Έρωτας vs Αγάπη: Επί σκηνής

0
694

 

Της Βίκυς Βασιλάτου-Σαρρή.

 

Στην αίθουσα επικρατεί απόλυτη σιγή· το κοινό προσπαθεί ν’ αποκωδικοποιήσει τις φωνές που έρχονται από τα καμαρίνια και τις κουίντες. Τα τελευταία λόγια που ακούγονται ταυτόχρονα τρία γκονγκ είναι: «Πάντα υπάρχει μια πιο ωραία απάντηση που χρήζει μιας πιο ωραίας ερώτησης». Η πορφυρή αυλαία σηκώνεται· οι πρωταγωνιστές παίρνουν θέση κι η παράσταση ξεκινά. Σπουδαία μυαλά της φιλοσοφίας, των επιστημών και των γραμμάτων συνεχίζουν, επί σκηνής πλέον, τη συζήτησή τους με θέμα τον Έρωτα και την Αγάπη.

 

[Η συζήτηση λαμβάνει χώρα στο σαλόνι της οικίας Dostoyevsky.]

 

Fyodor Dostoyevsky: «Συμφωνώ κι επαυξάνω κύριε Cummings! Και θα σας πω το γιατί. Πριν από λίγο καιρό, ρώτησα δασκάλους και πατεράδες: “Τι είναι η κόλαση;”. Άλλοι με κοίταξαν απορημένοι, άλλοι πάλι απάντησαν με το προφανές. Κανένας όμως δεν έδωσε μια ωραία απάντηση. Μια απάντηση που να φέρει την ανατροπή.

 

E. E. Cummings: «Εσείς, ποια απάντηση θα θεωρούσατε ωραία, κύριε Dostoyevsky;»

 

Fyodor Dostoyevsky: «Αν μου έθεταν την ερώτηση, θ’ απαντούσα πως η κόλαση είναι το βάσανο του να μην μπορείς ν’ αγαπήσεις».

 

Thomas Lewis: «Κύριοι, συγχωρέστε μου την παρέμβαση κι επιτρέψτε μου να σας εκθέσω την άποψη της Επιστήμης των Συναισθημάτων γύρω από την ανικανότητα ν’ αγαπήσεις. Προτού όμως προβώ στην ανάλυσή μου, θα σας παρακαλούσα όπως συγχωρέσετε για την απουσία τους τους συναδέλφους μου, Fari Amini και Richard Lannon, οι οποίοι έπρεπε να παρευρεθούν σ’ ένα ιατρικό συνέδριο. Είναι βέβαιο ότι τους στοίχισε πολύ που δεν κατάφεραν να δώσουν το παρών. Έχω όμως το ελεύθερο να μιλήσω εκ μέρους τους».

 

Όλοι οι συνδαιτυμόνες: «Η εξέλιξη της επιστήμης πάνω από όλα!»

 

Thomas Lewis: «Σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας. Τώρα, ας επανέλθουμε, κύριοι, στο βάσανο του να μην μπορείς να αγαπήσεις. Το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την αγάπη ξεκινά εξ απαλών ονύχων. Η αγάπη και η απουσία της αλλάζουν τον νεαρό εγκέφαλο για πάντα. Αν, λοιπόν, ένας γονέας αγαπάει το παιδί του με τον πιο υγιή τρόπο, αν δηλαδή οι ανάγκες του είναι σημαντικές, τα λάθη του συγχωρούνται, η υπομονή αφθονεί και τα τραύματα καταπραΰνονται, τότε έτσι ακριβώς θα φέρεται κι αυτό στις σχέσεις του με τον εαυτό του και με τους άλλους. Η αγάπη, κύριοι, πηγάζει από την οικειότητα, από τη διαρκή και λεπτομερή επίβλεψη μιας ξένης ψυχής. Η αγάπη είναι το χαλινάρι που δένει τις περιδινούμενες ζωές μας. Χωρίς αυτή τη βιολογική άγκυρα, όλοι μας εξοκέλλουμε, εκσφενδονιζόμαστε μακριά, μονάχος του ο καθένας, στο αδηφάγο σκοτάδι».

 

Antoine de Saint-Exupéry: «Η άποψή σας με βρίσκει σύμφωνο, κύριε Lewis. Πιστεύω ότι το να αγαπάς, δεν είναι να κοιτάει ο ένας τον άλλον, αλλά να κοιτάς μαζί στην ίδια κατεύθυνση».

