Έφυγε η Νόρα Αναγνωστάκη

0
480

Της Όλγας Σελλά. 

«Τη Νόρα Αναγνωστάκη δεν τη διακρίνει η πληθωρικότητα. Το δημιουργικό έργο της, αποκλειστικά κριτικό και στοχαστικό, αυτό που βλέπουμε συγκεντρωμένο στη “Διαδρομή”, θα το ονόμαζα μινιμαλιστικό, χρησιμοποιώντας έναν όρο της μουσικής, όχι μόνο λόγω μεγέθους, αλλά λόγω μιας αίσθησηςτης οικονομίας και λόγωτης επίμονης και σε βάθος διερεύνησης ενός αρχικού σχεδίου. Το εξίσου δημιουργικό μεταφραστικό έργοτης χαρακτηρίζεται και αυτό όχι από ποσότητα, αλλά από την εκλεκτικότητα των μεταφραστικών επιλογών της». Αυτά έγραφε, μεταξύ πολλών άλλων, η πανεπιστημιακός Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο βιβλίο της «Η γραφή και η βάσανος» για την κριτικό λογοτεχνίας, δοκιμιογράφο και μεταφράστρια, Νόρα Αναγνωστάκη, που έφυγε από τη ζωή την τελευταία μέρα του 2013 σε ηλικία 83 ετών. Νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα στην κλινική «Σωτήρας» και κατέληξε ύστερα από αναπνευστικά προβλήματα.

Οχι, σε καμία περίπτωση δεν ήταν μόνο η σύντροφος του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Είχε οπωσδήποτε την ιδιότητα του οργανικού διανοούμενου, ήταν δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια, μια γυναίκα που παράλληλα με τον Μανόλη Αναγνωστάκη πορεύτηκε σε καιρούς και σε δρόμους δύσκολους, αναζητώντας μέσα σ’ αυτούς τους δρόμους τα ιδανικά της Αριστεράς «που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης, με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά». Στάθηκε πάντα βράχος δίπλα στη διαδρομή του συντρόφου της ζωής της, όχι σε δεύτερο ρόλο, όχι συμπληρωματικά, αλλά με αυτοτέλεια και δικό της λόγο. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 με καταγωγή από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε υπεύθυνη για την παρουσίαση κειμένων λογοτεχνίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο περιοδικό «Κριτική», ένα περιοδικό που άνοιξε νέους δρόμους σε καιρούς που ο διαφορετικός λόγος ήταν κατακριτέος στο χώρο της Αριστεράς και το πρώτο της κείμενο αφορούσε την ποίηση μιας άλλης μεγάλης Ελληνίδας, της Ελένης Βακαλό. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ενδοχώρα», «Νέα Πορεία» και «Χρονικό», ενώ συμμετείχε στην έκδοση του βιβλίου «Δεκαοκτώ κείμενα», μια τομή στην εκδοτική ιστορία της χώρας, στα χρόνια της δικτατορίας. Το 1996 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου της με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Την Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 2014, θα αποχαιρετίσουμε τη Νόρα Αναγνωστάκη, στις 2.30 μ.μ. απο το Νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Ο γιος της Ανέστης, που έχει επιδοθεί στο χώρο του βιβλίου, από μια άλλη υπεύθυνη θέση, από εκείνην του επιμελητή κειμένων, θα έχει να θυμάται πολλά και από τη Νόρα και από τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Οπως όλοι όσοι τους γνωρίσαμε.

Σαν χαιρετισμό, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο που είχε γράψει στα «Δεκαοκτώ κείμενα», την έκδοση που στέγασε τους πιο προικισμένους ανθρώπους των γραμμάτων στα χρόνια της δικτατορίας. Ενα απόσπασμα που δείχνει πολλά από τον τρόπο που σκεφτόταν και δρούσε η Νόρα Αναγνωστάκη σε όλη της ζωή: «Τώρα, για πρώτη φορά, βλέπω επιτέλους έναν παλμό ζωής στα λόγια μου, μέσα στην αξιοθρήνητη ειλικρίνειά μου. Παρατηρώ ότι χρησιμοποιώ λέξεις που τις σέβομαι, τις φοβάμαι, και δεν τις βάζω εύκολα στο στόμα μου ούτε όταν μιλώ: ανθρωπιά, ευσυνειδησία, ειλικρίνεια. Ο,τι ακριβώς ήθελα να είχα, αλλά δεν ξέρω αν μου δίνεται το δικαίωμα να το ισχυριστώ. Απ’ αυτήν την απολογία βγαίνει ότι η ζυγαριά που κρατούσα είχε από τη μια μεριά το πάθος και το φόβο κι από την άλλη την απεγνωσμένη θέληση του χρέους. Ισως αυτή η προσπάθεια ισοζυγίσματος απέτυχε από καθαρά προσωπική μου ανεπάρκεια. Πέρασα μεγάλες φουρτούνες για να φτάσω σ’ αυτή την ισοπεδωμένη έκφραση, σ’ αυτό το φτωχό, κουτσουρεμένο, χιλιοψαλιδισμένο, γεμάτο από κενά σιωπής, κείμενο, το δυσκολότερο που έχω γράψει. Σκέφτομαι πως τα έργα του χρέους, όπως και τα έργα της φθοράς, ωριμάζουν αργά και είναι έργα ολόκληρης ζωής».

Στο καλό, Νόρα Αναγνωστάκη.

Προηγούμενο άρθροΤέλος χρόνου
Επόμενο άρθροΠοιήτριες της Θεσσαλονίκης:

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