Της Κούλας Αδαλόγλου.
Τι είναι οι παράφοροι έρωτες; Πόσο κρατούν; Ευλογία ή καταστροφή; Δηλαδή πόσο συνδέονται με τη δημιουργικότητα και πόσο γίνονται αυτό-καταστροφικοί; Μπορεί να κρατούν για πάντα;
Από την πρώτη στιγμή, τότε, χρόνια πριν, ο Πέτρος είχε αισθανθεί ότι η ιστορία αυτή θα τους στιγμάτιζε, θα τους περνούσε μέσα από υψικάμινο και θα τους έλειωνε για να τους ανασυνθέσει, σε βαθμό που κανείς δεν θα μπορούσε να τους αναγνωρίσει. Πλήρης μεταμόρφωση. Μετάλλαξη και αναδημιουργία. Γέννα και θάνατος. (σ.16)
Αφορμή για
στοχασμό όλα τα προηγούμενα. Από την πρώτη στιγμή ήρθε στο μυαλό μου το Λεμονοδάσος, του Κοσμά Πολίτη. Θα επανέλθω, στη συνέχεια.
Φυσικά είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, όπως το προεξοφλεί και ο τίτλος. Ωστόσο, δεν είναι μόνον αυτό. Υπάρχει όλη η αγωνία και η αναζήτηση των αιτίων που καθορίζουν τις πράξεις και τις αποφάσεις μας. Ανιχνεύονται οι κοινωνικές συντεταγμένες που συνηγορούν σε αυτές τις αποφάσεις και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας. Ψηλαφιούνται τα σήματα, ορατά, δυσδιάκριτα και αθέατα, που οδηγούν στις αποφάσεις αυτές, εντέλει στην ίδια τη ζωή μας.
Ένας άντρας με μικροαστική καταγωγή, ο Πέτρος, δάσκαλος και συγγραφέας στη συνέχεια, μετά τον χωρισμό τους. Μια γυναίκα από μεγαλοαστική οικογένεια η Άννα, πτυχιούχος Φιλοσοφικής στη συνέχεια, με αποτυχημένο γάμο και οι δύο, με ένα παιδί, μια κόρη δέκα ετών περίπου η Άννα, κλειδί στην εξέλιξη και στη λύση της ιστορίας. Γύρω στα τριάντα αυτός όταν γνωρίζονται, λίγο μικρότερη αυτή. Στη δεκαετία των σαράντα ηλικιακά, στα μέσα της αυτός, όταν ξανασυναντιούνται. Με τις ιδιαίτερες οικογενειακές καταβολές, που, μαζί με τις κοινωνικές, επηρεάζουν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους.
Η δομή του βιβλίου: χ
ωρίζεται σε τρία κεφάλαια, το κάθε κεφάλαιο χωρίζεται σε εφτά υποκεφάλαια –αυστηρή οργάνωση.
Το πρώτο κεφάλαιο, με τον τίτλο Η πιο βαθιά θάλασσα, αναφέρεται σε αυτόν, στον άντρα της σχέσης, στον Πέτρο.
Το δεύτερο κεφάλαιο, με τον τίτλο Το πιο ψηλό βουνό, αναφέρεται σε αυτήν, στη γυναίκα της σχέσης, την Άννα. Το τρίτο, με τον τίτλο River deep, mountain high –στην ουσία συνδυασμός των 2 προηγούμενων τίτλων με μικρή παραλλαγή – αναφέρεται και στους δυο, εναλλάξ στον έναν και στην άλλη από το πρώτο ως το έκτο κεφάλαιο, το έβδομο κοιτάζει μαζί και τους δύο, εστιάζοντας ανάλογα τον φακό. Είχα διαρκώς την αίσθηση της μουσικής στο τρίτο κυρίως κεφάλαιο, σαν μουσική σύνθεση με τα μέρη της, και με έναν συνδυαστικό μουσικό επίλογο. Και φυσικά, πώς όχι, αφού ο τίτλος του τρίτου κεφαλαίου είναι ο τίτλος του ομώνυμου τραγουδιού του Άικ και της Τίνας Τέρνερ! Το σπάσιμο του τίτλου στα προηγούμενα κεφάλαια με μικρή παραλλαγή στα ελληνικά θολώνει λίγο τα νερά, αλλά κρατά σταθερή τη μουσική υπόκρουση!!
Τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, που ωστόσο, γέρνει τόσο κοντά στο πρόσωπο που αφηγείται, που πολλές φορές είχα την αίσθηση ότι «ακούω» πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Εννοώ ότι υιοθετεί τόσο καλά το ύφος του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, όχι ότι υπάρχουν ταυτόχρονα δύο φωνές ή πλαγιασμένος διάλογος μέσα στην αφήγηση.