 

Alain Badiou: «Βέβαια, έτσι είναι. Το σ’ αγαπώ γίνεται υπάρχεις και είσαι η πηγή της ύπαρξής μου μέσα στον κόσμο. Στο νερό αυτής της πηγής βλέπω τη χαρά μας, τη δική σου πρώτα απ’ όλα».

 

Ernest Hemingway: «Ακριβώς, κύριε Badiou! Βλέπεις τη χαρά του άλλου πρώτα απ’ όλα. Διότι όταν αγαπάς, επιθυμείς να κάνεις πράγματα για κάποιον. Επιθυμείς να θυσιάζεσαι για κάποιον. Επιθυμείς να υπηρετείς».

 

Jean Cocteau: «Ωραία τα παρουσιάζετε, κύριοι. Αλλά, κάθε που σκέφτομαι, γράφω ή ακούω το ρήμα “αγαπώ”, συνειδητοποιώ ότι είναι από τα πιο περίπλοκα ρήματα της γλώσσας, διότι το παρελθόν του δεν είναι ποτέ απλό, το παρόν του δεν είναι παρά ατελές και το μέλλον του πάντα δυνητικό».

 

Alain Badiou: «Κατανοώ απόλυτα την άποψή σας, κύριε Cocteau. Η συνειδητοποίησή σας όσον αφορά στην περιπλοκότητα έχει ως αφετηρία την ενδεχομενικότητα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει η συνάντηση κάποιου ανθρώπου, να καταλήξει να αποκτά τη μορφή πεπρωμένου; Όταν λοιπόν ευδοκιμήσει αυτή η σχέση και φτάσουμε στην ερωτική δήλωση αυτής, η δήλωση είναι η μετάβαση από το τυχαίο στο πεπρωμένο, και γ’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνη, φορτισμένη με τρομερό τρακ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου απλό να πούμε “σ’ αγαπώ”. Όταν, δε, του προσθέσουμε το “για πάντα”, τότε η παγίωση του τυχαίου είναι μια αναγγελία αιωνιότητας».

 

Blaise Pascal: «Κακώς προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα της καρδιάς… Η καρδιά έχει τη δική της λογική, για την οποία η Λογική δεν έχει ιδέα».

 

Thomas Lewis: «Κι όμως υπάρχει επιστημονική εξήγηση!»

 

Jean Cocteau: «Πολύ θα μ’ ενδιάφερε ν’ ακούσω την άποψη της επιστήμης…»

 

Blaise Pascal: «Ναι, για πείτε μας, κύριε Lewis. Οφείλω να ομολογήσω ότι μου εξάψατε την περιέργεια».

 

Thomas Lewis: «Προηγουμένως αναφέρθηκα στα παιδιά και στη σπουδαιότητα της αγάπης που εισπράττουν από τους γονείς. Όπως επίσης ότι η αγάπη πηγάζει από την οικειότητα, τη διαρκή και λεπτομερή επίβλεψη μιας ξένης είτε παιδικής είτε ενήλικης ψυχής. Θα συνεχίζω, λοιπόν, την ανάλυσή μου από εκεί που την άφησα. Οι ενήλικοι, κύριοι, παραμένουν κοινωνικά ζώα, που λόγω του μεταιχμιακού τους εγκεφάλου (όπου κατοικοεδρεύουν η ανατροφή, η κοινωνική επαφή, η επικοινωνία, η φροντίδα), χρειάζονται μια πηγή σταθεροποίησης έξω από τους ίδιους. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι σταθεροί από μόνοι τους –όχι πρέπει ή δεν πρέπει, αλλά δεν μπορούν! Χρειάζονται σταθερότητα. Και σταθερότητα σημαίνει να βρίσκουμε ανθρώπους που μας ρυθμίζουν σωστά. Χωρίς αυτή την έξωθεν καθοδήγηση, επέρχεται νευρωνική χασμωδία. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι στοχεύουν σε συντρόφους που εναρμονίζονται με το μυαλό τους. Και ακριβολογούμε περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε όταν δηλώνουμε πως ένα κομμάτι μας έχει χαθεί όταν χάσουμε τον σύντροφό μας. Ακριβολογούμε διότι ένα κομμάτι της νευρωνικής μας δραστηριότητας, εξαρτάται από την παρουσία του άλλου ζωντανού εγκεφάλου».

