Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Ήταν τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μέσα στον αχό της πολιτικοποίησης και των ορυμαγδό των θορυβωδών ιδεών, την κοπάναγα από τις διαδηλώσεις και κατηφόριζα στην πλατεία Βικτωρίας, στο υπόγειο του Νικολάκη. Το υπόγειο ήταν ένας μακρόστενος χώρος γεμάτος θησαυρούς, παλιά βιβλία, σπάνιες εκδόσεις και επιλεγμένα της νεότερης εποχής.
Ο Κώστας (Κωστής) Νικολάκης μας αποχαιρέτησε χθες κτυπημένος από λευχαιμία, σε ηλικία 75 ετών.
Το ημι-υπόγειο βιβλιοπωλείο του Νικολάκη, όπως και το μπαράκι intime στην ίδια γειτονιά, στην οδό Φερρών, ήταν για τους μυημένους. Ήταν για πρόσωπα μιας άλλης εποχής, που μόνον αυτά μπορούν να μιλήσουν. Οι εφημερίδες, τα media αγνοούσαν τον Νικολάκη. Τι να τους πει ένας «βαρεμένος» – γι αυτούς – με τα βιβλία και την τυπογραφία;
Ο Κωστής Νικολάκης ξεκίνησε ως τσιγκογράφος, δουλεύοντας για ιστορικά «µαγαζιά» – Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, εφηµερίδα «Εστία», περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, τυπογραφείο Γιάννη Μακρή, τυπογραφείο «Κωνσταντινίδη – Μιχαλά» – αλλά και για ζωγράφους και χαράκτες όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Τάσος.
Γνωστός στους βιβλιόφιλους έγινε µε το περίφηµο καρότσι του που αλώνιζε µε καλά και σπάνια βιβλία στο Μοναστηράκι. Εγώ πρόλαβα το καρότσι στην τελευταία στάση του, στην αρχή της οδού Χέυδεν. Ήταν ένα ενημερωμένο βιβλιοπωλείο, γι’ αυτό και έγινε στέκι ανθρώπων που αναζητούσαν το καλό βιβλίο. «Μίαν πρωίαν όµως εθεάθη µε εν καρότσιον πλήρες βιβλίων, κυλιόµενο µεν, αλλά σταθµευµένο επί πεζοδροµίω, έχοντας µπλοκαρισµένη την δεξιάν ρόδαν δι’ ενός ζεύγους υποδηµάτων, άτινα εχρησιµοποίει ως σφήνας, το νούµερο των οποίων δεν πρέπει να ήτο µικρότερον των τεσσαράκοντα πέντε τσαγκάρικων µονάδων.Οταν δε διερχόµενος χωροφύλαξ τού συνέστησε να αιχµαλωτίση την αριστεράν ρόδαν αντί της δεξιάς, ούτος ηρνήθη. ∆ιά την ενέργειάν του αυτήν εκατηγορήθη και εδιώχθη, όµως, δυστυχώς, ουδέποτε ανεγνωρίσθη η ηρωική του πράξις και ως εκ τούτου δεν του απενεµείθη εισέτι ο τίτλος του αντιστασιακού» όπως αναφέρει χιουµοριστικά ο Κώστας Εµµανουηλίδης.
Μ’ αυτά και µ’ αυτά η χούντα δεν του ανανέωσε την άδεια και ο Κωστής το 1972 αναζήτησε μόνιµη στέγη στο υπόγειο της 3ης Σεπτεµβρίου 91, απέναντι από τον ΟΤΕ. Μέσα στην πίεση και στη σύγχυση των καιρών το υπόγειο του Κωστή έγινε απάνεµο λιµανάκι για λογοτέχνες και λογοτεχνίζοντες. Πέρασαν πολλοί από το υπόγειο, όπως ο Μάριος Μαρκίδης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν βρισκόταν στην Αθήνα, ο Γιώργος Καραβασίλης, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Μένης Κουµανταρέας… Τις Τετάρτες μέχρι πριν λίγα χρόνια έβρισκες µέσα τον Γιάννη Κοντό, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Κωστή Γκιµοσούλη, τον Φαίδωνα Ταμβακάκη κ.ά. Ο Νικολάκης δηµιούργησε παράλληλα εκδοτικό οίκο µε το όνοµα της σκοτεινής θεάς Εκάτης, εκδίδοντας σπάνια βιβλία όπως τον περίφηµο «Χρυσό κλώνο» του G. Fraser, ταξιδιωτικά κείµενα περιηγητών, έργα του Στάινερ, του Ελυάρ, του Λοτρεαµόν κ.ά.
O Κωστής αγαπούσε την ποίηση. Έγραψε τις ποιητικές συλλογές “Δημιουργική αδράνεια”, “Λαθραναγνώστης ονείρων”, “Χρόνος σε επιφυλακή” και “Ήχος χάλκινος”, ενώ με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο στα “Ποιήματα που αγαπήσαμε” ανθολόγησαν ποιήματα που τους καθόρισαν. Αυτό το βιβλίο βρίσκεται δίπλα μου, περιέχει τα αγαπημένα ποιήματα μιας ομάδας ανθρώπων που ζούσαν για την ποίηση, όχι (μόνον) για τον επιούσιο.
Ο Ρένος Αποστολίδης είχε γράψει προλογίζοντας “Το καρότσι”(μια έκδοση για το καρότσι που έγινε βιβλιοπωλείο (Εκάτη, 1998): ” Δικός μας λοιπόν, αυτού του είδους του πολύ βασικού , ο Κωστής. Ένα σπουργίτι από κείνα που πετάν άφοβα και ζυγώνουν όσους διαβάζουν ακόμα σε ξεμοναχιασμένους πάγκους στα πάρκα των μεγάλων πολιτισμένων πόλεων του κόσμου”. Όσοι ήταν θαμώνες έχουν να πουν για το πάθος του να σου βρει το βιβλίο που ψάχνεις αλλά και τα κεράσματά του. “Ο Νικολάκης, θα γράψει ο Γιάννης Βαρβέρης, τις αλήθειες τις θέλει βρεγμένες. In vino veritas. Τις βαφτίζει μαζί με τους φίλους του σε κολυμπήθρες ατόφιου νερού, αγιασμένου με σταγόνες οινόπνευμα”
Πριν δυόμισυ χρόνια είχα γράψει για το βιβλιοπωλείο του Νικολάκη στο ΒΗΜΑ και πήρα ένα σωρό γράμματα, από παλιούς πελάτες του. Με ρωτούσαν τι κάνει, άλλοι μου έγραφαν, να πω κι άλλα για τέτοιους ανθρώπους. Αλλά υπάρχουν πια τέτοιοι άνθρωποι αφοσιωμένοι; Νομίζω ότι λιγοστεύουν. Χάνονται. Τα τελευταία χρόνια ήταν στο πόδι του ο γιος του ο Χρήστος, μια ελπίδα.
Μπράβο, Γιάννη, που θυμάσαι τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν προσφέρει τόσα πολλά στο Βιβλίο. Φ.Φ.