Η αίσθηση της μουσ
ικής υπάρχει διάχυτη σχεδόν στο βιβλίο, καθώς ο Πέτρος μαθαίνει βιολί, χρησιμοποιεί μουσικές μεταφορές/παρομοιώσεις. Αλλά και από την Άννα γίνονται αναφορές σε μουσικές που συνοδεύουν χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής της. Αναφορές γίνονται επίσης σε θεατρικά και κινηματογραφικά έργα.
Ολοένα και βαραίνει η παρουσία της γραφής μέσα στο βιβλίο, είτε ως αναφορά σε βιβλία, είτε, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ως γραφή-δημιουργία του ίδιου του πρωταγωνιστή, αφού η παρουσίαση της όλης πορείας να ισορροπήσει μετά τον χωρισμό τους δίνεται μέσα από τη γραφή – οπότε έχουμε τον εγκιβωτισμό γραφή μέσα στη γραφή.
Γενικά, υπογραμμίζω τη συμβολή της Τέχνης στην εξέλιξη της πλοκής, τονίζοντας την παράσταση αρχαίου θεάτρου (Βάκχες) – ο παράφορος έρωτας παρουσιάζεται να έχει πολλά από τον διονυσιασμό του έργου – και στην οποία παράσταση γίνεται η συνάντηση των εραστών ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια.
Η παρερμηνεία των σημείων. Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος βασίζεται
Σε αυτή τη λάθος ερμηνεία των σημάτων, λεκτικών, κινησιολογικών κτλ. που εκπέμπουμε. Παιχνίδι παρεξηγήσεων. Ενώ στην αρχή το ζευγάρι των ηρώων συνεννοείται με τρεις φράσεις και ελάχιστα βλέμματα, και στη συνέχεια τα σώματα αναλαμβάνουν σχεδόν αυτόνομα την τέλεια αρμονία της ερωτικής τους συνύπαρξης, μετά πράξεις, λόγια και εκφράσεις-κινήσεις παρερμηνεύονται, είτε από τον άντρα είτε από τη γυναίκα είτε και από τους δυο. Είναι η απόφαση μιας πολύ νέας γυναίκας να κρατήσει ένα παιδί (εγκυμοσύνη) προσπάθεια να κρατήσει έναν άντρα εξουσιαστικά; Ή είναι ένδειξη απόλυτης ολοκλήρωσης του έρωτά τους; Είναι η απόφαση της ίδιας γυναίκας να κάνει έκτρωση σημείο υποταγής στον άντρα; Είναι η άρνηση ενός άντρα να δεχτεί την εγκυμοσύνη της αγαπημένης σημάδι επιπολαιότητας, ή είναι η άρνηση να υποτάξει τον απόλυτο έρωτα σε μια καθημερινότητα; (όπως και στο Λεμονοδάσος).
Είναι ο γάμος, κα
ι των δυο, μήνυμα προς των άλλο ότι έχει ξεπεραστεί η σχέση τους, ή απελπισμένη προσπάθεια να κρυφτεί/ούν σε μια άλλη κατάσταση σχεδόν εξαπατώντας τον ίδιο τους τον εαυτό;
Είναι τα κλειστά μάτια με προτεταμένο κι ανασηκωμένο το κεφάλι στάση αναμονής για ένα φιλί; Ή είναι προσποίηση ότι δεν τον βλέπει που περνάει από κοντά της;
Είναι η ανδρική μορφή που περνάει δίπλα της απελπισμένη προσδοκία να την ξανα-πλησιάσει και να την αγγίξει ή αδιάφορο προσπέρασμα, απομάκρυνση οριστική;
Σε ένα τέτοιο πλέγμα λανθανουσών και λανθασμένων ερμηνειών μπλέκουν οι πρωταγωνιστές.
Από κοντά θέλω να ιδωθεί και το παιχνίδι των ρόλων. Η συμπεριφορά των πρωταγωνιστών προσδιορίζεται και από την εποχή. Η γυναίκα στη δεκαετία του ’80, με τη διεκδίκηση των ελευθεριών και των ορίων της. Στη δεκαετία του ’90, μέσα στο κλίμα γενικής αμφιταλάντευσης, παράλληλα με το ηλικιακό μεγάλωμα των ηρώων, υπάρχει μεγαλύτερη συμμόρφωση στα στερεότυπα, στα «κοινωνικά «πρέπει».