 

Alain Badiou: «Αυτή η επιστημονική τεκμηρίωση, κύριε Lewis, συμβαδίζει με τη φιλοσοφία μου περί έρωτος. Θεωρώ ότι έρωτας είναι να αποκτούμε την εμπειρία τού κόσμου με βάση το Δύο κι όχι το Ένα. Να τον εξετάζουμε, τον οργανώνουμε και τον βιώνουμε με βάση τη διαφορά και όχι την ταυτότητα. Ο έρωτας είναι μια ζωή που οικοδομείται όχι πλέον από τη σκοπιά του Ενός, αλλά από τη σκοπιά του Δύο. Κι αυτό ακριβώς αποκαλώ “σκηνή του Δύο”».

 

Jean Giraudoux: «Χρειάζεται όντως οικοδόμηση και χρόνος σε μια σχέση. Ίσως σας ακουστώ υπερβολικός, αλλά πιστεύω πως αν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται μεταξύ τους αφήσουν μία και μοναδική στιγμή να χωθεί ανάμεσά τους, αυτή θεριεύει –γίνεται μήνας, χρόνος, αιώνας· γίνεται “πάρα πολύ αργά”».

 

Thomas Lewis: «Δεν έχετε άδικο, κύριε Giraudoux. Γιατί η ικανότητα και η διατήρηση της εναρμόνισης με τους συναισθηματικούς ρυθμούς του άλλου απαιτεί μια στέρεη επένδυση χρόνων. Κάθε καινούργιο δευτερόλεπτο συντροφικότητας που περνάει, επαναπροσδιορίζει τους όρους μιας σχέσης».

 

Alain Badiou: «Ναι, γιατί ένας έρωτας είναι πριν απ’ όλα μια διαρκής κατασκευή. Ο αληθινός έρωτας είναι εκείνος που θριαμβεύει διαρκώς, ενίοτε με δυσκολία, στα εμπόδια που ο χώρος, ο κόσμος και ο χρόνος βάζουν μπροστά του. Κάθε φορά πρέπει να ξαναπαίξουμε τη “σκηνή του Δύο”, να βρούμε τους όρους μιας νέας δήλωσης. Πρέπει να είμαστε εν δράσει, σε επιφυλακή, πρέπει να ξαναβρισκόμαστε με τον εαυτό μας και με τον άλλο. Πρέπει να στοχαζόμαστε, να δρούμε, να μετασχηματίζουμε. Και τότε, ναι, ως εμμενής ανταμοιβή του μόχθου, υπάρχει η ευτυχία».

 

Thomas Lewis: «Ωραία το θέτετε, κύριε Badiou, έχει παρατηρηθεί όμως, βάσει ερευνών που έχουν γίνει στον μεταιχμιακό εγκέφαλο, πως διαφέρει ευτυχία από ευτυχία. Εξαρτάται από το πώς την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Οι περισσότεροι θα επιλέξουν τη δυστυχία μ’ έναν σύντροφο τον οποίο αναγνωρίζει ο μεταιχμιακός τους εγκέφαλος, παρά την τελματωμένη απόλαυση μιας “ευχάριστης” σχέσης με κάποιον που οι μηχανισμοί προσκόλλησής τους δεν μπορούν να αναγνωρίσουν. Έτσι εξηγούνται και οι επαναλαμβανόμενες, λάθος επιλογές των συντρόφων μας. Αυτοί οι αέναοι κύκλοι είναι οι σύγχρονοι αντίλαλοι ενός αρχέγονου ζευγαριού, μια μελωδία που η άδηλη μνήμη (το μόνο μαθησιακό στοιχείο του εγκεφάλου κατά τα πρώτα χρόνια ζωής, όταν μητέρα και παιδί ενώνονται μέσω μεταιχμιακής σύνδεσης) τη θυμάται από παλιά. Οπότε αυτό που ψάχνουμε στους συντρόφους μας είναι να συμπληρώνουν το σκίτσο της μητέρας μας, όπως το έχει καταγράψει το μυαλό μας».

 

Fyodor Dostoyevsky: «Οφείλω να παραδεχτώ, κύριε Lewis, ότι τα λεγόμενά σας μου έχουν δώσει μια σαφή και ωραία απάντηση, όπως θα έλεγε και ο φίλτατος κύριος Cummings, στην ερώτησή μου περί της “κολάσεως”. Θα με ενδιάφερε όμως ν’ ακούσω πώς διαχωρίζει η επιστήμη την αγάπη από τον έρωτα».

