο Ίταλο αναφέρθηκε στη συζήτηση μας για τη «Φωνή» στην πρόζα και την ποίηση, αν και σε ένα από τα ρητά του υποστήριζε πως «Εκείνο που διαχειρίζεται το περιεχόμενο μιας αφήγησης δεν είναι η φωνή, αλλά το αυτί».
Ο Ίταλο, γεννημένος στην Κούβα, η Τσικίτα στην Αργεντινή, γνωρίστηκαν στο Μπουένος Άιρες, παντρεύτηκαν στο Παρίσι και ζήσανε στη Ρώμη και αλλού. «Ο ιδεώδης τόπος για μένα είναι εκεί όπου νιώθει κανείς πιο φυσικά να ζει σαν ξένος», έγραψε κάπου και αναπήδησα, λες και μιλούσε για μένα.
Τώρα, αν οι Καλβίνο δεν είχαν ακούσει ποτέ τη φωνή του Ναμπόκοφ, είχαν έρθει στο κατάλληλο μέρος. Η Αίθουσα Ποίησης αντιλαλούσε ακόμα από τις τρεις αναγνώσεις του σε μαγνητοταινίες και δίσκους: την πρώτη ως υπεύθυνος στο τμήμα λεπιδοπτέρων του Μουσείου Συγκριτικής Ζωολογίας στο Χάρβαρντ και τις επόμενες δυο ως συγγραφέας και δάσκαλος. Έτσι το επόμενο πρωί οι δυο τους άκουσαν και συζήτησαν επί ώρες τον αγαπημένο τους συγγραφέα να διαβάζει αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα του, τις μεταφράσεις του από έργα κλασικών Ρώσων ποιητών καθώς και τα δικά του ποιήματα στην Αγγλική – και πέταξαν στη Ρώμη φωνητικά και ακουστικά συνδεδεμένοι με τον «αγαπητό Βολόντια», όπως αποκαλούσε τον Βλαντιμίρ ο Έντμουντ Γουίλσον στην πολυσέλιδη αλληλογραφία τους.
Αργότερα το ίδιο καλοκαίρι, τους συνάντησα πάλι νωρίς ένα πρωί στην πλατεία του Χάρβαρντ, όπου έψαχναν να αγοράσουν σαπούνι και πινέλο ξυρίσματος γιατί ο Ίταλο είχε ξεχάσει να βάλει στη βαλίτσα του τα δικά του. Στη δεύτερη αυτή επίσκεψη θα νοίκιαζαν σπίτι για την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Οπότε θα είχαμε άπειρες ευκαιρίες για συναντήσεις και συζητήσεις. Στο μεταξύ, ο Ίταλο θα έγραφε κάτι για το διεθνές τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Ploughshares στο οποίο μου είχε ανατεθεί η επιλογή των κειμένων. Το «Γράμμα από τη Σαχάρα» που μου έστειλε στις αρχές του Οκτώβρη και δημοσιεύθηκε μαζί με κείμενα των Χίνι, Παβέζε, Κάρβερ, Τρακλ, Αχματόβα, Μαφούζ και Τραστρόμερ μεταξύ άλλων, όπως των δικών μας, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο, θα ήταν και το τελευταίο γραπτό του.
Το σκάνδαλο που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2004 με αφορμή την προτιθέμενη δημοσίευση από την Corriere della Sera των ερωτικών επιστολών του Ίταλο Καλβίνο προς την ηθοποιό Elsa de Giorgi πριν από πενήντα χρόνια και την απόπειρα της Έσθερ να την αποσοβήσει, έφτασε μέχρι τους Τάιμς της Νέας Υόρκης. «Θέλω να γράψω για τον έρωτα μας, θέλω να σ’ αγαπώ γράφοντας, θέλω να σε πάρω γράφοντας, τίποτ’ άλλο», διάβασα ανάμεσα στα λίγα αποσπάσματα που είχαν ήδη διαρρεύσει στον τύπο.
Χρόνια μετά, ο συγγραφέας του Cosmicomics δήλωσε, «Εκείνο που κάνει τον έρωτα και την ανάγνωση να μοιάζουν τόσο μεταξύ τους είναι γιατί μέσα και στα δυο ανοίγουν χώροι κι εποχές που δεν έχουν τίποτα κοινό με το χώρο και το χρόνο που μετράμε».
Ακριβώς. Ούτε όμως το σαπούνι και το πινέλο ξυρίσματος που ήξερε ο Ίταλο, έχουν τίποτα κοινό με το σαπούνι και το πινέλο που βρήκε στον παράδεισο, αφού «ο τόπος όπου νιώθει κανείς πιο φυσικά σαν ξένος», είναι ου τόπος, κι ο χρόνος δε μετράει, αφού περισσεύει αμέτρητος.