Ο αφηγητής κάνει μια συνοπτική συγκεντρωτική αναφορά σε γεγονότα και των δύο δεκαετιών: για τις αρχές της δεκαετίας του ’80 αναφέρει τις πορείες ειρήνης σε όλον τον κόσμο, τις πτήσεις του διαστημικού λεωφορείου, την τοποθέτηση τεχνητής καρδιάς. Στην Ελλάδα, την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, την κατάργηση της μαθητικής ποδιάς, την άνθιση του γυναικείου ακοντισμού. Αναφέρω ότι λίγο αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας, νομιμοποιούνται οι αμβλώσεις. Κάνοντας το πέρασμα από την προηγούμενη στην επόμενη δεκαετία, ο αφηγητής αναφέρεται στ «γιγάντια έθνη», όπως η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία, που έπαψαν να υπάρχουν, στην επιχείρηση «Σοκ και δέος» στον Κόλπο, που ξαναθύμισε στους ανθρώπους τη φρίκη του πολέμου. Για την Ελλάδα δίνει τα χαρακτηριστικά μιας χώρας που βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στην παρακμή, με περισσότερους νεόπλουτους παρά καλλιεργημένους.
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, όπως αναφέρθηκε, σχολιάζει τη συμπεριφορά και τις πράξεις των ηρώων. Η αφήγηση δεν απαντά στα ερωτήματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, δίνει το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο αφήνει τον αναγνώστη να επιλέξει τη δική του εκδοχή. Πιστώνει πάντως στον Πέτρο περισσότερο δημιουργική διαχείριση της πορείας του, με την επιτυχημένη αφοσίωσή του στη γραφή, ενώ η Άννα καταφέρνει τη δική της δημιουργία: ένα παιδί, χωρίς να πετύχει κάτι περισσότερο στην προσωπική της ζωή και εξέλιξη, αφού με δυσκολία βγαίνει από την καταβύθισή της στην συναισθηματική της κατάρρευση και στην κατάθλιψη. Από την άλλη, ο αφηγητής χρεώνει πολύ περισσότερο στον Πέτρο λανθασμένους χειρισμούς και παρερμηνεία σημάτων – άρα, του χρεώνει κατεξοχήν τον χωρισμό ή, μάλλον, τους χωρισμούς. Δεν υπάρχει όμως σε καμία περίπτωση αποτίμηση ότι ο ένας ή η άλλη αγαπά περισσότερο. Σε τέτοιες σχέσεις αυτό το θέμα δεν υπάρχει.
Με τα χρόνια, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κανείς, ακόμα και ο πλέον εγκρατής, δεν μπορεί να αποφύγει τις πληγές του έρωτα. Να τις μετριάσει ίσως, να τις αποφύγει όχι. Όσα βότανα κι αν χρησιμοποιήσει, όσα μαντζούνια και γιατροσόφια, οι πληγές θα αργήσουν να επουλωθούν. Είναι το είδος των πληγών τέτοιο. Μπορεί κάποτε να κλείσουν, αλλά τα σημάδια θα παραμείνουν. (σ.141)
Επανερχόμαστε στην αρχική συζήτηση, για τον παράφορο έρωτα, το παράφορο πάθος. Την τύχη και τη διάρκειά του. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο έρωτας κρατάει περίπου ένα χρόνο με όλη του τη δύναμη, την παραφορά, το πάθος. Μετά έρχονται οι συγκρούσεις, η ρήξη, η οριστική απομάκρυνση.
Στο «Λεμονοδάσος» ο έρωτας (του Παύλου και της Βίργκως) μένει ανολοκλήρωτος. Κι εδώ παιχνίδι ρόλων, που καθορίζει τις σχέσεις. Κι εδώ παρερμηνείες σημάτων, κάτω από το φως των κοινωνικών συμβάσεων. Η ρήση του Παύλου ότι δεν θα έμενε ούτε η ανάμνηση του έ
ρωτά μας – θα την είχε σπαράξει το τέρας της πραγματικότητας πηγάζει από βαθύ έρωτα, πέρα από τα συνηθισμένα. Η αντίρρηση της Βίργκως είναι η δική της οπτική μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο για τη γυναίκα της εποχής.
Σκέψου τώρα, Βίργκω, πού θα καταντούσαμε ύστερ’ από το γάμο. Το ηρωικό φτερούγισμα θα σταματούσε μετά λίγο καιρό και θα βρισκόμαστε αντίκρυ ο ένας στον άλλο μέσα στις εκνευριστικές μικρότητες της καθημερινής ζωής. Δε θα μας έμενε ούτε η ανάμνηση του έρωτά μας – θα την είχε σπαράξει το τέρας της πραγματικότητας. (σ.144)
Στην ουσία, σε ένα παράφορο πάθος, σε μια ερωτική σχέση γενικότερα, ο καθένας βλέπει-προβάλλει στον άλλο αυτό που επιθυμεί, βλέπει αυτό που θέλει να δει. Σαν να κοιτάζουν μέσα σε καθρέφτες, που από ένα σημείο και ύστερα παραμορφώνουν την εικόνα του συντρόφου.