 

Thomas Lewis: «Πολύ ευχαρίστως, κύριε Dostoyevsky. Η αγάπη είναι μεταιχμιακά διάφορη του έρωτα. Αγάπη σημαίνει αμοιβαιότητα, αγάπη είναι συγχρονική εναρμόνιση και ρύθμιση. Και γι’ αυτό στην αγάπη των ενηλίκων αποφασιστικό ρόλο παίζει το να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Για τον έρωτα απαιτείται μόνο η σύντομη γνωριμία που είναι αναγκαία για να εγκαθιδρυθεί ένα συναισθηματικό είδος και ύφος, αλλά δεν προϋποθέτει να διαβαστεί σχολαστικά το βιβλίο της ζωής της αγαπημένης ψυχής από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα».

 

Πλάτωνας: «Ναι, κύριε Lewis, αλλά όποιος δεν αρχίζει από τον έρωτα, δεν θα μάθει ποτέ τι είναι η φιλοσοφία».

 

Alain Badiou: «Εγώ πάλι επιμένω πως όποιος δεν αρχίζει από τον έρωτα, δεν θ’ αποκτήσει μια εμπειρία του κόσμου με βάση τη διαφορά και όχι την ταυτότητα. Ως προς αυτό, ο έρωτας έχει μια καθολική εμβέλεια, είναι μια εμπειρία της δυνητικής καθολικότητας. Επίσης, θεωρώ πως ο έρωτας είναι κομμουνιστικός υπό την έννοια ότι το αληθινό υποκείμενο ενός έρωτα είναι το γίγνεσθαι του ζεύγους και όχι η ικανοποίηση των ατόμων που το συνθέτουν. Χωρίς τον έρωτα, άλλωστε, η ζωή μας θα ήταν άχρωμη».

 

Stendhal: «Θα ήταν όντως άχρωμη γιατί ο έρωτας είναι ένα υπέροχο λουλούδι, που πρέπει όμως να έχεις το θάρρος να πας να το κόψεις από το χείλος ενός γκρεμού».

 

Charles Baudelaire: «Ναι, ένα λουλούδι, και πιο συγκεκριμένα, θα έλεγα, ένα τριαντάφυλλο που κάθε του πέταλο είναι μια παραίσθηση, κάθε του αγκάθι μια πραγματικότητα».

 

Arthur Schopenhauer: «Ακριβώς! Έρωτας σημαίνει αγκάθι. Και θα προσθέσω ότι γι’ αυτό είναι υπαίτιες οι γυναίκες. Δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ το γεγονός ότι διακατέχονται από το πάθος του έρωτα και διαιωνίζουν το ανθρώπινο είδος. Μια διαιώνιση που, εν τέλει, δεν αξίζει τίποτα!»

 

Søren Kierkegaard: Προς τι τόσος αρνητισμός, κύριε Schopenhauer; Αν γνωρίζατε την πολυαγαπημένη μου Regina, είμαι σίγουρος πως θα αναθεωρούσατε τις απόψεις σας. Εγώ είμαι υπέρ του έρωτα, ασχέτως αν δεν κατάφερα να φτάσω στο τρίτο και υπέρτατο στάδιο της ύπαρξής του γιατί δεν μπόρεσα να αντέξω την ιδέα του γάμου».

 

Stendhal: «Τρία στάδια; Εγώ κατέληξα σε εφτά!».

 

Søren Kierkegaard: «Ναι, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρία στάδια ύπαρξης του έρωτα. Το αισθητικό, που είναι η εμπειρία του έρωτα είναι αυτή της μάταιης αποπλάνησης και επανάληψης. Το δεύτερο είναι το ηθικό, με τον έρωτα να είναι αληθινός και να αποκτά την εμπειρία της σοβαρότητάς του. Και τέλος, όπως προανέφερα, το τρίτο και υπέρτατο στάδιο, που η απόλυτη αξία της δέσμευσης επικυρώνεται από τον γάμο. Εσείς, κύριε Stendhal, απ’ όσα διάβασα στο Περί Έρωτός σας, χωρίσατε σε εφτά την γέννηση του έρωτα;»

 

Stendhal: «Ακριβώς! Και όπως εσείς, έτσι κι εγώ, κατέληξα στα συμπεράσματά μου με αφορμή τη Matilde. Μια γυναίκα, που όπως και η Regina του κυρίου Kierkegaard, θα σας έβαζε σε δεύτερες σκέψεις, κύριε Schopenhauer!»

