Έρωτας και Έρημος (της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

0
779

 

 Σταυρούλα Γ. Τσούπρου

 

«Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό να ’ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μας έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι – που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι – δεν ξέρουν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. […] Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». […] Μόνο έτσι θα ’πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στον μέσα τους κόσμο […] (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι· ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει».[1] Αυτά γράφει για την «γονιμότητα» του έρωτα στο Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ενώ στο τέλος τού συγκεκριμένου κομματιού περιγράφει ως εξής την προσδοκώμενη τέλεια Ένωση: «Θα ’ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ’ αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον».[2] Αυτή η περιγραφή τού «ευλογημένου δεσμού» από τον Rilke μάς παραπέμπει, βέβαια, και στον, προηγηθέντα χρονικά, Μπραντ τού Ίψεν: «― […] Ο ένας πρέπει να πολεμά και να προστατεύει το Άγιο έργο. Ο άλλος να θεραπεύει τις πληγές. Τότε μόνο, μπορείς να πεις αληθινά, πως οι δύο κάνουν ένα».[3] Αλλά και ο ίδιος ο Ρίλκε, ήδη στο Τραγούδι του Έρωτα και του Θανάτου, είχε ξαναμιλήσει για την τέλεια ένωση: «[…] Δεν υπάρχει τίποτα να τους εναντιωθεί. Μήτε το χθες, μήτε το αύριο – γιατί ο χρόνος κατέρρευσε. Κι εκείνοι ανθίζουν μέσα απ’ τα συντρίμμια του./ Εκείνος δε ρωτά: «ο σύζυγός σου;»./ Εκείνη δε ρωτά: «τ’ όνομά σου;»./ Αφού βρέθηκαν για να γίνουν ο ένας τού άλλου νέο φύλο. […]».[4]

Στο δεύτερο μισό τού ανά χείρας πεζογραφήματος (διότι περί πεζογραφήματος για ενηλίκους πρόκειται, τόσο στην ουσία όσο και στην μορφική του πραγμάτωση και την εκδοτική εμφάνισή του) της Λίλης Λαμπρέλλη, στον πυρήνα του οποίου, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο, βρίσκεται μια ιστορία από την προφορική παράδοση των σούφι, διαβάζει κανείς με έκπληξη (αρχικά, ενώ, αν το σκεφτεί καλύτερα, είναι μάλλον αναμενόμενο) ακριβώς την αφηγηματική/ παραμυθιακή ανάπτυξη του ως άνω στοχασμού για το βάθος και την αλήθεια του έρωτα. Η σωστή απάντηση την οποία περιμένει τόσα χρόνια η βασιλοπούλα/ ψυχή στο Αυτός που ξεπουλούσε όνειρα θα μπορούσε να είχε δοθεί και με μία παράφραση των λόγων τού Ρίλκε.

Ευτυχώς, πάντως, που αυτό είναι το μέρος τής ιστορίας το οποίο την ολοκληρώνει, καθώς στο πρώτο μισό, εκείνο που αντιστοιχεί στο ξεπούλημα των ονείρων, η κατάσταση η οποία περιγράφεται δεν είναι ευχάριστη και ούτε έχει αναγκαστικά αίσια προοπτική κατάληξης. Ο γέρος που, κουρασμένος από την ζωή και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τις ξεφορτώνεται με ή και χωρίς αντάλλαγμα, υποχρεώνεται να συναναστραφεί, έστω και για λίγο, με παντός είδους άδειους και ανήμπορους να ονειρευτούν ανθρώπους, μέχρις ότου συναντά το αγόρι που θα αξιωθεί να εκπληρώσει το κοινό τους (νεανικό) όνειρο. Το αγόρι, δηλαδή, που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και το οποίο κατά την αναζήτηση θα επιτύχει να βρει και την σύντροφό του στην πορεία της ζωής. Δεν είναι, όμως, πολλοί οι «ευλογημένοι».