Στην πραγματικότητα, ο καθένας είχε ερωτευτεί κάποιον που υπήρχε μόνο στις θάλασσες των επιθυμιών του, στα όρια των αναγκών του. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του εαυτού τους παρέμεινε ανέγγιχτο. Αν έσπαγαν τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, αν έβλεπαν καθαρά ο ένας τον άλλον χωρίς προκαταλήψεις και εμμονές, χωρίς εγωισμούς και φοβίες, ίσως διαπίστωναν πόσο στ’ αλήθεια ταίριαζαν. (σ. 183-184)
Η εκτεταμένη αναφορά, και από τις δυο πλευρές, της επιθυμίας να ζήσουν μαζί μια ζωή «κανονική». το όνειρό τους για μια ευτυχισμένη συμβίωση, μέσα σε ένα πλαίσιο καθημερινότητας, οδηγούν σε ένα ακόμη θέμα του βιβλίου: το πέρασμα από το πάθος στην καθημερινή συμβίωση, και στις δυνατότητες ενός τέτοιου περάσματος. Μια σειρά από αγωνιώδη ερωτήματα ξεπήδησαν από μέσα της. μπορεί μια παταγώδης αποτυχία να μεταστραφεί και να καταλήξει σε μια γεμάτη επιείκεια επιτυχία; Μια μακρά περίοδος δυστυχίας μπορεί
να γίνει μια μακρά περίοδος ευτυχίας, με τον ίδιο πάντα άνθρωπο; Η μελαγχολική νοσταλγία μπορεί να δώσει τη θέση της στη στοργή; Μπορεί, τέλος, ένα και μόνο πρόσωπο να χαρακτηρίσει όλα τα στάδια της ζωής σου. παρόν, παρελθόν και μέλλον; (σ. 169-170)
Αξίζει να ζει κάποιος ένα τέτοιο παράφορο πάθος; Σε ένα τέτοιο πάθος σπάζουν τα όρια. Σε μια ελευθερία και ύμνο των αισθήσεων. Άλλωστε, τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε να προσχεδιαστεί σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Από την αρχή, η φράση-μότο του Μίλαν Κούντερα «Το τυχαίο στέλνει το μήνυμα» δίνει το στίγμα αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
INFO: Κώστας Αρκουδέας, Παράφορο πάθος
εκδ. Καστανιώτη, 2013
——
Πολύ καλή ανάλυση των βαθμίδων του έρωτα, και κυρίως η διευκρίνηση των παρερμηνειών των σημάτων που στέλνει ο ένας ερωτευμένος στον άλλον, όταν πανε να εγκατασταθούν στο μαζί της συμβίωσης. Ο καθένας όχι απλώς βλέπει στον άλλον αυτό που νομίζει, αλλά αναζητά στον άλλον τον έρωτα του εαυτού του. Θέλουμε τον άλλον να είναι ο καθρέφτης του εαυτού μας. Τον εαυτό μας ερωτευόμαστε ξανά και ξανά μέσω του άλλου.
Μία διεισδυτική ματιά, προβαίνοντας ουσιαστικά σε μία καθ’ όλα ψυχολογική και κοινωνιολογική ανάλυση. Ο παρατηρητής – κριτικός εστιάζει αντικειμενικά και ακριβιδίκαια στους δύο χαρακτήρες των ηρώων. Πολύ εύστοχη η υπυγράμμιση της συμβολής της Τέχνης στην εξέλιξη της πλοκής(θεατρικό “Βάκχες”), ότι ο παράφορος έρωτας παρουσιάζεται να έχει πολλά από τον διονυσιασμό του έργου, όπως και η αναλυτική επισήμανση στη λάθος ερμηνεία των σημάτων των δύο εραστών-ερώμενων πρωταγωνιστών.
Επικουρικό για τους αναγνώστες και το “παιχνίδι των ρόλων”, ιδωμένο ιστορικά, όπως και η αναφορά στο πλαίσιο των σημαντικότερων ιστορικών-κοινωνικών γεγονότων στη διάρκεια των δύο δεκαετιών του μυθιστορηματικού χρόνου. Πολύ σημαντική η παρατήρηση της διαφορετικής δημιουργικής εξέλιξης των δύο ηρώων, στη διάρκεια των χρόνων που δεν έχουν καμία επαφή. Μουάρεσε πολύ και ο συσχετισμός με το “Λεμονοδάσος”, τόσο που μου δημιούργησε την επιθυμία να το ξαναδιαβάσω. Στο τελευταίο ερώτημα, αν αξίζει να ζει κάποιος ένα τέτοιο παράφορο πάθος, το το σχόλιο και η προσωπική μου απάντηση είναι ότι αξίζει, κι “ας σπάσουν τα όρια” ή, ακριβώς γι’ αυτό αξίζει, επειδή ξεπερνάει κανείς τα όριά του. Τότε ζ ε ι πραγματικά.