 

Arthur Schopenhauer: «Δεν το νομίζω. Και αν και δεν έχω καμιά περιέργεια να γνωρίσω μήτε τη Regina μήτε τη Matilde, θα ήθελα ν’ ακούσω για τα εφτά στάδια του έρωτά σας».

 

Stendhal: «Εν συντομία, να τι συμβαίνει μέσα στην ψυχή: Πρώτα, έρχεται ο θαυμασμός, μετά ακολουθεί η ευχαρίστηση να δίνουμε φιλιά και να παίρνουμε φιλιά από την αγαπημένη μας. Στο τρίτο στάδιο, βρίσκεται η προσδοκία, που παραδίδει τη σκυτάλη στη γέννηση του έρωτα. Στη συνέχεια, έρχεται η κρυστάλλωση, που σηματοδοτεί το πέμπτο στάδιο. Επιτρέψτε μου σ’ αυτό το σημείο να ανοίξω μια παρένθεση και να σας εξηγήσω τι εννοώ με τη λέξη “κρυστάλλωση”, διότι παρατηρώ στα πρόσωπά σας μια μάσκα απορίας. Αυτό που ονομάζω κρυστάλλωση είναι η διεργασία του πνεύματος το οποίο, με βάση όσα του παρουσιάζονται, ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του έρωτά του διαθέτει και καινούργια χαρίσματα. Κλείνω την παρένθεση. Και συνεχίζω με το έκτο στάδιο, που γεννά την αμφιβολία. Και τέλος, το έβδομο στάδιο, με άλλα λόγια η δεύτερη κρυστάλλωση, τα διαμάντια της οποίας είναι επιβεβαιώσεις της σκέψης: με αγαπάει».

 

Arthur Rimbaud: «Σας ακούω τόση ώρα να αναφέρεστε άλλοι στην αγάπη κι άλλοι στον έρωτα. Σεβαστές οι απόψεις σας, πιστεύω όμως πως τον έρωτα θα πρέπει να τον επινοήσουμε από την αρχή».

 

Marcel Proust: «Αν όχι κύριε Rimbaud, να τον επινοήσουμε από την αρχή, να κάνουμε ένα πραγματικό ταξίδι ανακάλυψης, ένα ταξίδι που συνίσταται όχι στο να αναζητήσουμε άλλα τοπία, αλλά στο να τα δούμε με άλλα μάτια».

 

Fyodor Dostoyevsky: «Είμαι βέβαιος, κύριοι, ότι έπειτα από τη συζήτησή μας, ο καθένας μας θα δει με άλλα μάτια τον έρωτα και την αγάπη. Εις υγείαν λοιπόν του Έρωτα και της Αγάπης!»

 

Η αυλαία πέφτει κι ακούγεται –voice over- η Κατερίνα Γώγου: «…τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε…» Η αυλαία σηκώνεται ξανά, οι πρωταγωνιστές υποκλίνονται εν μέσω χειροκροτημάτων. Οι θεατές σηκώνονται να φύγουν, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, χωρίς ν’ ανταλλάξουν λέξη μεταξύ τους. Η παράσταση μπορεί να έλαβε τέλος στη σκηνή, αλλά συνεχίζεται στο μυαλό τους. 

 

 

Τόποι κατοικίας των ηρώων του έργου:

 

Εγκώμιο για τον έρωτα, Alain Badiou & Nicolas Truong, μετάφραση Φώτης Σιατίτσας-Δημήτρης Βεργέτης, επιμέλεια-επίμετρο Δημήτρις Βεργέτης (εκδόσεις Πατάκη, 2013).

 

Μια γενική θεωρία της αγάπης, Thomas Lewis M.D., Fari Amini M.D. & Richard Lannon M.D., μετάφραση Άννα Παπασταύρου (εκδόσεις Νεφέλη, 2013).

 

Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (Ποιήματα 1978-2002), Κατερίνα Γώγου (εκδόσεις Καστανιώτη, 2013).

 

Περί έρωτος, Stendhal, μετάφραση-εισαγωγή-σημειώσεις Έφη Κορομηλά (εκδόσεις Πατάκη, 2008).

 

 

Προηγούμενο άρθροΠροτάσεις για φεστιβαλικό θέατρο
Επόμενο άρθροΈγκλημα και λογοτεχνία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