Πρέπει, πάντως, να προσέξουμε ότι στο κέντρο του ονείρου, εκπληρωμένου ή ανεκπλήρωτου, βρίσκεται εγκατεστημένη η έρημος· τόσο στο αφήγημα της Λαμπρέλλη όσο και στους φιλοσοφικούς στοχασμούς των προαναφερθέντων διανοητών. Για αυτήν την έρημο μας μιλά εύγλωττα και ένας επιμελής μαθητής τόσο του Ρίλκε όσο και του Αντρέ Ζιντ: «Θα συμβούλευα σε κάθε νέο τής εποχής μας και μελλοντικό, να καλλιεργήσει από νωρίς τον διάλογο με τον εαυτό του, τα πράγματα, τους θεσμούς. Να κάνει συχνά τις οδοιπορίες μέσα του. Να ζήσει μια θητεία στην Έρημο… Να ασκεί τον εαυτό του στην αυτάρκεια. Έτσι, θ’ αναπτύξει αυτό το υπ’ αριθμ. 2 «εγώ», το δίδυμο με το βασικό, που λανθάνει σε όλους, μα λίγοι το υποψιάζονται – ένα «εγώ», που φορτίζει αδιάκοπα το πρώτο με αυτοέλεγχο, ανησυχία, αμφιβολία, δυσπιστία στο εύκολο, ψυχική αντοχή».[5]

Από τον Σιντάρτα τού Hermann Hesse μέχρι το Walden τού Henry David Thoreau εκτείνεται μία μεγάλη ποικιλία προσωπικών αναζητήσεων και ενδοσκοπήσεων στην έρημο του «εγώ», είτε θεϊκής είτε φυσικής είτε απλώς ανθρώπινης απόχρωσης, χωρίς, βέβαια, να αποκλείεται και ένας συνδυασμός των παραπάνω. Σε όλα αυτά ίσως να ήταν (αλλά ίσως και να μην ήταν) μια παρηγοριά τα λόγια τού Τζαίημς Τζόυς από τον Οδυσσέα: «Ως φιλόσοφος γνώριζε ότι κατά τον τερματισμόν παντός ατομικού βίου μόνον ένα απειροελάχιστον τμήμα των επιθυμιών εκάστου προσώπου είχε πραγματοποιηθεί».[6]

Το σεμνό, και ελάχιστο το δέμας, αφήγημα της Λίλης Λαμπρέλλη μιλά αθόρυβα και με απίστευτη συμπύκνωση, όπως κάθε γνήσιος μύθος, για όλα τα παραπάνω, για όλα όσα σωρεύονται, από τότε που γεννήθηκαν οι μύθοι και τα όνειρα, κάτω από την περί άλλα, και συνεχώς αυξανόμενα, τυρβάζουσα φωνή μας.

info: Λίλη Λαμπρέλλη, Αυτός που ξεπουλούσε όνειρα,

Πατάκης, 2017

 

Σημειώσεις

[1] Βλ. στο Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, Δωδέκατη έκδοση, Μετάφραση: Μάριου Πλωρίτη, Ίκαρος, 2000, σσ. 73-75.

[2] Βλ. ό.π., σσ. 83-84.

[3] Βλ. στο Ερρίκου Ίψεν,  Μπραντ, μετάφραση Ε. Ρομπάκη, στη σειρά «Παγκόσμιο Θέατρο», αρ. 154, των  εκδόσεων «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα, 2003, σ. 141.

[4] Βλ. στο Rainer Maria Rilke, Το Τραγούδι τού Έρωτα και του Θανάτου τού Σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε, δίγλωσση έκδοση, Μετάφραση – Επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Εισαγωγή – Επιμέλεια: Τατιάνα Λιάνη, Ροές, Αθήνα, 2003, σ. 59.

[5] Βλ. στο Τάσου Αθανασιάδη, Βεβαιότητες και Αμφιβολίες. Δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, 1980, στις απαντήσεις εκεί του Τάσου Αθανασιάδη στα ερωτήματα της έρευνας του Θανάση Θ. Νιάρχου, που βρίσκονται καταχωρισμένες στον τόμο με τον τίτλο «Η εποχή μας κι’ εμείς», σ. 350.

[6] Βλ. στο Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, Μετάφραση: Σωκράτης Καψάσκης, Επιμελητής εκδόσεως: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Κέδρος, 1990, σ. 746.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ καθρέφτης της γραφής και η οικονομία της επιθυμίας (της Ειρήνης Σταματοπούλου)
Επόμενο άρθροΒιβλιο-ατοπήματα (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